Πέρα από την κυριολεκτική σημασία της φράσεως κόβω μαργαρίτες που απλά δεν εννοεί τίποτα παραπάνω από αυτό που ακούμε, δηλαδή απλά κόβω μαργαρίτες, υπάρχει και η μεταφορική σημασία της φράσεως, η οποία έχει την εξής σημασία:

Φεύγω, τα είπαμε, την έκανα –γενικότερα ότι αποχωρούμε από κάπου.

Μαγκίτες εγώ φεύγω, κόβω μαργαρίτες τώρα, τα είπαμε ρεεεεεέι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσαβάκης είναι ο μάγκας της παλιάς εποχής. Οι κουτσαβάκηδες εμφανίστηκαν περίπου το 1870 και έδρασαν ως το 1892. Το «μάγκικο πέρπατημα», δηλαδή το ότι περπατούσαν σαν να κούτσαιναν τους έδωσε το όνομα «κουτσαβάκηδες».

Η λέξη χρησιμοποιείται και σήμερα με ειρωνικό χαρακτήρα περισσότερο για τον χαρακτηρισμό του ψευτόμαγκα, του χέστη.

Είδες τον κουτσαβάκη; Κάνει το νιντζαραίο στα πιτσιρίκια.

(από Khan, 19/02/15)

Βλ. και κουτσαβάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «μαλακοπούτσης» είναι κάτι σαν το πουτσομαλάκα απλά λίγο παραλλαγμένο, στην ουσία δεν σημαίνει κάτι παραπάνω από το γνήσιο και ελληνικότατο «μαλάκας». Απλά, θα το ακούσεις πιο συχνά από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι όταν βρίσκονται σε μία παρέα νέων προσπαθούν να το παίξουν πολύ in φτιάχνοντας δικές τους λέξεις, με τελικό αποτέλεσμα να ακούγονται σαν ηλίθιοι.

— Μα τον είδες τον μαλάκα πως πάει;
— Πού τον είδες τον μαλάκα ρε; Καθαρός μαλακοπούτσης το τυπόνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Γαμοσπέρνει», μια λέξη η οποία δηλώνει ότι κάτι είναι και πολύ γαμάουα ή μάλλον κάτι παραπάνω από γαμάουα, δηλαδή κάτι που γαμάει και σπέρνει συγχρόνως.

— Πωω δικέ μου, άκου κομματάρα.
— Καλά μιλάμε το κομμάτι δεν γαμάει απλά, γαμοσπέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Νιντζαραίος» είναι ένα από τα είδη του κάγκουρα, αναφέρεται περισσότερο στον κάγκουρα που είναι από τον Πύργο.

Τελευταία έχουν ονομάσει τον κάθε κάγκουρα ανάλογα τον τόπο καταγωγής του ή τον τόπο διαμονής του:

  • μανιαούρι ή κοφτός (κάγκουρας με καταγωγή από Ζαρουχλέικα Πατρών),
  • ψαχνιώτης (κάγκουρας με καταγωγή από Χαλκίδα),
  • πέτσακας (κάγκουρας από τα περίχωρα των Χανίων, Ρεθύμνου, κτλ),
  • σβούρος (κάγκουρας από Ηράκλειο),
  • αρουραίος - ποντίκι - νιτζαραίος (κάγκουρας με καταγωγή από τον Πύργο Ηλείας),
  • σκαρπιάς (κάγκουρας με καταγωγή από ορεινή Τριχωνίδα / Αγρίνιο),
  • μπουζιέρης (κάγκουρας με καταγωγή τη Νέα Ιωνία Mαγνησίας),
  • Κωνσταντίνος Ρούγκερης (ο wanna be κάγκουρας από την περιοχή της Γλυφάδας αναφέρεται συχνά ως «KoS»),
  • μοτεραίος (κάγκουρας από Καλαμάτα).

Ε ρε τον νιντζαραίο, κλασικός, τέρμα μουσική, μαρσαριστός και καμάκι σε οτιδήποτε θηλυκό κινείται...

Δες ακόμη αρούρι (Ζαρουχλέικα), γκατζούρι (Ηλεία), γκρούβαλος (Ικαρία), ινδιάνος (Βόλος), μπραχάμι (Αθήνα), σπατάνι (Αθήνα), τσινάρι (Θεσσαλονίκη), φοίνικας (Θεσσαλονίκη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Γελαστό» είναι λέξη που την χρησιμοποιούμε για τον μπάφο. Το όνομά της το έχει πάρει –από που αλλού;– από το κουλό γέλιο που προκαλεί ο μπάφος.

Τι μαλακίες λες ρε; Πάλι τα γελαστά σου έκανες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλογοκώλο αποκαλούμε κάποιον που όταν χέζει έχει την αίσθηση ότι ο κώλος του βγάζει φώτιες και ότι θα κάψει οτιδήποτε βρίσκεται στο μπάνιο.

Ο εν λόγω χέστης υποφέρει, πονάει και το σκούπισμα τσούζει. Πολλοί μετά από τέτοιο χέσιμο φοβήθηκαν να ξανά χέσουν

- Πάμε για καφέ ρε συ;
- Τι καφέ βρε μαλάκα έχω γίνει φλογοκώλος με τα καυτερά που έφαγα, υποφέρω…

(από electron, 13/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω, αποχωρώ από κάπου, συνήθως επειδή η κατάσταση δε με παίρνει να κάτσω.

Κοινώς, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια.

Τα λέμε ρε σεις, την κάνω τώρα...

Βλ. επίσης τηγκανά, τιγκανά, τιγκανάουα, κ.α. Ακόμη: την κάνω λαμόγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified