Χνουδοσυσσωμάτωση δημιουργούμενη είτε:

α) σε βαθείς αφαλούς, εξαιτίας της πολύωρης αλληλεπίδρασης με μάλλινη ένδυση, ή

β) στα πέλματα και τις κοιλότητες των δακτύλων των ποδιών, οφειλόμενη στις καινούριες κάλτσες.

Μπορεί να γενικευτεί για οποιαδήποτε βρώμα σε μορφή χνουδιού.

Πρέπει να βάλω καμιά σκούπα αλλιώς σύντομα τα μπάμπαλα θα φτιάξουν μοκέτα.

Βλ. επίσης ομφάλιος βρώμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια λέξη με πολλαπλά νοήματα, όλα όμως με κοινή προέλευση το μυθιστορηματικό ήρωα Ταρζάν.

Σύντομη βιογραφία:
Οι γονείς του Ταρζάν (κατά κόσμον Τζον Κλέιτον ο 3ος) ήταν ευγενείς αγγλικής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια ενός θαλάσσιου ταξιδιού έπεσαν θύματα ανταρσίας και εγκαταλείφθηκαν σε μια ακτή της Αφρικής. Ο Τζον έχασε τους γονείς του σε ηλικία ενός έτους και στη συνέχεια υιοθετήθηκε από μια φυλή πιθήκων. Σε μεγαλύτερη ηλικία γνώρισε τη Τζέιν (η οποία είχε βρεθεί εκεί με τον ίδιο τρόπο), την ερωτεύτηκε και στη συνέχεια εγκατέλειψε την Αφρική για να την αναζητήσει στην Αμερική. Αργότερα επέστρεψαν μαζί στη ζούγκλα όπου εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος από τις περιπέτειες του Ταρζάν.

Στο θέμα μας:
Μεγαλώνοντας στη ζούγκλα, ο Ταρζάν αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στους κινδύνους της φύσης και ανέπτυξε σε μεγάλο βαθμό κάποιες δεξιότητες, ενώ εξαιτίας της απουσίας ανθρώπων... ας πούμε απλά ότι σε άλλες έμεινε πίσω. Εκτός από τα σωματικά προσόντα του, ο Ταρζάν είναι γνωστός και για την ικανότητά του να επικοινωνεί με πληθώρα άγριων ζώων, καθώς και για τον πρωτότυπο τρόπο μετακίνησής του, κρεμάμενος δηλαδή από τα υπερμεγέθη κλαδιά και πηδώντας από δέντρο σε δέντρο.

Η λέξη ταρζανάκι μπορεί να αναφέρεται σε πρόσωπα ή πράγματα τα οποία παρουσιάζουν έντονα κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με τον Ταρζάν.

Έχουμε και λέμε:

1) Πρόσωπα:
α) Ταρζανάκια χαρακτηρίζονται τα μικρά, αεικίνητα και ενοχλητικά παιδάκια εξαιτίας των (συγκρίσιμων με αυτές του Ταρζάν) ικανοτήτων τους στο τρέξιμο και το σκαρφάλωμα. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης η ανάγκη τους να βγάζουν άναρθρες κραυγές σα να προσπαθούν να ακουστούν σε ολόκληρη τη ζούγκλα και η παντελής έλλειψη επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Χρησιμοποιείται και από τις μαμάδες τους σε πιο γλυκό τόνο.

β) Ταρζανάκι αποκαλείται από την κοπέλα του (κατ' ευφημισμόν και μόνο μπροστά στις φίλες της) ο βρωμιάρης, ατημέλητος και άξεστος τύπος, σε μια προσπάθεια της ταλαίπωρης να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Εκτός από τις προφανείς ταρζανικές ιδιότητές του, το ταρζανάκι αυτό εμπεριέχει και την κρυφή ελπίδα της κοπέλας του να μπορέσει (ως άλλη Τζέιν) να τον φέρει πιο κοντά στον πολιτισμό.

2) Πράγματα:
Ταρζανάκι μπορεί να αποκαλεστεί χαϊδευτικά οτιδήποτε θυμίζει ταρζανικά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. ένα ευκίνητο αυτοκίνητο πόλης που υστερεί σε ανέσεις.

3) Κουράδες:
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του υπολείμματος κουράδας το οποίο, αρνούμενο πεισματικά να μας αποχωριστεί, αγκιστρώνεται σε μια απέλπιδα προσπάθεια στην πλησιέστερη τρίχα. Αν δεν έχει ήδη γίνει ξεκάθαρο το γιατί καλείται ταρζανάκι, διαβάστε ξανά το κομμάτι πάνω στον αγαπημένο τρόπο μετακίνησης του Ταρζάν.

1) Πρόσωπα
α) «Έχω τρελό πονοκέφαλο... Πήρα το ανήψι μου στην παιδική χαρά και μου έβγαλε την Παναγία. Αν τα δικά μου βγουν ταρζανάκια θα τα δώσω σε κάνα ίδρυμα.»

«Λέμε για Σπέτσες το τριήμερο της Πρωτομαγιάς, μάλλον χωρίς το ταρζανάκι μας!»

β) - Ώρες-ώρες απορώ πώς τον ανέχεσαι. Πώς περιμένεις να φροντίζει εσένα όταν δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του; Εγώ στη θέση σου θα ντρεπόμουν να τον κυκλοφορώ. Ξέρεις τι λένε πίσω απ' την πλάτη σου;
- Δε με νοιάζει τίποτα. Αν τον ήξερες κι εσύ τόσο καλά όσο εγώ θα έβλεπες ότι το ταρζανάκι μου είναι το πιο γλυκό πλάσμα του κόσμου!

2) Πράγματα
«Πλάκα πλάκα θα δώσω πάνω από 1000 ευρώ για το ταρζανάκι μου μιας και ήρθε και η ασφάλεια αλλά χαλάλι του!»

3) Κουράδες
«Πίστεψα ότι ήταν κουράδα τεφλόν και έφυγα ασκούπιστος, αλλά τελικά μερικά ταρζανάκια με έστειλαν σπίτι για αλλαγή.»

(από Iasonas, 14/12/09)μια ατυχής στιγμή με τη Τζέιν (από Iasonas, 14/12/09)

Για το 3. δες και ταρζανίδιο και ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοώντας «καλή πράξη» (εξυπηρέτηση / χάρη / παλικαριά), πάντα σε άτυπο και φιλικό ύφος.

Κάνε μια καλή και βάλε ένα χεράκι να κουνήσουμε τον καναπέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαραίτητη προϋπόθεση για χρήση της παραπάνω έκφρασης είναι η προηγούμενη διατύπωση ορισμένου αιτήματος ή άποψης από το συνομιλητή και η ύπαρξη κάποιας μορφής του ρήματος «μπορώ» μέσα σε αυτή.

Η έκφραση μπορέλι καταδεικνύει την αδυναμία εκπλήρωσης του προαναφερθέντος αιτήματος εκ μέρους του ομιλητή ή τη διαφωνία του ως προς τις απόψεις του συνομιλητή.

Προέρχεται από τη ρίζα του ρήματος «μπορώ», ενώ ο αγαπημένος πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού μπορεί να αντικατασταθεί και με άλλα (πάντα σχετικά με μπάλα) ονόματα.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στην ηχητική ομοιότητα του επιλεγμένου όρου με τη μορφή του ρήματος «μπορώ» που έχει προηγηθεί, ενώ, για έμφαση ή ειρωνεία, προτιμάται η «ξερή» χρήση (βλ. παραδείγματα).

  1. (Χρήση μέσα σε πρόταση, φιλικά - εδώ στο τηλέφωνο)
    - Έλα ρε Γιάνναρε... Απεργούνε οι ταρίφες και μόλις κατέβηκα απ'το ΚΤΕΛ. Μπορείς να έρθεις να με πετάξεις μία σπίτι να μη γαμηθώ στα λεωφορεία;
    - Καλώς μας ήρθες φίλε αλλά δυστυχώς μπορέλι, το αμάξι είναι συνεργείο εδώ και δυο βδομάδες, έχω χτίσει πολυκατοικίες στην κίτρινη φάρα...

  2. (Μονολεκτική πρόταση για ειρωνική διάθεση)
    - Αν η ΑΕΚ κάνει 1-2 καλές μεταγραφές τον Ιανουάριο μπορεί να χτυπήσει πρωτάθλημα.
    - Μπορμπόκης.

  3. (Έμφαση στην ηχητική ομοιότητα}
    - Τι έγινε τελικά με το γκομενίδι που φάσωνες χτες;
    - Αν δεν ήμουν κομμάτια θα μπορούσα να την είχα πάρει σπίτι αλλά μετά από τόσα σφηνάκια μπορούσια...

Δες και και μπορέλι, χοσέ μπορέλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που (με μεγάλη δόση υπερβολής και αγανάκτησης) περιγράφει το τεράστιο ποσό που έχει δαπανηθεί για συγκεκριμένο σκοπό, συνήθως επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Για την υπερβολή επί της υπερβολής, συχνά προσδιορίζεται και ο ακριβής αριθμός των πολυκατοικιών.

  1. Μάνα: Τι θα γίνει, θα το πάρεις ποτέ το proficiency; Τόσα χρόνια ιδιαίτερα, ολόκληρη πολυκατοικία έχουμε χτίσει στη Miss Carol!

  2. - Τι έγινε, το κατάφερες το Δεσποινάκι ή ακόμα σε τρέχει;
    - Τι να γίνει ρε φίλε; Δέκα πολυκατοικίες έχω χτίσει σε εστιατόρια και λουλούδια και άσπρη μέρα δεν έχω δει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άγια εκείνη μέρα που μια βαθιά και διακαής επιθυμία επιτέλους πραγματοποιείται.

1) Έχε γεια, μην κλαις το μαράζι,
μάθε φυλακτό να μην κρεμάς.
Να λες «Δεν πειράζει,
θα'ρθει η άσπρη μέρα και για μας.»
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

2) «Όσοι έχουν αγνές προθέσεις απέναντι στην ομάδα, μπήκαν στο νόημα και αποφάσισαν να κάνουν κάνα μήνα υπομονή, μπας και αναλάβει αυτός ο άνθρωπος για να δει η ΑΕΚ και μια άσπρη μέρα.» - εξ ιστοσελίδος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη φάρα είναι αρβανίτικη και σημαίνει οικογένεια, σόι ή γένος. Με μία επιπλέον καλλιτεχνική (και αθηνέζικη) πινελιά προέκυψε και αυτή η εναλλακτική έκφραση που περιγράφει το σύνολο των οδηγών ταξί.

Η έκφραση απαντάται κατά κύριο λόγο στην πρωτεύουσα, αφού το κίτρινο χρώμα αναφέρεται φυσικά στο κίτρινο χρώμα των ταξί της.

Εννοιολογικά δεν έχει απαραίτητα αρνητική συναισθηματική αξία, συναντάται όμως εξίσου συχνά ως συστατικό ύβρεων προς τους εν λόγω επαγγελματίες.

  1. - Έπεσα στην ανάγκη τις προάλλες και πήρα ταξί να πάω σε μια δουλειά, το ήξερα ότι θα το μετάνιωνα. Δεν καταλαβαίνουν ότι δε μας νοιάζουν οι ιστορίες με τις δήθεν μουνάρες που γαμούσαν στην ηλικία μας; - Καλά χαλάρωσε, δεν είναι όλη η κίτρινη φάρα έτσι...

  2. (στο δρόμο)
    Βγάλε κάνα φλας γαμώ την κίτρινη φάρα σου!

(από Khan, 31/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος του οποίου ο λόγος μήκους σε στύση (Μσ) προς μήκος στο χαλαρό του (Μχ) είναι μεγαλύτερος ή ίσος του 3 (Μσ/Μχ ≥ 3). Το όνομά του το οφείλει στο αίμα που συσσωρεύεται στους ευμεγέθεις για την κατηγορία αυτή ιστούς corpora cavernosa και χάρη στο οποίο επιμηκύνεται σε τέτοιο βαθμό.

Αγγλικά: grower (γκρόουερ)
Αντίθετο: κρεατόπουτσα

(στα ντους)
— Πού πας ρε μ' αυτό το γαριδάκι;
— Άσ' το φίλε... Αιματόπουτσα. Έχε χάρη που είμαστε οι δυο μας γιατί αν περνούσε κάνα νιμού θα σού 'φευγε η μαγκιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός πέους το οποίο επιμηκύνεται ασήμαντα κατά τη στύση, απογοητεύοντας έτσι τα θύματα του κατόχου του. Η ονομασία προκύπτει από την κατ' όγκο σύσταση του πέους, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από κρέας, αφήνοντας ελάχιστο χώρο στο αίμα και συνεπώς μηδαμινά περιθώρια μεταβολής των διαστάσεών του.

Αγγλικά: shower (σόουερ)
Αντίθετο: αιματόπουτσα

(βλέποντας τσόντα)
— Τι κουβαλάει ρε το παλικάρι; Τρέξε να σωθείς κοπελιά γιατί αν πάρει μπρος αυτό δε σε σώζει τίποτα!
(2 λεπτά αργότερα)
— Σκέτη απογοήτευση ο τύπος. Κάτι ήξερε το κορίτσι, αυτές ξεχωρίζουν την κρεατόπουτσα απ' το χιλιόμετρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified