Απειλητική/ψαρωτική έκφραση που χρησιμοποιείται κατά κόρον στον Ε.Σ. από αλαιούς φαντάρους. Αναφέρεται στον μεγάλο σεισμό του Σαν Φρανσίσκο του 1906.

Με λίγα λόγια, το τζόκεϋ έχει βαρύνει τόσο πολύ από την παλαιοσύνη και τους μήνες που, αν πέσει (εσκεμμένα ή όχι), θα υπάρξουν άμεσες επιπτώσεις στο Ρήγμα του Αγίου Ανδρέα.

Ρε, αν είναι δυναμόν. Χώθηκα ντι-τζέι ο αρχαίος. Άντε μη ρίξω το τζόκεϋ και έχουμε νεκρούς στο Σαν Φρανσίσκο...

Ρήγμα του Αγίου Ανδρέα aka το μεφαλύτερο μουνί στον πλανήτη! (από Vrastaman, 15/04/09)...βλέπετε τι με αναγκάσατε να κάνω; (από Jonas, 15/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «κενωνία», η λέξη υπερεσία, προφέρεται ελαφρώς αλλοιωμένη (με ε αντί για η) και έχει απαξιωτικό χαρακτήρα.

Αφορά σε κάποια δημόσια υπηρεσία και λέγεται συνήθως είτε από ταλαίπωρους πολίτες που τρέχουν και δε φτάνουν για τις υποθέσεις τους από τη μία στην άλλη, είτε από παλαιούς δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι μετά από τόσα που έχουν δει τα μάτια τους όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετούν, έχουν φτάσει πια στα όριά τους.

  1. - Πού έχεις χαθεί εσύ ρε τόσες μέρες;
    - Άσε, έχω μπλέξει με τις υπερεσίες... πολύ πακέτο σου λέω...

  2. - Την κάνω ρε φίλε, πήγε δωδεκάμισι. Τα λέμε αύριο;
    - Μπα, βαριέμαι Παρασκευιάτικα να έρθω υπερεσία, θα χτυπήσω καμιά αναρρωτική...
    - ΟΚ, καλό τριήμερο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που καθιερώθηκε από γνωστή παρωδία-ντουμπλάρισμα ινδικού τραγουδιού στα ελληνικά, το οποίο ανέβηκε πριν λίγο καιρό στο συσιφόνι.

Λέγεται σε περιπτώσεις όπου, η κοπέλα / αρραβωνιαστικιά / σύζυγος κάποιου είναι για τον πέουλα όσον αφορά στις δουλειές του σπιτιού, το μαγείρεμα και τα συναφή, αλλά της συγχωρούνται όλα, λόγω παρουσιαστικού ή λοιπών κρυφών προσόντων.

Βλέπε μήδι νο. 1

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιστροφή του τίτλου γνωστού μυθιστορήματος της Κατερίνας Τσεμπερλίδου «Όχι πια sex, μόνο φίλοι».

Λέγεται συνήθως από απηυδισμένα αρσενικά, που έχουν αποτύχει στις σχέσεις ακολουθώντας τη «φιλική» μέθοδο προσέγγισης και πόρευσης.

- Πάει κι η Ζωίτσα φίλε μου... μου τα φόρεσε. Φταίω εγώ, που την είδα και φιλαράκι της. Από δω και στο εξής όχι πια φίλοι, μόνο sex...

δες την αλλιώς... (από Jonas, 01/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό ειδησεογραφικό πρακτορείο.

Χαρακτηρισμός προσώπου, διαβόητου για την ικανότητά του να συλλέγει και να διαδίδει πληροφορίες, πολλές από τις οποίες θα ήταν δύσκολο να πέσουν στην αντίληψη ενός κοινού ανθρώπου σε φυσιολογικές συνθήκες.

Αλλιώς, ο υπερβολικά κουτσομπόλης άνθρωπος, η Σούπερ Κατίνα (αναφέρεται και στα δύο φύλα).

- Ρε Ιεροκλή, τα 'μαθες για τη Σούλα και το Μπάμπη; Τον έκανε τσακωτό με τη Πόπη και χώρισαν!
- Καλά ρε Μητσάρα, είσαι και πολύ Ρόιτερ μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χαιρεκακίας, προερχόμενης από μια κατάσταση η οποία εν τέλει δικαιώνει το άτομο που την ξεστομίζει προς εκείνον που κακώς δε δέχτηκε να ακολουθήσει τη συμβουλή του προηγουμένως, τύπου: «στα-λεγα-εγώ-από-την-αρχή-αλλά-στα-παπάρια-σου-και-τώρα-θα-υποστείς-τις-συνέπειες.»

- Στα λεγα ρε Μητσάρα, μη μπλέξεις με τη μικρή. Λούσου τα τώρα...

(από Khan, 08/02/13)

Βλ. και μην την πιείτε, λουστείτε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική σλανγκορολογία. Αναφέρεται σε άστοχο σουτ το οποίο πήρε υπερβολικό ύψος, φτάνοντας την πτηνόσφαιρα, γεγονός για το οποίο, ο επίδοξος σκόρερ κινδυνεύει να λιντσαριστεί, όχι μόνο από έξαλλους απογοητευμένους οπαδούς της ομάδας του, αλλά και από οργισμένους ακτιβιστές της Greenpeace.

Χρήση: «Το σουτ / η μπάλα πήγε στα πουλιά» ή πιο απλά σκέτο: «στα πουλιά».

- Καραμήτρος με τη μπάλα... Καραμήτρος... Καραμήτρος... κάνει ό,τι θέλει στο χώρο του κέντρου... Καραμήτρος... Καραμήτρος λίγο έξω από τη περιοχή... ΤΟ ΣΟΥΤ ΚΑΙ.... στα πουλιά....

Επίσης δες και στο γάμο του Καραγκιόζη, καντήλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το βαθύ μπλε, το χρώμα το πελαγίσιο, της ανοιχτής θάλασσας. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται στη μορφή «κάνω κάποιον μπλε-μαρέ», εννοώντας πως τον σαπίζω στο ξύλο, τον κάνω αγνώριστο, ήτοι του προκαλώ τόσους μώλωπες από τα κλωτσομπουνίδια, που έχει αποκτήσει ολόκληρος μια μπλε-μαρέ απόχρωση.

- Λίτσα, μη με πρήζεις γιατί θα με πιάσουν τα διαόλια μου και θα σε κάνω μπλε-μαρέ από το ξύλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ η ποιητική άδεια (αδεία) είναι η άτυπη ανοχή που τηρείται σε περίπτωση (εσκεμμένης συνήθως) απόκλισης από τις νόρμες και τους καθιερωμένους κανόνες (της ποίησης κυρίως αλλά μπορεί να επεκταθεί και σε πιο καθημερινές καταστάσεις, μεταφορικά), η ποιητική αηδία αναφέρεται σε περιπτώσεις απόκλισης σε τόσο μεγάλο βαθμό, όπου η ύπαρξη της παραμικρής ανοχής θεωρείται αδύνατη.

- Λάκη, είπαμε, καλός ο ατονισμός και ο ασιγματισμός, αλλά εσύ το ξεμούνιασες. Ποιητική αηδία πια...

Η έκφραση ποιητική αδεία είναι δοτική του τρόπου (το ποιητική παίρνει υπογεγραμμένη στην κατάληξή του, αλλά που να τη βρούμε για να τη βάλουμε... :).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αγανάκτησης, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο αδικείται καταφανώς και εκφράζει με αυτό το τρόπο το παράπονό του για την αδικία που υπέστη.

- Ρε φίλε, πάλι με έβγαλε από τις υπερωρίες ο Διευθυντής. Γιατί, εγώ δεν δουλεύω όπως και οι υπόλοιποι; Σε πηγάδι κατούρησα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified