Τα γούκι (αγγλ. Wookiee) είναι μια μυθική φυλή εξωγήινων ανθρωποειδών όντων, ενδημικών του πλανήτη Κασίκ (αγγλ. Kashyyyk), ο οποίος βρίσκεται ξεχασμένος κάπου μέσα στο αστροπολεμικό σύμπαν του φαντασιόπληκτου Γεωργίου Λουκά.

Αν και νοήμονα όντα, χαρακτηρίζονται από ωμούς τρόπους, μυώδη σωματότυπο, υπερβολική τριχοφυΐα και ενδιαφέρουσα «γλώσσα», η οποία αποτελείται κατά κύριο λόγο από άναρθρες κραυγές.

Σλανγκικώς λοιπόν, περιγράφει ακριβώς τον παραπάνω τύπο ανθρώπου, το πιθήκι, το τριχωτό ντούκι (κάνει και ρίμα, χα!), που δεν έχει ούτε τρόπους, ούτε γνώση περί σωστής χρήσης της μητρικής του γλώσσας πέρα από όσα έμαθε στην τετάρτη δημοτικού.

- Φιλενάδα τάξε μου!
- Τι;
- Θα βγώ με τον Λεωνίδα!
- Έλα! Αυτό το γούκι; Τόσο απελπισμένη πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικά, λέγεται σε περιπτώσεις πετυχημένης χρήσης ενός λήμματος προερχομένου εκ σλανγκρ, όπου σε κάθε άλλη περίπτωση, για να αποδοθεί το ίδιο ορθά και εντυπωσιακά αυτό που θέλαμε να πούμε, θα χρειαζόταν μια ολόκληρη παράγραφος και βάλε.

Εκ του «γλώσσα λανθάνουσα αλήθειαν λέγει», χωρίς να έχει και πολλή σχέση όμως.

Φανταστικός διάλογος στο σλανγκ ντοτ γκρ:

Putzinstitutgraduate: Πω ρε φίλε, μιλάμε το συγκρότημα γαμεί! Thunder σαν να μπαίνει η άνοιξη, κανονικά...

Kavliprizenominate: Γλώσσα σλανγκίζουσα αλήθεια λέγει! Τι να πω, με κάλυψες!

Απο το "Dictionary of the Vulgar Tongue", 1811 (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την περιγραφή ατόμου με υπερβολικά εξέχουσα κάτω γνάθο (το οποίο και έχει ήδη καταχωρισθεί στο παρόν σάιτ), η λέξη τούτη δύναται να χρησιμοποιηθεί και αναφορικά με επί μακράν διαμένοντες στη χώρα μας αλλοδαπούς (20 χρόνια και βάλε), οι οποίοι παρ' όλα αυτά δε λένε να μιλήσουν σωστά τα ελληνικά με καμία Παναγία: «σκοτώνουν» τις λέξεις, μπερδεύουν τα γένη, αλλοιώνουν ή και παραλείπουν τελείως τα άρθρα, δυσκολεύονται να προφέρουν τα περισσότερα σύμφωνα κ.ο.κ. - όπως ακριβώς και ο συμπαθέστατος κατά τα άλλα Πολωνός κόουτς.

- Αυτός ο περιπτεράς, πολύ Γκμοχ βρε παιδί μου... 30 χρόνια στην Ελλάδα, τα παιδιά του γίνανε γιατροί και δικηγόροι και ακόμα δεν μπορεί να μιλήσει σωστά...
- Ναι ρε συ... και μια που τ' αναφέραμε, πάνε πάρε μου ένα Μάλμπουρο...

(από Jonas, 28/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θρυλικό συγκρότημα Guns n' Roses (1985 - παρόν), ελαφρώς περιπαιχτικά, ή από κάποιον που βαριέται / δυσκολεύεται να προφέρει το σωστό όνομα στα Αγγλικά.

Δεν είναι ακριβώς ομόηχο, αλλά βγάζει γέλιο.

- Take me down to the paradise city, where the grass is green and the girls are pretty... Taaaake... meeee... hoooooooooooooome...
- Τάκηηη... πάλι τις Γκαζόζες στο γουώκμαν ακούς βρε τεμπελχανά; Κάτσε άνοιξε τα στραβά σου και διάβασε κανά βιβλίο λέω εγώ... αλλιώς μην περιμένεις να σου πάρω το ατάρι που είπαμε... ακούς;

Γκαζόζες (από Jonas, 05/05/11)(από Khan, 12/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαχή τύπου «ντου!», η οποία όμως έχει να κάνει με λιγότερο βίαιες δραστηριότητες από αυτές των μπαχαλάκηδων. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον, σε περιπτώσεις όπου διακρίνουμε πρώτοι μια ευκαιρία για αρπαχτή και τρέχουμε να την εκμεταλλευτούμε.

(1η μέρα εκπτώσεων, πρωί, έξω απο πολυκατάστημα)

- Άνοιξαν οι πόρτες! Γιούρ(γ)ια στον ταβλά με τα κουλούρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

*Καμία σχέση με την ΠΑΣΠ*. Προκύπτει από τις λέξεις «πάω» και «σπίτι» και υποδηλώνει το αυτό. Βλ. επίσης: την κανά.

- Λοιπόν μάγκες, μάλλον θα γίνω πασπίτης σε λίγο...

(από Khan, 14/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός της κατάστασης «Βέγγος», δηλαδή τρέχω απίστευτα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Προκύπτει από τα γνωστά σκετσάκια του αξέχαστου Άγγλου κωμικού (Benny Hill 1924 - 1992), σε πολλά από τα οποία ενώ ο ίδιος έτρεχε, το φιλμ παιζόταν σε μεγαλύτερη ταχύτητα, με το γνωστό μουσικό κομματάκι να τον συνοδεύει (Yakety Sax).

- Τι λέει; Πώς πάνε οι ετοιμασίες για τον γάμο;
- Άσε φίλε, έχω γίνει Μπένυ Χιλλ. Δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω...

(από Jonas, 20/10/10)(από Jonas, 25/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική, ελαφρώς τιραμισουρεαλιστική έκφραση, όπου το Υ μπορεί να είναι οτιδήποτε, όπως τσίχλες, τσιγάρα, εφημερίδα, σουβλάκια, γκαζόζες, πατάκια, νερό, προς νερού και δεν συμμαζεύεται.

Το λέμε σε περιπτώσεις όπου κάποιος -ο Χ στην προκειμένη- πετάχτηκε κάπου μισό (και καλά), συνήθως για να αγοράσει κάτι και έχει αργήσει πολύ να επιστρέψει. Υποθέτουμε έτσι, ότι κάτι ανεξήγητο του συνέβη για να καθηστερήσει τόσο, όπως αυτή καθεαυτή η μεταμόρφωση του ιδίου στο αντικείμενο για το οποίο κίνησε εξ αρχής.

- Που χάθηκε ρε συ ο Τάκης;
- Έλα μου ντε! Για τσιγάρα πήγε και τσιγάρα έγινε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ατόμου με τάση να τρώει ξύλο από τους άλλους αδιαμαρτύρητα, του κακομοίρη καρπαζοεισπράκτορα.

Προκύπτει από τον μικρόσωμο ηλικιωμένο συμπρωταγωνιστή του Benny Hill, (κατά κόσμον Jackie Wright), ο οποίος σε κάθε επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «The Benny Hill Show» έτρωγε μπόλικες γρήγορες ψιλές στο καραφλό του κεφάλι από τον πρώτο και μάλιστα με το φιλμ να παίζει σε πολλές στροφές.

- Το βλέπεις εκείνο κει το ντούκι απέναντι;
- Ναι, τι;
- Στο σχολείο που τον είχαμε ήταν σαν το γεράκο του Μπένυ Χιλλ. Μέχρι που του τη βάρεσε μια μέρα και πλακώθηκε στα κικμπόξ και τις κρεατίνες και στο τέλος μας έδειρε όλους μόνος του...
- Πίκρα...

Ο Jackie Wright (από Jonas, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός μάγκικος χαιρετισμός, ο οποίος αναλύεται ως εξής:

1) Γειαχαραντάν (= γεια + χαρά + νταν): Το πολύ δημοφιλές «γεια χαρά» στην καθομιλουμένη, ευχή για υγεία και χαρά δηλαδή. Το «νταν» κατά 99,9 % αποτελεί μάγκικη προσθήκη άνευ ιδιαίτερης σημασίας, ούτως ώστε να κάνει ρίμα με το ακόλουθο «και τα κουκιά μπαγλάν». Εκτός εάν υπήρξε όντως κάποιος Μέγας Φιλέλλην μαγκίτης ονόματι Dan, στον οποίο απευθύνονται οι χρήστες της φράσης από σεβασμό στο όνομά του.

2) και τα κουκιά μπαγλάν: αναφέρεται στο παίξιμο του κομπολογιού, στη χαρακτηριστική κίνηση δηλαδή, τινάγματος των χαντρών (=κουκιά) προς τα πίσω και τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγεται.

Σημείωση: το (2) (και τα κουκιά μπαγλάν) δύναται να ακολουθεί και άλλη φράση πέρα του «γειαχαραντάν» αρκεί να παράγεται ρίμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, γίνεται κυρίως για πλάκα, φορ τεχ λουλζ, όχι προς χαιρετισμό (βλ. 2η παράγραφο εδώ).

- Γεια σας μάγκες...
- Γειαχαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν...

Χάρρυ Κλύνν, Αλαλούμ (1982) (από vikar, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified