Κομμένος Ίκαρος, ή απλώς Κ.Ι., αποκαλείται στην αεροπορία ο απόφοιτος σχολής υπαξιωματικών, αυτός που δεν ευτύχησε να αποφοιτήσει από τη Σχολή Ικάρων, ο μη ιπτάμενος.

Αν είσαι πολύ άτυχος και σε βάλει στο μάτι ένας Κ.Ι., την έκατσες, γιατί θα βγάλει όλο το κόμπλεξ του απάνω σου και θα σε πεθάνει σε σκοπάουες, καλλιόπες, μαγειρεία, γόπινγκ, κάμπινγκ κ.τ.ό.

-Είναι ένας μαλάκας μοίραρχος που μου έχει πρήξει τ' αρχίδια.
-Πώς τονε λένε;
-Καραβάνογλου.
-Και τι είν' αυτός; Ιπτάμενος;
-Τι ιπτάμενος, ο μαλάκας. Κομμένος Ίκαρος είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται, οριακώς υποτιμητικά, ο υπηρετών στο στρατό ξηράς από τους υπηρετούντες σε άλλα όπλα (ναυτικό, αεροπορία).

-Πάμε Τζέμελλι;
-Μαλάκα, σήμερα έχουν έξοδο οι στραταίοι και αράζουνε όλο εκεί. Μην τους φάμε στη μάπα πάλι, τους μπίχλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λουφάρει, που την κάνει με ελαφρά όταν τον καλεί το καθήκον, που κάνει τον γερμανό όταν πρόκειται να του ανατεθεί κάτι. Παλαιός και ακόμη δόκιμος σλαγκοόρος, που έχει μπει και σε κάποια λεξικά. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο στρατό.

- Πάλι αγγαρεία σε χώσανε, ρε;
- Ναι, αλλά αυτή τη φορά θα δώσω 20 Ευρώ στο γύφτο να την κάνει.
- Α, ρε λουφαδόρε! Μη σε πάρουνε πρέφα μόνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχαρβαλώνω, διαλύω, αχρηστεύω, σαραβαλιάζω, καταστρέφω εντελώς κάτι λόγω υπέρμετρης ή λανθασμένης χρήσης.

Πρόκειται για ιδιωματισμό της Πελοποννήσου. Από το «ξε-» και το «κώλος».

Πρόσεχε πώς κάθεσαι ρε, την ξεκώλωσες την πολυθρόνα! Παλιοχοντρέ!

6,06 (από Galadriel, 24/05/10)

Σχετικό: ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκιστί, το ελατήριο, αλλά και ο παλαιός σιδερένιος μηχανισμός ανοίγματος/κλεισίματος ξύλινης πόρτας σε αγροτόσπιτα, στον οποίο πατάς ένα πλήκτρο και αυτό ανασηκώνει ένα μικρό μάνταλο.

Μικρασιάτικος ιδιωματισμός, που ακουγόταν ενίοτε και στη 'δώθε Ελλάδα.

-Θείο, πατάω πατάω αλλά το ζεμπερέκι δε δουλεύει.
-Γαμώ τα ζεμπερέκια σου, τσόγλανε. Σ' το 'πα ότι θα το ξεκωλώσεις, όλη μέρα μπες-βγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μίγμα αραιού σκατού και ύδατος που αποβάλλεται από τον πρωκτό μαζί με μια πνιχτή, μπουρμπουληθράτη πορδή σε λα μείζονα.

Συχνά το αισθάνεσαι ως απαλή δροσιά στον κώλο σου, αν όμως δεν το καταλάβεις, το ανακαλύπτεις στο σώβρακό σου όταν γυρνάς σπίτι.

Αν είσαι πολύ άτυχος, θα έχει ποτίσει το παντελόνι σου (λινό και ανοιχτόχρωμο, κατά προτίμηση), οπότε θα βλέπεις κόσμο να σε κοιτάει παράξενα και να κάνει μορφασμούς αηδίας.

-Τι έγινε; Δεν σε βλέπω πολύ σόι...
-Άσε ρε μεγάλε... Είχα ρίξει μια κλανιά το πρωί, αλλά δεν περίμενα ότι θα έχει ποτίσει με πορδοζούμι και το παντελόνι μου. Ρόμπα έγινα στη Μόνικα!

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/05/10)Νιώθω κάτι υγρό από κάτω... τι να είναι; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πρωκτηδόν σεξ σε τοπίο με φυσική ομορφάδα, λόγγους, ραχούλες, κάνα δυο γιδοπρόβατα με τα κουδούνια τους να ηχούν, κάνα βοσκό να παίζει τη φλογέρα του (ή, αν κρυφοκοιτάζει, να παίζει το πουλί του) κ.ά. Συχνές φράσεις κατά την τοιαύτη συνουσία: «κουδούνισέ μου τον», «έλα να ακούσεις πώς παίζει η φλογέρα μου», «θέλω να σ' αρμέξω αγελαδίτσα μου» κ.ά.

  2. Ο κατσικογαμισμός, το συνουσιάζεσθαι μετά μηρυκαστικού του ιδίου ή αλλότριου κοπαδιού (στη δεύτερη περίπτωση πας μέσα για φθορά ξένης ιδιοκτησίας).

  3. Ό,τι και το 2, αλλά περιορισμένο στο να γαμάς τον κώλο του βοός (βους + κώλος).

  1. Έλα να κάνουμε ένα βουκωλικό, Μήτρο'μ, να θυμηθούμε το χωριό.

  2. Τον έπιασα, που λες, πάνω στο βουκωλικό με την κατσίκα μου. Θα τον αφαλοκόψω τον θεομπαίχτη!

  3. «...μετά το όργωμα, οι παππούδες του χωριού συνήθιζαν να επιδίδονται στο βουκωλικό, ένα έθιμο που ανάγεται στην ομηρική εποχή (όπως τα πάντα στον τόπο μας) και αποδεικνύει την αδιάσπαστη συνέχεια του Γένους...» (από το έργο του Α. Τεκέλογλου «Πώς το έκαναν οι παλιότεροι», εκδόσεις Αργκώ, Αθήνα 2006, σ. 666).

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο - Παιχνίδια για δύο (από patsis, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλισέ σλανγκοειδής ερώτηση που απευθύνεται σε κάποιον με τον οποίο βρισκόμαστε σε ινφόρμαλ τερμζ, ιδίως αν έχουμε να τον δούμε καιρό. Εν χρήσει ιδίως τη δεκαετία των νάιντηζ ('90s). Δηλώνει και καλά ενδιαφέρον εκ μέρους του ερωτώντος σχετικά με την υγεία και ρώμη του συνομιλητή. Συχνά προφέρεται πιο σλανγκικά, και ακούγεται περίπου ως «...'ρööζ, 'ναατööζ;» (με τον τόνο στο ö και το ζ πολύ ψιλό και σφυριχτό).

- Πού 'σαι ρε Μήτσο;
- Επ! Τι έγινε ρε; Γερός, δυνατός;

Δες και έλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυναικείος αυνανισμός, η μαλακία στο θηλυκό της.

- Έχω να γαμηθώ δέκα μήνες...
- Και πώς τη βγάζεις, μωρή;
- Άσε, από το πολύ μουνοδάχτυλο, έχει παπαλιάσει το δαχτυλάκι μουουου (με άφθονο, γλοιωδέστατο νάζι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσπρη ή ασπροκίτρινη σμηγματοειδής έκκριση που συσσωρεύεται γύρω από τη βάλανο σε άτομα που έχουν τσακωθεί με το νερό.

Σε αυτά τα άτομα, με το που θα κατέβει το πετσάκι, αποκαλύπτεται ένας βρωμερός δακτύλιος γύρω από το «στεφάνι» της βαλάνου, ο οποίος γεμίζει το φυσικό κυκλικό αυλάκι που έπρεπε να υπάρχει εκεί. Αν το άτομο είναι πολύ επιδέξιο, μπορεί να το αφαιρέσει άθικτο και να το περάσει βέρα στο δάχτυλο της αγαπημένης του. (πού έχω φτάσει, Θέ μου;!)

Συζήτηση στο νεκροτομείο:
— Άντε ρε, κόφ' τον να πάμε κάνα μπουζούκι μετά!
— Τι να κόψω ρε αλμπάνη; Σιχαίνομαι... Μιλάμε, ήταν πολύ βρωμιάρης ο τύπος. Αφού να φανταστείς έχει πιάσει δαχτυλίδι στην πούτσα...

Δες και τυρί, ούρδα, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα, φετέισον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified