Το ραμολί.

Πρέπει να πεταχτώ απέναντι, έχω να κοιτάξω το κούσαλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό παιδί του καραγκιόζη. Αν θεωρείς τη βρισιά «καραγκιόζης» πολύ κοινότοπη, μπορείς να χρησιμοποιήσεις το «μυριγκόγκος».

Τι λέει ο μυριγκόγκος;

(από Khan, 28/09/10)(από poniroskylo, 28/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρό και ακατάστατο μέρος, κακής κατασκευής συνήθως.

Σιγά το σπίτι που μας μοστράριζε για βίλα ο Τάδε. Μια γαϊδουροκυλίστρα ήταν και τίποτα παραπάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομο που έχει αρρωστήσει και ακόμα δεν έχει αναρρώσει. Δεν ξέρω ακριβώς τι σημαίνει.

Γράφεται και γλυμπάτσα.

Άκου την πώς βήχει τη γρια γλιμπάτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση αρχών δεκαετίας του 1990, σύγχρονη του «γάματα με μεγάλα (ή κεφαλαία) γράμματα». Σημαίνει: μη μας ζαλίζεις, παράτα μας, δε με νοιάζει, και τα τοιαύτα.

Το ασυνάρτητο της έκφρασης υποδηλώνει και πόσο αδιάφορο για αυτόν που το ακούει, είναι αυτό που λέγεται. Πλέον δε χρησιμοποιείται από κανέναν.

- Δε μπορώ να θυμηθώ κάτι, αν και την είχα χρησιμοποιήσει παλιά. Sorry...
- Δε γαμείς ψηλά καπέλα με παπούτσια ελβιέλα;;;

Βλ. επίσης δεν γαμείς ψηλά καπέλα και ελβιέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν ήσουνα γυμνάσιο στα 80'ς τότε σίγουρα θα έχεις ακούσει και θα 'χεις πει αυτή τη φράση που απορώ πώς τόσον καιρό δεν έχει μπει στο σάιτ.

Σημαίνει: επιδοκιμάζω μια κατάσταση.

- Πιο παλιά, όταν τα πράγματα ήταν πιο χαλαρά, την κοπάναγα από τη δουλειά, πήγαινα σπίτι, έβαζα πλυντήριο και καθάριζα ψάρια για το μεσημέρι. Το απόγευμα επέστρεφα στο γραφείο και έγραφα και υπερωρίες. - Καλή φάση.

Βλ. και φάση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τους στίχους ενός παμπάλαιου τραγουδιού που έρχεται από τα βάθη του χρόνου και της ιστορίας, μπορεί να είναι και του Αττίκ ή ακόμα πιο παλιό, χεχε. Εκφέρεται τραγουδιστά σε κοροϊδευτικό τόνο, βεβαίως βεβαίως.

Συνώνυμο: παπούας. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον επονομαζόμενο παπούα, ή αλλιώς και γέρο του μωριά.

- Κοίτα ρε τι φοράει ρε αυτός ο παπούας, το παντελόνι έχει αρχίσει να τον στενεύει στις μασχάλες.
- Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να φτάσει σε οδυνηρό αδιέξοδο με κίνδυνο να μην ολοκληρώσει καν την προσπάθεια που ξεκίνησε. Να την πατήσει, να τα βρει μπαστούνια αφού πρώτα φοβηθεί.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά για άτομα που έχουν υπερεκτιμήσει τις δυνατότητές τους ή έχουν άγνοια των δυσκολιών που πρόκειται να αντιμετωπίσουν.

'Ασ' τον τον μαλάκα να δει και αυτός του κώλου του την τρύπα, που το παίζει μάγκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει απελπιστικά άστοχα σουτ στο μπάσκετ, δηλ. πετάει τούβλα.

Τον Κώστα; Όχι ρε μαλάκα, μην τον πάρουμε αυτόν στην ομάδα, είναι τουβλαδόρος, θα μας κάψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος στο στρατό.

Προκύπτει από το «Ψαρούλης» που για συντομία και οικονομία σάλιου καταλήγει σε «Ρούλης».

- Τι λες ρε Ρούλη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified