Το παίζω Ρούλης είναι ισοδύναμο του κάνω τον κινέζο.

- Μη το παίζεις Ρούλης, έλα να με βοηθήσεις με τα ψώνια. Όλα εγώ θα τα κουβαλήσω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος στο στρατό.

Προκύπτει από το «Ψαρούλης» που για συντομία και οικονομία σάλιου καταλήγει σε «Ρούλης».

- Τι λες ρε Ρούλη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασσικός μαμάκιας (ολίγον αδερφίζων) ή/και ο γνωστός ως φλούφλης (από Β. Π. μεριά... Εννοείται ΤΒΠ, ήτοι ... «Τεκνά Βορείων Προαστείων»)

- Ρούληηηηη, πήγαινε «αγόρι» μου να πάρεις τα γράμματα από το γραμματοκιβώτιο...
- Ναι ΜΑΜΑ, αμέσως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαϊδευτικό της ομάδας του Άρη Θεσ/κης. Είναι πολύ χαρακτηριστική λέξη στην Θεσ/κη, κυρίως από τους οπαδούς των άλλων ομάδων της πόλης που, όταν κάνουν αναφορά στην ομάδα του Άρη, συνήθως χρησιμοποιούν αυτήν την λέξη.

Άρης - Αρούλης - Ρούλης...

Την άλλη Κυριακή παίζουμε με τον Ρούλη στο Χαριλάου.

(από polemarxos90, 11/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρετρό, βιντεογκέημ: έτσι ονομάζαμε το πλασματάκι που έβγαινε και κυνηγούσε σε διάφορα 80's παιχνίδια τύπου μπούμπλε μπούμπλε κ.λπ. όταν καθυστερούσες να τελειώσεις μια πίστα, και αφού είχες καθαρίσει όλους τους αρχικούς κακούς.

Για τα πλασματάκια αυτά υπήρχαν διαφορετικά ονόματα σε διάφορες περιοχές (το «Ρούλης» το άκουγα στα Χανιά, σε χωριό της Κρήτης όμως το είχα ακούσει και... Ζαχάρη [Ζαχαρίας])...

Σαν φράση χρησιμοποιούνταν για κάποιον που έσκαγε στο τέλος μιας φάσης απροειδοποίητα... χαμογελαστός και τρομαχτικός.

- Είχαμε μείνει τελευταίοι στο ρακάδικο, 3.30 ώρα, και πάνω που φεύγαμε σκάει ο Σωτήρης σαν το Ρούλη από τα σκοτεινά, από την πίσω αυλή...

η φάλαινα του μπούμπλε ήταν όντως αρσενική (από xalikoutis, 27/10/08)Αρκάς, Φάε το κερασάκι (από patsis, 05/06/09)

Βλ. και Λούσας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά ο αριστερός. Εκ του "αριστερούλης".

- Φίλε είσαι πολύ φιλελές.
- Όχι φίλε μου εσύ είσαι μεγάλος ρούλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός, ειρωνικός χαρακτηρισμός που δηλώνει διανοητική ανεπάρκεια ή ελλιπείς εμπειρίες λόγο ηλικίας, απευθυνόμενος νεοφιλελεύθερους. Από το (νεο)φιλελευθερούλης.

Την φιλανθρωπία των ρούληδων την φροντίζει η "αόρατη χείρα της αγοράς".

Got a better definition? Add it!

Published