Ονομάζεται έτσι το υλικό που προκύπτει από την σύνθλιψη και άλεση ασβεστόλιθου (~80%) με άργιλο (αργιλικός σχιστόλιθος ~20%) κατά την διαδικασία παραγωγής τσιμέντου.

Το υλικό αυτό θερμαίνεται στους 1450°C σε περιστροφικούς κλιβάνους, όπου υφίσταται διάφορες πολύπλοκες χημικές μεταλλάξεις και μετατρέπεται σε ένα άλλο υλικό που ονομάζεται κλίνκερ. Η λεπτή άλεση του κλίνκερ μαζί με μικρή ποσότητα γύψου δημιουργεί το τσιμέντο.

Παρά τη σχετική του ονομασία το υλικό αυτό δε φουσκώνει μόνο του και πιθανότατα πήρε την ονομασία του λόγω του ωχρού λευκού χρώματος που θυμίζει το αλεύρι.

(κι άλλες λεπτομέρειες.)
(σ.σ.: ο ορισμός γράφτηκε με μια μικρή βοήθεια.)

Φτου ρε πούστη μου δουλειά...
Είναι κάτι μέρες που γυρίζω απ' το εργοστάσιο και καθόμουν και σκεφτόμουν: τι σκατά καθόμασταν και φτιάχναμε εκεί πέρα, κάθε μέρα τσιμέντο, χιλιάδες τόνοι τσιμέντο, τσιμέντο δηλαδή να μπούμε μέσα...
Πάω στο φούρνο, του λέω : «λίγο αλεύρι»
Μου λέει: «απλό ή φαρίνα
Άκουσε να δεις φίλε αν νομίζεις ότι μου κάνεις πλάκα...
τι σκατά θα το κάνουμε τόσο τσιμέντοοοο;

σε υποστήριξη του επικού παραδείγματος. (από jesus, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίσκος σερβιρίσματος βαρέος τύπου.

Κάνει την εμφάνισή του σε μεγάλες δεξιώσεις όπου το σερβίρισμα και το μάζεμα πρέπει να γίνεται μαζικά. Δύσκολα θα τον πετύχεις σε μπαράκια καφετέριες ή κλαμπάκια καθώς βασικός του τομέας είναι οι μεγαλοταβέρνες, τα εστιατόρια, τα εξοχικά κέντρα και γενικότερα τα μαγαζιά όπου σερβίρεται πολύ φαΐ.

Ένας τέτοιος δίσκος έχει σαφή υπεροχή έναντι των κοινών. Βασικά προτερήματά του είναι το πηχάκι που βρίσκεται περιμετρικά του δίσκου (ώστε δύσκολα πιάτα ή ποτήρια που φτάνουν στην άκρη του να μπορούν να πέσουν), τα χερούλια που διαθέτει στα δυο άκρα (προσφέρουν ένα καλύτερο τρόπο πιασίματος σε βαριές καταστάσεις) το μέγεθός του και η γενικότερη στιβαρή κατασκευή του.

Απορίας άξια είναι η ετυμολογία του.

– [αγχωμένος] Νίκο! Πού την έχεις την παραμάνα ρε;!
– [πίσω από στοίβα με άπλυτα πιατικά] Έξω είναι, την έχει ο Κώστας και μοιράζει την τούρτα μου φαίνεται...
– Ρε το μαλάκα! Αφού ακόμα δε μάζεψα τα κυρίως* απ' τα τραπέζια...
– [σκουπίζει τα χέρια σε πετσέτα] Για τρέχα! μήπως δεν έχει ξεκινήσει ακόμα...
– Κώστααααα!...

*εννοεί τα πιάτα που περιείχαν το κυρίως πιάτο.

Ακριβώς αυτή. (από PUNKELISD, 09/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ειδικό εύκαμπτο σωληνάκι από θερμοσυστελλόμενο υλικό, το οποίο χρησιμεύει κυρίως στην μόνωση καλωδίων.

Ονομασία προερχόμενη προφανώς από την ομοιότητα με το γνωστό ζυμαρικό.

Έχει την ιδιότητα κατά τη θέρμανσή του να συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα να εφάπτεται στο καλώδιο που περικλείει και έτσι να το μονώνει.

...απλα πρεπει να κοψω το καλωδιακι του ανεμιστηρα να κολλησω το αλλο με κολλητηρι κ μετα με θερμοσυστελλομενο μακαρονι. (εδώ)

Νάτο, σε διάφορα χρώματα. Στις άκρες είναι λεπτότερο γιατί έχει θερμανθεί. (από PUNKELISD, 09/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι οι κεραμικοί πυκνωτές σε ηλεκτρονικά κυκλώματα. Συναντώνται σε σχετικά απλές πλακέτες (όπως παλιών τηλεοράσεων, ραδιοφώνων, κλιματιστικών, ενισχυτών κ.α.), μιας και τα ολοκληρωμένα ηλεκτρονικά κυκλώματα τείνουν να γίνονται όλο και μικρότερα, με νέου τύπου πυκνωτές, διόδους, γέφυρες, τρανζίστορ κ.α.

Ονομάζονται έτσι λόγω της ομοιότητας σχήματος και χρώματος με το γνωστό όσπριο.

Οι κεραμικοι πυκνωτες (φακες) σπανια παθαινουν ζημια οι παλιοι τουλαχιστον γιατι ειχαν φοβερες ανοχες. (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (από PUNKELISD, 07/09/11)φακ-ες (από PUNKELISD, 25/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο υποσταθμόςδιανομής του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζεται έτσι λόγω της ομοιότητας του πλέγματος που δημιουργείται από τα ηλεκτροφόρα καλώδια, με το γνωστό αναρριχητικό φυτό.

Αν και πιο ειδικά είναι µια σιδερένια κατασκευή από ελάσµατα ενωμένα ώστε να αποτελούν δικτύωμα που στηρίζει και συνδέει όλα τα μηχανήματα και τις εγκαταστάσεις ενός υποσταθμού, για κάποιο λόγο έχει επικρατήσει με την πρώτη έννοια.

Οι υποσταθμοί αυτοί βρίσκονται κυρίως έξω από τις πόλεις και σκοπό έχουν την υποβάθμιση και διανομή του ρεύματος προς τους καταναλωτές. Η υποβάθμιση γίνεται σταδιακά, ως εξής: το ρεύμα φεύγει από το εργοστάσιο με συνήθης τιμή τάσης 150.000Volt και μέσω των πυλώνων στήριξης των καλωδίων φτάνει στον υποσταθμό όπου υποβαθμίζεται στην τιμή των 30.000 ή 6.000volt, από 'κει προωθείται στους τοπικούς μετασχηματιστές όπου υποβαθμίζεται και πάλι για να καταλήξει στους καταναλωτές με τιμή τάσης 380 ή 220Volt.

Όλο αυτό γίνεται για λόγους οικονομίας, μιας και όσο μεγαλύτερη είναι η τάση του ρεύματος τόσο μικρότερη είναι η απαιτούμενη διατομή του ηλεκτροφόρου αγωγού (καλώδιο). Αν για παράδειγμα το ρεύμα έφευγε με τιμή τάσης 220V, για να μπορέσει να διανύσει όλα αυτά τα χιλιόμετρα των χιλιομέτρων και να καταλήξει στις πρίζες μας, τα καλώδια θα έπρεπε να είναι τόσο χοντρά που το κόστος των υλικών και των εργασιών θα ήταν απλά αμύθητο.

(Συνάντησα τον όρο και για το εναέριο δίκτυο του ΗΛΠΑΠ (εδώ) αλλά δεν ξέρω αν όντως χρησιμοποιείται.)

Για την Ιρόνικ.  (από joe909, 06/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκίνητο όχημα το οποίο χρησιμοποιείται σε αγροτικές εργασίες και διαθέτει προσαρμοσμένη καρότσα στο αμάξωμα.

Είναι σκληροτράχηλα οχήματα που οι κάτοχοι τους κοκορεύονται ότι δεν έχουν βάλει λάδι και νερό εδώ και είκοσι χρόνια. Στο εσωτερικό μπορείς να βρεις λογαριασμούς, αποδείξεις, μισοάδεια (ή μισογεμάτα) μπουκαλάκια με νερό ή ξεθυμασμένο πιοτό, σακούλες, κέρματα, βίδες, εργαλεία, παπούτσι κ.α.

Αν μιλάμε για κλασικές εικόνες τότε σίγουρα είναι όχημα τ. Ντάτσουν. Πιθανότατα διαθέτει αρκετά σημάδια κακομεταχείρισης - όπως αναρίθμητα βουλιάγματα και τρακαρίσματα - αλλά και αρκετές ενδείξεις φροντίδας με κλασσικότερη το μπογιάντισμα σημείου ή επιφάνειας με εμφανείς πινελιές, για την αποφυγή σκουριάσματος.

Σε άλλη περίπτωση παρατηρούμε μια πολυφωνία ανταλλακτικών στο όχημα: το ανταλλακτικό (πόρτα, καπό κ.α.) μπαίνει όπως έχει αγοραστεί, ανεξαρτήτως χρώματος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αυτοκινούμενο ουράνιο τόξο.

Επίσης, σε περιπτώσεις όπου το αυτοκίνητο είχε αγοραστεί για «καλό» ενώ τώρα έχει καταλήξει να κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά, υπάρχουν απομεινάρια της παλιάς καλής του εποχής όπως διακοσμητικό σεμεδάκι στο ταμπλό, αυτοκόλλητες εικονίτσες της Παναγίας, καλύμματα καθισμάτων από ξύλινες χάντρες ενώ στον καθρέφτη μπορεί κανείς να βρει κρεμασμένα λούτρινα ζάρια, λαγοπόδαρα, cd κ.α..

Στις μέρες μας οι σύγχρονοι «αγρότες» έχουν μεταμορφωθεί σε μυώδη κτήνη τ. Ναβάρα 4x4 και θυμίζουν ελάχιστα τους παλιούς κλασικούς. Συνήθως στην καρότσα διαθέτουν αυτοσχέδιο σκυλόσπιτο με τρυπούλες για τον αέρα, αυτοκόλλητα με μπεκάτσα ή τσίχλα και στην χειρότερη να είναι λασπωμένα από την κορυφή ως τα λάστιχα με μόνο καθαρό σημείο την τροχιά των υαλοκαθαριστήρων.

- Έλα, μ' ακούς; δεν έχω σήμα και θα τελειώσει η μπαταρία! Έχω μείνει με το παπί από λάστιχο και βενζίνα στα αγριόματα πάνω απ' το χωράφι του κυρ 'μίλιο.
- Καλά, κλείσε. Θα 'ρθω να σε πάρω με τον αγρότη.
- Έλα, μ' ακούς; Ναι!

Ο αγρότης τότε (από PUNKELISD, 22/08/11)Ο αγρότης τώρα (από PUNKELISD, 22/08/11)

βλ. και αγροτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριέμαι. Πολύ.

– Βαριέμαι,
– ...
– ...
– ...
– εσύ;
– ...
– ...
– Σκυλοβαριέμαι.

(από Vrastaman, 12/08/11)(από gaidouragathos, 13/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζει κατάσταση απόλυτης πλήξης.

Σχετικές έρευνες έχουν δείξει πως ο σκύλος είναι το συνηθέστερο κατοικίδιο ανά τον κόσμο. Αποτέλεσμα αυτού είναι να έχουμε μάθει ως ανθρωπότητα με λεπτομέρεια κάθε πτυχή της ζωής και της συμπεριφοράς του της οποίας τα σημαντικότερα στοιχεία τα έχουμε περάσει μέσω παρομοιώσεων στον λόγο και στην καθημερινή μας ζωή.

Έτσι το πρώτο συνθετικό σκυλο-, στο παρόν λήμμα, μπαίνει για να καταδείξει την υπερθετικότητα της βαρεμάρας, όπως συμβαίνει ομοίως με το βρωμάω και με το μετανιώνω.

Ρε μαν, σήκω ναουμ', πάμε για μπάνιο, ρακέτες, καμιά ποικιλία, να δούμε κάνα κώλο και μετά για ποτάκι κι ετς. Άντε!
– Μπαα. Σκυλοβαριέμαι ρε φίλος. Λέω να σλανγκάρω καμιά στάλα και μετά ύπνο.
– Ρε άσε το σλάνγκγκρ! Θα τυφλωθείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ποδηλάτου αγώνων δρόμου (άκα κούρσα).

Η ονομασία προέρχεται προφ από το χαρακτηριστικό γυριστό σχήμα του τιμονιού του που θυμίζει τα κέρατα του γνωστού αρσενικού θηλαστικού.

Επίσης υπάρχει ικανός αριθμός ατόμων που χαρακτηρίζει έτσι το συγκεκριμένο είδος τιμονιού και όχι ολόκληρο το ποδήλατο.

(Πάσα: κατσικίδιο..)

- Δεν τα θέλω τα μάουντεν, εγώ θέλω κριάρι! Αλλά είναι ακριβό το γαμίδι!
- Ναι, το φτηνότερο από 500 λέει.
- Α, καλά! εσύ μιλάς για αγιοβασιλιάτικο... από χίλια πεντακό και πάνω λέμε!

Τιμόνι από κριάρι. (από PUNKELISD, 28/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Το αντρικό γενετικό όργανο που ομοιάζει με μακρύ ευθύγραμμο κομμάτι επεξεργασμένου ξύλου, σε τετραγωνική ή ορθογωνική διατομή.

Οι λέξεις κλειδιά είναι το «μακρύ» και το «ευθύγραμμο».

Συνώνυμα: βλ. πέος.

2. Η οδοντογλυφίδα.

Προέρχεται από την ευγενή κοινότητα των οικοδόμων, η οποία μετά από κάνα φαγοπότι στην οικοδομή, χρησιμοποιεί για οδοντογλυφίδα λεπτό κομματάκι ξύλου απ' το μαδέρι(τέτοιο που αν δεν το πιάσεις με τρόπο σου μπαίνει στο χέρι σα σουβλί).

3. Ο ψηλός, άχαρος και άγαρμπος άνθρωπος.

Προκύπτει απ' το ότι γενικά το μαδέρι είναι κάπως και έχει ένα θέμα στην μετακίνηση-μεταφορά, στην όψη και στο ηχόχρωμα.

  1. - Θυμάσαι την τσοντοτράπουλα που είχαμε αγοράσει κάποτε σε κάποια ημερήσια εκδρομή από τα Τέμπη;
    - Ναι! Και εκείνον τον μαύρονε που βάσταγε στα χέρια του την πούτσα του και του έφτανε μέχρι το γόνα;
    - Χαχαχα! Καλέ τι μαδέρι ήταν εκείνο!

  2. - Γυναίκααα! τσάκω ένα μαδέρι! Άντε, γιατί τα δόντια μου έχουν γίνει ίσια από το πολύ κρέας που έχει μπει ανάμεσά τους.
    - (Τι άξεστος!) Οδοντογλυφίδα λέγεται χριστιανέ μου!

  3. - Ρε ψηλέ! δε βλέπεις; ο άνθρωπος θέλει βοήθεια, κουνήσου λίγο! τι μου κάθισες μέσ' στη μέση σα μαδέρι;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified