Έκφραση που εννοεί την σύναψη σχέσης ερωτικού περιεχομένου.

Κυρίως παιδική σλανγκ που δηλώνει πως μόλις απέκτησα γκόμενο/α.

Συναντάται επίσης και στην κλασσικότατη ερώτηση «Θέλεις να τα φτιάξουμε;» για να ακολουθήσει, τις περισσότερες φορές, η γνωστή χυλόπιτα.

Αντώνυμο: τα χαλάω.

- Κερνάω!
- Μπα! Πώς κι έτσι;
- Τα 'φτιαξα με τη Μαρία!
- Αλήθεια! Άσε, κερνάω εγώ.
- ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άηχη αποβολή εντερικών αερίων από τον πρωκτό.

Ύπουλη κλανιά που χτυπάει αθόρυβα. Εξέρχεται από την κωλοτρυπίδα σαν πνοή και όταν συμβεί σε ομάδα αγνώστων, κανείς μπορεί να υποπτευθεί ακόμα και τον εαυτό του. Αυτού του είδους οι πορδές καίνε. Αν υπήρχε μονάδα μέτρησης, η μπόχα τους θα έφτανε στην υψηλότερη κλίμακα.

Όπως ένα κούφιο δέντρο έχει φλοιό, αλλά δεν έχει κορμό, έτσι και η συγκεκριμένη κλανιά έχει μεν μυρωδιά, αλλά δεν έχει ήχο. Βλέπουμε εδώ την αλληγορία του ανολοκλήρωτου, του ημιτελούς σαν ένδειξη της μη ένδειξης και ολοκληρωτικής απουσίας της οντότητας (!!!).

Την συναντάμε επίσης ως κλούβια (ακριβώς λόγω της ομοιότητας με την μυρωδιά του κλούβιου αυγού), ως τζούφια, ως πούστικη, ως κενή, και ως σπίρτο.

- Τι έπαθες ρε μαλάκα;! γιατί είσαι δακρυσμένος;!
- Λίγο νερό!
- Λίγο νερό ρε παιδιά! ο άνθρωπος έχει χλομιάσει!
- Δεν κατάλαβα ακριβώς τι έγινε... μάλλον κάποιος άφησε στο ασανσέρ μια κούφια...

(από joe909, 24/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής ρήμα που εννοεί την πράξη της αφόδευσης δηλαδή την αποβολή των περιττωμάτων από τον πρωκτό κατά τη διαδικασία της πέψης.

Με λίγα λόγια είναι το χέσιμο στην γιαγιαδίστικη σλανγκ. Σκοπός του λήμματος είναι να καμουφλάρει τη χυδαιότητα που εκπέμπει το χέσιμο σαν λέξη και σαν έννοια και να του δώσει έναν πιο καθώς πρέπει τόνο.

Το λήμμα προέρχεται προφανώς από την θέση που παίρνει το σώμα όταν κάνουμε τα κακά μας, δηλαδή το χοντρό μας, δηλαδή όταν χέζουμε.

Στις μέρες μας το λήμμα σπανίως χρησιμοποιείτε με σοβαρό ύφος ενώ τις περισσότερες φορές λέγεται χάριν αστεϊσμού.

Η αποτυχία της μακροημέρευσης του λήμματος έγκειται στο ότι η κωδικοποίηση αυτή διαδόθηκε πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να ταυτοποιηθεί άμεσα με την ίδια την πράξη χάνοντας έτσι το νόημα της ύπαρξής της.

Έχω την εντύπωση ότι αντικαταστάθηκε από την γενική έκφραση «πάω στο μέρος», το οποίο σιγά-σιγά μετατράπηκε σε καμπινέ και κατέληξε να λέγεται τουαλέτα (κυρίως μετά την απενοχοποίησή της και την εδραίωση μέσα στα σπίτι μας), έκφραση που δεν φανερώνει την άμεση επιθυμία μας για τα τεκταινόμενα μέσα σε αυτό.

  1. - Χα χα! εξάρες!
    - Γκγκχχμμ.
    - Τι έχεις βρε Μανώλη; Μια ώρα τώρα σε γλέπω και σφίγγεσαι!
    - Κωστή συγνώμη αλλά θα το τελειώσομε μετά το πλακωτό. Πρέπει να πάω να κάτσω.

  2. - Αργείς;
    - Κάθομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που φανερώνει ικανότητα, επιδεξιότητα και γνώση του εκφέροντα για ένα θέμα η μία πράξη.

Η κτητικότητα που αποπνέει η έκφραση δημιουργεί μια αίσθηση βεβαιότητας και σιγουριάς να πλανάται στην ατμόσφαιρα, ειδικά αν εκφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις, χωρίς το αποτέλεσμα να επιβεβαιώνει πάντα την αίσθηση αυτή.

Εκφέρεται σε στιγμές ξερολιάς / μπορολιάς, επιδειξιομανίας ή απλής επιθυμίας για αληθινή προσφορά στο σύνολο και στο γενικότερο καλό.

1.-Εδώ! Πάσα!
-Τόχω!
-Πάσα ρε!
-Τόχω τόχω!
-ΠΑΣΑ ΡΕΕΕΕ!
-ΤΟΧΩ ΤΟΧΩ ΤΟΧΩΩΟΟοοόχι ρε πούστη μου (άουτ)...

2.[ψιθυριστά]
-(ποιο απ' τα δύο καλωδιάκια να κόψω τελικά; το κόκκινο ή το μπλε;)
-(με το κόκκινο θα γίνει έκρηξη!)
-(όχι, με το μπλε θα γίνει!)
-(φιλαράκι, το έχω! δώσε το πενσάκι εδώ)
[κλακ]
[μπαμ!]

(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζουν βίαιες χειρονομίες / βιαιοπραγίες ενός ή περισσοτέρων ατόμων προς ένα ή περισσότερα άτομα, χρησιμοποιώντας μέλη του σώματος ή και διάφορα αντικείμενα, με σκοπό την κακοποίηση και την επιφορά σωματικών βλαβών.

Λαμβάνουν χώρα κυρίως σε εξωτερικούς χώρους, μιας και δημιουργούνται συνήθως από μεγάλη μάζα ατόμων που την αποτελούν διαδηλωτές ή οπαδοί, οι οποίοι όμως προκαλούνται κατά κανόνα από μπάτσους. Η φορά του λήμματος είναι προς τους μπάτσους (εφόσον υπάρχουν) και σχεδόν ποτέ από.

Οι πιο συχνοί συνδυασμοί στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είναι όταν πλακώνεται: α) όχλος με μπάτσους, β) όχλος με όχλο, γ) μικρή ομάδα ατόμων (μ.ο.α.) με μπάτσους, δ) μ.ο.α. με μ.ο.α., ε) άτομο με μπάτσο και σπανιότερα στ) άτομο με άτομο.

Τέλος, εκτός από τα ακατάσχετα κλωτσομπουνίδια, πέφτουν και ορισμένα αντικείμενα, τα οποία χρήζουν αναφοράς. Έτσι τα δημοφιλέστερα αυτών είναι οι πέτρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται κομμάτια πεζοδρομίου και διάφορα παράγωγα τσιμέντου και ασφάλτου, οι μολότοφ, τα καδρόνια, οι σιδερολοστοί, αλλά και εξαρτήματα τουαλέτας (σιφόνια, λεκάνες κ.α.), όταν συμβαίνουν εντός γηπέδου ή άλλου κλειστού χώρου.

Πιθανή προέλευση του λήμματος είναι ο παραλληλισμός, μέσω ποδοσφαίρου, του σουτ με την κλοτσιά. Στην συνέχεια το σουτ ελληνοποιήθηκε, πήρε κατάληξη πληθυντικού και πλέων έτσι χρησιμοποιείται μονίμως.

Συνώνυμα: βρωμόξυλο, μπουνίδι, μάπες κ.α..

- ...και σας κάναμε ντου δέκα άτομα μέσα στα λεωφορείο και πάλι σούτια φάγατε!
- Αφού μπουκάρατε με τις μπάτσοι μέσα ρε μουνί! αλλά μετά, για θυμήσου καλά, ποιος έφαγε τα σούτια; ποιος έτρεχε έξω από το λεωφορείο αρπαγμένος από μολότοφ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος κουρέματος, γνωστότατο στην αργκό των κομμωτών, το οποίο είναι κοντό καρέ που τελειώνει σε απόλυτη ευθεία στο ύψος των αυτιών. Η ονομασία του προέρχεται, προφανώς, από την ομοιότητα του κουρέματος με καπελάκι.

Έδωσε βροντερό παρών στα τέλη του 80 με αρχές του 90, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες βρίσκοντας όμως συντριπτικά περισσότερη εφαρμογή στα ανοιχτόχρωμα αγοράκια.

Η κόμμωση ήταν λιγάκι εξεζητημένη (γι αυτό το επέτρεπαν μόνο οι προχώ γονείς στα παιδιά τους) με αποτέλεσμα σχεδόν όλα τα κοριτσάκια να προτιμούν τους κατόχους της, για τον ίδιο λόγο που τα αγοράκια δείχνανε ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτές που φορούσανε φούστα λαμπάντα ή φούστα-μπλούζα με κρόσσια (τα οποία δεν ήταν ξεχωριστά αλλά αποτελούσαν προέκταση του υφάσματος και δημιουργούνταν από το κάθετο και περίτεχνο σκίσιμο της μπλούζας) ή, ίσως σε λίγο μεγαλύτερες ηλικίες, πουκάμισο δεμένο κόμπο στο κάτω μέρος του και άλλα τέτοια ωραία.

Κατά την συγγραφή του λήμματος ανακάλυψα ότι αποτελεί υποκατηγορία του καρεδάκια και ότι στην Αγγλική συναντάται είτε ως bowl cut, είτε ως mushroom cut και σπανιότερα ως pot cut (απ' όπου και τα μύδια).

- Μαμά μαμά μαμά! θέλω κι εγώ να κουρευτώ καπελάκι!
- Σκάσε βλαμμένο! αυτά είναι του διαβόλου!

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για το μέρος εκείνο το οποίο εξυπηρετεί στην απόθεση και ομαλή προώθηση των ούρων, πολλές φορές και των κοπράνων, προς το αποχετευτικό σύστημα.

Είναι σύνθετη λέξη η οποία αποτελείται από το πιπί που, στα μωρουδίστικα, σημαίνει τσίσα (όπως τσιτσί είναι το κρέας, λολό το νερό, τουτού το αυτοκίνητο και άλλα τέτοια περίεργα) και το ρουμ (room), που στα Αγγλικά σημαίνει δωμάτιο.

Το λήμμα απευθύνεται σε κάθε είδους τουαλέτα στην οποία μπορείς να κάνεις και το ψιλό σου και το χοντρό σου και πολλές φορές ακόμα και να μπανιαριστείς.

Χρησιμοποιείται κυρίως για δημόσιες ή τουαλέτες εστιατορίων και καφετεριών, ενώ αν χρησιμοποιείται στις οικιακές τουαλέτες είναι γιατί ο συνηθέστερος λόγος που τις επισκέπτεται κανείς είναι για να κατουρήσει.

Το λήμμα πιθανόν να προϋπήρχε, άλλα μετά την δημόσια εμφάνισή του στο σίριαλ «της Ελλάδος τα παιδιά» (εκστομίστηκε από τον Μπέζο) η δημοτικότητα και η χρήση του εκτινάχθηκε στα ύψη.

Συνώνυμα: μέρος, βεσέ, καμπινές, καλ(λ)ιόπη κ.α..

«...με αγχωνει το γεγονος οτι πινω συνεχεια νερα και θελω να πηγαινω συχνα τουαλετα(στην τελευταια μου δουλεια με κοροιδευαν επειδη καθε 20 λεπτα πηγαινα στο πιπι-ρουμ...)» από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε άτομα του περιθωρίου, κατωτάτης κοινωνικής υποστάθμης, που έχουν κατέβει δηλαδή όλα τα σκαλιά της παρακμής (όπως αναφέρει και ο silencer51).

Έτσι, όπως το ρετάλι κυριολεκτικά είναι απομεινάρι από μεγάλο κομμάτι υλικού, όπως ύφασμα, σύρμα, σκοινί, λαμαρίνα κ.α., μεταφορικά είναι, κατά μία έννοια, απομεινάρι ανθρώπου.

Το λήμμα βέβαια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με την καλή έννοια για να καταδείξει άτομο χαλαρό, ενάντια στο σύστημα και τον καθωσπρεπισμό, ψιλοχύμα και μπορεί και ψιλοαναρχικός αλλά τουλάστιχον, γενικότερα, αριστερός και τις περισσότερες φορές καλό παιδί.

Συνώνυμα: παρτάλι, ρεμάλι, κουρέλι κ.α..

- Καλά, στα αρχίδια σου όλα ε; Είσαι μεγάλο ρετάλι! Πού πας ρε με τη μολότοφ στη κωλότσεπη;
- Τι, φαίνεται;!
- Αν φαίνεται; Μπαμ κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται για πτώση κατά μήκος σκαλοπατιών, κυρίως όταν είμαστε στο κατέβασμα.

Συμβαίνει συνήθως από παραπάτημα λόγω βιασύνης, από γλίστρημα, από μπουρδούκλωμα σε αναδιπλωμένο χαλάκι ή ακόμα και λόγω ελαττωματικού σκαλοπατιού.

Ο πιο ήπιος τρόπος να «μετρήσεις» τις σκάλες είναι όταν αυτές είναι πλατιές και ξύλινες ή και έχουν καλά στερεωμένο παχύ χαλί. Ιδιαίτερα επώδυνες είναι οι μαρμάρινες και οι μεταλλικές σκάλες υπηρεσίας (αυτές οι πολύ στριφογυριστές), στις οποίες, στο τελείωμα του «μετρήματος», λόγω του σχεδιασμού τους, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχεις δεθεί κόμπος.

Τέλος σχετικά ήπιες είναι και οι σκάλες των πολυκατοικιών που, αν και συνήθως μαρμάρινες, έχεις δυνατότητα να σταματήσεις στο πλατύσκαλο, ενώ αν και χαρκορίλα, στην πτώση από φορητή αλουμινένια σκάλα εργασίας, δεν χρησιμοποιείται τόσο η παρούσα έκφραση.

(αληθινός διάλογος)
- Ρε φίλε! Τι μελανιές είν' αυτές;!
- Φαίνονται;
- Αν φαίνονται; είσαι μπλε σαν στρουμφάκι! Τι έγινε;
- Ε, να, χτύπησε το τηλέφωνο και βγήκα απ' το μπάνιο γυμνός και με τις σαπουνάδες, φόρεσα τις σαγιονάρες, και όπως κατέβαινα τις μαρμάρινες σκάλες τις μέτρησα κανονικά!
- Και;
- Τι και;
- Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταμεσονύχτιο μαγαζί που προσφέρει βαριά λαϊκή μουσική και ποτό αμφιβόλου ποιότητος ενώ προσφέρεται για υπερβολές και ασωτίες σε άτομα που θέλουν να καούν ή που είναι ήδη καμένα.

Τέτοια μαγαζιά είναι κυρίως συνοικιακά σκυλάδικα που οι τοίχοι τους έχουν ποτίσει από μυρωδιά τσιγάρου και οινοπνεύματος με χαρακτηριστικά λιτό ντεκόρ περασμένων δεκαετιών ενώ σε καμία περίπτωση δε διαθέτουν ζωντανή μουσική.

Δεν είναι κωλόμπαρα αλλά ούτε απέχουν και πολύ απ' αυτά ενώ διαθέτουν φανατικούς θαμώνες, αρκετούς με λερωμένο ποινικό μητρώο.

Συνώνυμα: μπιστολάδικο, μπουζουκλερί, γαβγάδικο κ.α..
Σχετικό: τελειωμενάδικο.

- Τι να απέγινε ρε 'συ ο Στέλιος ο δάσκαλος;
- Πάει αυτός, χάθηκε. Μέτα που βγήκε από τη στενή συχνάζει όλο σε κάτι καμενάδικα, σ' αυτά που σου βάζουν ουίσκι από μπουκάλι με δίχως μπίλια και ανοίγουν σαμπάνιες χωρίς αλκοόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified