1. Επιταχύνω, γκαζώνω, τρέχω, βάζω τα δυνατά μου, με πιάνει κωλοπιλάλα.

  2. Χέζω: Χρησιμοποιείται κυρίως σε εξτρίμ καταστάσεις, όταν ας πούμε έχεις να αντιμετωπίσεις κουράδα «εγκεφαλικό» ή «Κινγκ Κονγκ».
    Συνοδεύεται από μούγκρισμα αυξανόμενης έντασης και καταλήγει σε στεναγμό ανακούφισης. (παράδειγμα 4)

  1. - Ρε! Αύριο λήγει το ντεντ λάιν και εσύ παίζεις πασιέντζα;
    - Έλα μωρέ! Τρία άρθρα μείνανε, θα μαρσάρω αύριο το πρωί και το μεσημέρι θα είσαι έτοιμος για τυπογραφείο. Πιάσε μπύρα κι άραξε...

  2. Αυτό, όμως, μπορεί να αλλάξει απότομα, από τη μια στιγμή στην άλλη... Πώς; Αν (και όταν) αποφασίσει η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά να «μαρσάρει»! εδώ

  3. «Μαρσάρει» η επένδυση
    Ανοίγει οριστικά ο δρόμος για την κατασκευή του μεγάλου έργου του Αυτοκινητοδρομίου της Πάτρας μετά την χθεσινή ομόφωνη απόφαση της Γνωμοδοτικής Επιτροπής με την οποία το έργο εντάσσεται στον Αναπτυξιακό Νόμο. εδώ

  4. - Δεν είναι εδώ ο Γιώργος;
    - Στην τουαλέτα
    - Θα αργήσει;
    - Μαρσάρει εδώ και μισή ώρα... ε, σε κανένα τεταρτάκι θα βγει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπου στα μεσο-τέλη των ογδόνταζ, και πριν επικρατήσει ο όρος βρώμικο, κυκλοφορούσε το αρκουδολουκάνικο, με τον προσδιορισμό αρκουδοαίματος.

Ο όρος δεν επικράτησε, ίσως γιατί ήταν δεσμευτικός σε σχέση με το κρέας που προσφερόταν, ίσως γιατί ήταν δύσκολο να το προφέρεις μέσα στην σούρα, ίσως γιατί το βρώμικο ήταν (και είναι) πιο περιγραφικός όρος.

Προέρχεται από το «Ο Αστερίξ στους Βελβετούς»

- Πάμε Μαρινέρο να τσιμπήσουμε κάτι;
- Δεν πάμε Μαβίλη για αρκουδολουκάνικο;
- Αρκουδοαίματος; Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: το μηχανόλαδο που αναμειγνύεται με το καύσιμο για την λίπανση δίχρονου κινητήρα (βλέπε διχρονίλα, ξερό, λαδιέρα)

Σλανκιά: ύποπτης ποιότητας τηγανόλαδο ή λάδι μαγειρεμένο και, σπανιότερα, λάδι σαλάτας (ωμό).

  • Συνηθέστερο όλων το τηγανόλαδο, που μπορεί να έχει να αλλαχτεί από τότε που βγήκαν οι λάσπες με αποτέλεσμα να πέφτει η πατάτα στο στομάχι σαν πέτρα και να ενοχλούνται ακόμα και όσοι τρέφονται με βρώμικα.
  • Το διχρονόλαδο στα μαγειρευτά είναι πιο ύπουλο, ιδίως αν ο μάστορας έχει φροντίσει να καλύψει την μπόχα με μπαχαρικά, μυρωδικά κλπ. Ο ανυποψίαστος πελάτης γεύεται με βουλιμία τα εδέσματα, φεύγει ευχαριστημένος και σε μισή, το πολύ μία ώρα, αρχίζουν τα βάσανα.
  • Το διχρονόλαδο στη σαλάτα είναι η απόλυτη ένδειξη ότι ο μαγαζάτορας δεν δίνει δεκάρα για την φήμη του (η επόμενη ταβέρνα είναι 15 χλμ μακριά), έχει στενή συγγένεια με τις αρχές του χωριού (και της πιο κοντινής πόλης), δεν έχει ενδοιασμούς να σου σερβίρει κατσαρίδες μαζί με τα μακαρόνια και να σου κάνει και πλάκα ότι δεν θα σου τις χρεώσει έξτρα.

Συμπτώματα: στομάχιασμα, καούρες, τάση για εμετό, ξηροστομία, κροκοδείλιασμα, υπερβολική κατάποση σόδας-κοακόλα και λοιπών γιατροσοφίων.

Αποτέλεσμα: τα πιο ευαίσθητα στομάχια αρνούνται να φάνε σε οποιαδήποτε ταβέρνα δεν έχει δοκιμαστεί από εξίσου ευαίσθητα στομάχια.

Σημείωση: αναφέρεται κυρίως σε ταβέρνες και εστιατόρια και όχι σε βρομικάδικα ή παντός είδους τζανκ, καθώς η ποιότητα υλικών των δεύτερων δεν αμφισβητείται, είναι βέβαιο ότι είναι κακή.

  1. - Τι λάδι έβαλες στην σαλάτα ρε μάνα;
    - Καλό είναι; Το πήρα να το δοκιμάσουμε
    - Τι καλό; Σκέτο διχρονόλαδο είναι. Στράγγιξέ την και βάλε ξίδι μήπως και ισιώσει

  2. - Το καλοκαίρι θα πάω στην Ανάφη, στο Ρούκουνα.
    - Μακριά από το διχρονόλαδο της παπαδιάς, ακόμα και την σαλάτα με δίχως λάδι να την παραγγείλεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κορκοδειλιάζω.

Μονολεκτικά η έκφραση γίνομαι κροκόδειλος, ή και κορκόδειλας.

Το προσθέτω με την επισήμανση ότι, εκτός από το γίνομαι αλοιφή, κόκαλο, κουνουπίδι, γκολ, κουρούμπελο, σκνίπα, λιάρδα κλπ, σημαίνει και ότι έχω φάει τόσο πολύ που δεν μπορώ να σηκωθώ από το τραπέζι ούτε καν για τσιγάρο. Περιμένω υπομονετικά τον πιο χαρμάνη μαζεύοντας όλες μου τις δυνάμεις, ώστε την κατάλληλη στιγμή να φωνάξω: «και τα δικά μου». Χαρακτηριστική κατάληξη γιορτινού τραπεζιού.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε περιπτώσεις υπνηλίας χωρίς να έχει προηγηθεί κραιπάλη, π.χ. από συσσωρευμένη κούραση.

Προέρχεται από την παρατήρηση του συμπαθούς ερπετού σε ζωολογικούς κήπους, τσίρκα και άλλα ευαγή ιδρύματα να κάθεται με τις ώρες στην ίδια θέση ακούνητο και με το στόμα μισάνοιχτο και αναρωτιόμαστε αν είναι ζωντανό ή βαλσαμωμένο.

- Πήγατε για τρέξιμο εχθές με τον Μάκη;
- Ποιο τρέξιμο. Παρήγγειλε ούζα και μεζέδες, μας βάρεσε και ο ήλιος… άσ' τα, κορκοδειλιάσαμε. Πάω να την ξαναπέσω.

(από salina, 07/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευτόμπατσος, το αποπαίδι της μπλε φυλής.

Κατά τον νόμο δεν συγκαταλέγεται στα όργανα της τάξεως, αλλά στο προσωπικό ασφαλείας, μαζί με τους ρεσεψιονίστ και τις καθαρίστριες, εξ ου και χλευάζεται περισσότερο από τα μέλη της φυλής του παρά από τους απέξω. Κακώς βέβαια γιατί η εκπαίδευσή του είναι ιδιαιτέρως σκληρή. Ενίοτε αποκαλούμε έτσι τους μπάτσους για να τους μειώσουμε.

Σλανγκικώς, χρησιμοποιείται αντικαθιστώντας το μπάτσος και τα παράγωγά του, όταν θέλουμε να δώσουμε μία ανάλαφρη νότα, μια χαριτωμενιά ή την αίσθηση απαξίωσης:
«Σεκιουριτάς στ’ αρχίδια μας», «καθίστε καλά δεν θα σας κάνω εγώ τον σεκιουριτά», «- θα φωνάξω την αστυνομία - σιγά μην φωνάξεις και τα σεκιούριτι» κλπ. Σπανιότερα δε, αντικαθιστά τον ρουφιάνο, με την έννοια ότι κάθεται στην γωνία και κόβει κίνηση, κάνει δηλαδή την δουλειά μίας κάμερας ασφαλείας.

Το ΠροΠο, οι καραφλοί, τα ΜΜΕ και οι εταιρίες που τους εκμεταλλεύονται, προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν είμαστε ασφαλείς και μας πουλάν την ψευδαίσθηση ότι βάζοντας έναν μπάστακα και μία κάμερα σε κάθε γωνία θα μπορούμε να κυκλοφορούμε ακόμα και το βράδυ χωρίς να φοβόμαστε, γιατί τώρα φοβόμαστε…

Οι μόνοι που δέχονται την αναγκαιότητα και την χρησιμότητα των σεκιουριτάδων είναι οι ίδιοι που δέχονται και την χρησιμότητα των μπάτσων, των δημομπάτσων, των τροχόμπατσων, των λιμενόμπατσων και, τέλος πάντων, όλων των σωμάτων ασφαλείας, δηλ οι μπατσόκαρδοι, οι στρατόκαυλοικαι οι φιλήσυχοι πολίτες.

Διακρίνονται δύο υποομάδες, πολλές φορές αναγνωρίσιμες και με γυμνό μάτι, όχι μόνον λόγω σωματικής διάπλασης (που δεν είναι ασφαλές κριτήριο, άλλωστε και τα φαινόμενα απατούν και δεν πρέπει να κρίνουμε από το πακέτο), αλλά κυρίως από το βλέμμα τους:

*[i]Υποομάδα 1: οι συμπαθείς*[/i]

«τι να κάνω ρε παιδιά, ένα μεροκάματο πάω να βγάλω μέχρι να βρω μία δουλειά της προκοπής. Ο φίλος σου που δουλεύει στην πιτσαρία δεν μπορεί να με συστήσει για ντελιβερά; Να του δώσω ένα βιογραφικό;»

Αποφεύγουν να κοιτάξουν τον πολίτη στα μάτια παρά μόνον εάν δουν ότι ζητά πληροφορίες. Δεν είναι από φόβο, είναι από ντροπή μήπως συναντήσουν κάποιον γνωστό τους.

Είναι αυτοί που όταν δουν να μπαίνει στον χώρο δικαιοδοσίας τους «ύποπτο άτομο»(*) θα γυρίσουν την πλάτη με την πρόφαση ότι θέλουν να βοηθήσουν την γιαγιά που ψάχνει να βρει το ασανσέρ, να χαϊδέψουν το παιδάκι που περνάει δίπλα τους κλπ. Δεν αντέχουν πολύ, αφού ούτε οι ίδιοι δεν πιστεύουν στην αναγκαιότητα της ύπαρξής τους, και μετά από μερικούς μήνες παραιτούνται (υπάρχουν και τέτοιοι μπάτσοι, αλλά αυτοί δεν έχουν τρόπο διαφυγής, μετά από χρόνια στα θρανία και όνειρα για μονιμότητα το μόνο που τους απομένει είναι είτε να αλλάξουν και να γίνουν ίδιοι με τα σκατά είτε να έχουν την κατάληξη του Σέρπικο).

Είναι οι μόνοι απ΄ όλα τα σώματα ασφαλείας που δεν ρίχνουν ξύλο αλλά σερβίρουν και προστατεύουν.

(*) Ως «ύποπτα» θεωρούνται τα άτομα που είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν το μετρό χωρίς να χτυπήσουν εισιτήριο, να μπουν σε δημόσια υπηρεσία και να απαιτήσουν να εξυπηρετηθούν, ή που κρίνεται ότι δεν θα ξοδέψουν αρκετά ώστε να θεωρηθούν καλοί πελάτες.

*[i]Υποομάδα 2α: οι θέλω-να-γίνω-μπάτσος-στην-θέση-του-μπάτσου*[/i]

«...να με έβλεπες εμένα στα ΟΥΚ… αλλά δεν είχα μυαλό να παραμείνω, μπορεί τώρα να ήμουνα δεκανέας… είναι και που δεν έβγαλα και το γυμνάσιο…»

Ανθρωπότυπος Κ.Δ.Ο.Α., έχουν υπηρετήσει στα κομάντα και ήταν η ωραιότερη περίοδος της ζωή τους.

Οποιοσδήποτε βρεθεί στον χώρο που φυλάσσουν θα σκαναριστεί από το έμπειρο βλέμμα τους εξονυχιστικά, μέχρι να φύγει απ’ το οπτικό τους πεδίο, εκτός κι αν κριθεί «ύποπτος», οπότε και θα τον ακολουθήσουν κάνοντας αισθητή την παρουσία τους. Είναι οι πιο επικίνδυνοι διότι όνειρό τους είναι να γίνουν ρόμποκοπ και για να το πετύχουν είναι ικανοί να κάνουν οποιαδήποτε ταρζανιά, αδιαφορώντας για το αν θα βάλουν τον κόσμο σε κίνδυνο, με απώτερο σκοπό να τους σφίξει το χέρι ο διοικητής του τοπικού τμήματος, και έτσι να τον παρακαλέσουν να πει έναν καλό λόγο στους ανωτέρους του για να μπουν απ’ το παράθυρο στο μπατσοχώρι.

Η ομοιότητα με τους μπάτσους δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι φοράν και αυτοί στολή ή ότι περιπολούν με (ψευτο)καρούμπαλα και ύφος σερίφη, περισσότερο θα έλεγα ότι είναι η επιθυμία τους να τους μοιάσουν κρατώντας τα χαρακτηριστικά που όλοι αγαπάμε, της ευγένειας, της προσήλωσης στο καθήκον με ταπεινότητα και αυταπάρνηση, βάζοντας πάνω απ’ όλα το συμφέρον και την προστασία (της ζωής και της περιουσίας) του πολίτη, θέτοντας εαυτόν στην πρώτη γραμμή απέναντι στην αδυσώπητη μάχη με τους εγκληματίες.

[i]Υποομάδα 2β: οι παλιοί μας φίλοι - «Έχεις κάνει κράτηση;»[/i]

Ίδιοι με τους προηγούμενους. Αυτοί δεν έχουν προϋπηρεσία στα ΟΥΚ αλλά στις φυλακές, είναι δικτυωμένοι στην νύχτα και τα νυχτομάγαζα αλλά και στις συναυλίες. Γνωστοί από πολύ παλιά, με ονόματα όπως μπράβος, γορίλας, πόρτα, ντουλάπα (δίφυλλη, τρίφυλλη), φουσκωτός κλπ.

Θα μπορούσαμε να τους παραλληλίσουμε με ασφαλίτες, καθώς δεν φοράν στολή αλλά πολιτικά, ώστε να είναι εναρμονισμένοι με το περιβάλλον (φθηνό φθαρμένο κοστούμι σε σκυλάδικα, κυριλέ σε κλαμπ, τζιν πέτσινα σκουλαρίκια σε συναυλίες κλπ).

Δεν μιλάνε, βαράνε.

[i]Μερικές Χρηστικές Πληροφορίες:[/i]

  • Επειδή οι σεκιουριτάδες δεν είναι μπάτσοι, δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν ελέγχους ταυτοποίησης* (να ζητήσουν ταυτότητα), ή έλεγχο σε τσάντες ή σωματικό έλεγχο, αλλά μπορούν να καθηλώσουν τον «ύποπτο», ή να τον συνοδεύσουν στο πλησιέστερο τμήμα και να αναλάβουν τα επίσημα όργανα.
  • Δεν έχουν δικαίωμα να οπλοφορούν** όμως, όπως όλοι οι πολίτες, μπορούν σαν ιδιώτες να βγάλουν άδεια οπλοφορίας (και άρα να οπλοφορούν), αλλά και οι εταιρίες προσλαμβάνουν (αν και απαγορεύεται) είτε συνταξιούχους είτε εν ενεργεία μπάτσους, οι οποίοι, βεβαίως, οπλοφορούν.

[I]* Οι σεκιουριτάδες που εκτελούν χρέη ρεσεψιονίστ έχουν το δικαίωμα και να ζητούν ταυτότητα και να καταγράφουν τα στοιχεία στο βιβλίο επισκεπτών, αλλά και να κρατήσουν την ταυτότητα μέχρι την έξοδο του επισκέπτη από το κτήριο, ανάλογα με τον κανονισμό της εταιρίας που φυλάσσουν. ** Ο νόμος 3707/2008, δίνει την δυνατότητα οπλοφορίας σε υπαλλήλους που εκτελούν χρηματαποστολές, αλλά και φρούρηση σε «δημόσια καταστήματα, τράπεζες, μουσεία, οικήματα που έχουν ανάγκη ειδικής προστασίας, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ή άλλων μεγάλης αξίας και σπουδαιότητας εγκαταστάσεων»[/I]
(σ.ς. σαφέστατος και αυτός ο νόμος)


Παραγγελιά της ironick στο Δ.Π.

  1. Το νέο Μνημόνιο και οι σεκιούριτι του Τόμσεν. Οι απαιτήσεις των ελεγκτών της τρόικας, οι συζητήσεις με τους υπουργούς και πώς μοιράζουν τους ρόλους του καλού και του κακού
    Από δώ

  2. Πρόκειται για μία προφανή συμπαιγνία μεταξύ των ιδιωτικών εταιριών και του κράτους το οποίο χρησιμοποιεί την τροχαία που πληρώνεται από τον ελληνικό λαό σαν ιδιωτική εταιρεία - σεκιούριτι της πολυεθνικής από κει

  3. Τα σεκιούριτι των δασών
    Ενα σύστημα ευφυών αισθητήρων που ανέπτυξαν επιστήμονες του ΕΜΠ φιλοδοξεί να γίνει ο φύλακας άγγελος των ελληνικών δασών. Το ΟΙΚΟ συνάντησε τους εμπνευστές στο δάσος της Νέας Πεντέλης όπου γίνεται η πιλοτική λειτουργία του και σας παρουσιάζει την πιο «πράσινη» τεχνολογία που αναπτύχθηκε ποτέ στη χώρα από πέρα

(από salina, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γατοκαβγάς που, αν και προσομοιάζει με το βαράτε, δηλαδή δεν πέφτουν κλωτσομπουνίδια, θεαματικές κλωτσιές με περιστροφή στον αέρα, τεχνικά άρτια ντιρέκτ, κροσέ και άπερκατ, τεχνικές του κικ μπόξινκ, κουνκ φου κλπ, πάντοτε προσελκύει το ενδιαφέρον και την προσοχή, ιδιαίτερα του ανδρικού πληθυσμού.

Θεωρείται τρε καυλωτίκ, τόσο μάλιστα που πολλοί δεν μπορούν να επιλέξουν μεταξύ αυτού και του λεσβιακού σεχ (βλ. 1ο μήδι).

Το αρχαϊκό μαλλί με μαλλί τείνει να εξαφανιστεί και την θέση του παίρνει το εξτένσιον με εξτένσιον:

1ον γιατί οι γκόμενες με εξτένσιον είναι πιο επιρρεπείς στους μεταξύ τους τσαμπουκάδες*
2ον γιατί είναι πιο εντυπωσιακό και αξιομνημόνευτο όταν αποχωρούν η μία με τα μαλλιά της άλλης στο χέρι, και 3ον η αφαίρεση της πρώτης τούφας σηματοδοτεί την λήξη του καβγά και την επέμβαση των τολμηρότερων (αφού θα τις φάνε τις ψιλές τους) θεατών, δηλαδή κάτι σαν το κουδούνι στο ρινγκ.

**ρατσιστικό και κλισεδιάρικο, υπό την έννοια ότι οι γκόμενες που (παρα)προσέχουν την εμφάνισή τους είναι ικανές για μαδομούνι όταν η μία κοιτάξει τον γκόμενο της άλλης*

Μαλλί με μαλλί πιάστηκαν Φουρέιρα – Χατζηγιάννη από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι χαζός.

Έχει διαφορετική χρήση από το χαζεύω, καθώς το χάζεμα έχει στιγμιαία επιρροή στο άτομο, ενώ το χάζωμα διάρκεια, δηλαδή κάποιος που χαζώνει δεν είναι σίγουρο ότι θα επανέλθει σε φυσιολογική κατάσταση.
Άλλο το «χαζεύω τις βιτρίνες» και άλλο το «χαζώνω με τις ειδήσεις».

  1. - Πάμε για κανένα ποτό το βράδυ;
    - Μπα, θα χαζώσω στην τηλεόραση και μετά θα πέσω για ύπνο.

  2. - Τι κάνει ο Γιώργος;
    - Από τότε που έμπλεξε με την Γιώτα έχει χαζώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουβάς (Λακωνική διάλεκτος).

Αρχικά σήμαινε την ταΐστρα των ζώων, τον τορβά, και γι αυτό ίσως ετυμολογείται από το ιταλικό testa = κεφάλι.

(αθηναία που μόλις έμαθε τρεις καινούργιες λέξεις και κατάφερε να τις βάλει σε μία πρόταση)
- Μού 'χει κατσικωθεί να πάρω την τέστα και να σε κάνω τσουπλί.

(από salina, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην Λακωνική διάλεκτο σημαίνει μούσκεμα, βρεγμένος ως το κόκαλο, παπί.

  2. Στην Κουμιώτικη διάλεκτο σημαίνει γυμνός.

  1. «Πώς μπλαματσάς μέσ' στ'αυλάκι κι είσαι τσουπλί το ξέρει η μαμά;» από εδώ

  2. Στέκονταν «τσουπλί», όπως λένε στην Κουμιώτικη γλώσσα, δηλαδή μαδαρές (γυμνές) και ολοτσούπωτες (ολόγυμνες) για να ιδούν τον καλό τους.
    Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από σειρά διαφημίσεων για παγωτά. Άλλες της σειράς ήταν Φανταστικέ Πατέρα και Φανταστικέ θαλασσόλυκε.

Ως δεύτερο συνθετικό χρησιμοποιούμε ένα από τα προαναφερθέντα ή τον τίτλο αυτού που γλείφουμε (προϊστάμενε, λοχαγέ, φίλε κλπ).

Ο ορισμός του γλειψιματία. «μη μην υπογράφετε εκεί (στην κλήση) μπορεί να χαθεί και είναι κρίμα, εδώ υπογράψτε, στο μπλουζάκι μου».

Χρησιμοποιείται αντί για το σλουρπ! και καλά για να καλοπιάσουμε αυτόν που μετά θα πηδήξουμε.

Οι στενότεροι συνεργάτες έξι τηλεαστέρων μιλούν για τους προϊσταμένους τους, τα χούγια και τα ελαττώματά τους. Τι ανακαλύψαμε; Μα, ότι είναι όλοι ειλικρινείς, καλοσυνάτοι, με το χαμόγελο στα χείλη! (Από εδώ) Ε, φανταστικέ προϊστάμενε;

(από salina, 16/09/10)Αν θέλετε να γλείψετε... (από Galadriel, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified