Μεταφορικά, το πολύ μεγάλο πέος.
Είχε χτες στο συνδρομητικό μια πορνοταινία με έναν μαύρο που είχε ένα αγγούρι 3 μέτρα!
Μεταφορικά, το πολύ μεγάλο πέος.
Είχε χτες στο συνδρομητικό μια πορνοταινία με έναν μαύρο που είχε ένα αγγούρι 3 μέτρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Γρήγορα, στη στρατιωτική γλώσσα.
- Γεωργίου, φύγε σφαιράδην μέχρι την πύλη να φέρεις το βιβλίο αναφοράς!
Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος / σούμπιντος, ο, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στη στρατιωτική γλώσσα, η Χίος.
-Πού υπηρέτησες;
-Στην Ουργία...
Got a better definition? Add it!
Published
Αντικείμενο πολυχρησιμοποιημένο, με φθορές, που βγάζει πολλά προβλήματα και δεν συμφέρει να το έχουμε στην κατοχή μας και να το συντηρούμε. Συνήθως πρόκειται για αυτοκίνητα, μηχανάκια κλπ.
Κοίτα καπνούς που βγάζει το μπροστινό αμάξι! Καλά τώρα είναι δυνατόν να πέρασε ΚΤΕΟ αυτό το ρημάδι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαϊδευτικά το αιδοίο, που, όπως το συμπαθές ζωάκι, αρέσκεται στα χάδια και τα παιχνίδια.
- Καλέ βγάλε το χέρι σου απο τη φούστα! - Αφού είμαστε στο σινεμά ποιος θα μας δει; Άσε με να χαϊδέψω λίγο το γατάκι!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μαλθακός άνθρωπος, αυτός που δεν τυγχάνει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους άλλους.
Συνήθως εννοούμε και τον αγύμναστο, με πλαδαρό σώμα.
-Κοίτα ρε φίλε αυτή τη δίμετρη κοπέλα τι χαλβά συνοδό έχει! Πώς γίνεται αυτό; -Αν είχες και συ μια SLK cabrio θα έβλεπες πώς γίνονται αυτά...
Δες και χαλβέτι, χαλβάς και χαλβάδιασμα.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στρατιώτης που έχει υπηρετήσει λίγους μήνες θητείας. Χρησιμοποιείται και σαν προσφώνηση από τους παλαιότερους στη μονάδα.
Νέος! Θα πήξεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γυναικάς, ο γκομενάκιας.
- Πάλι με άλλη γυναίκα είναι ο Γιώργος; Βρε τον κεραμιδόγατο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το διακριτικό των υπαξιωματικών στο στρατό.
Αφορά δεκανείς, λοχίες, επιλοχίες, αρχιλοχίες.
- Ρε σειρά τι βαθμό έχει αυτός ο αξιωματικός;
- Δεν ξέρω, μέτρα τις σαρδέλες και θα καταλάβεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εννοούμε κάτι που τελικά δεν άξιζε τα λεφτά του και μετανιώσαμε για το χρόνο και το χρήμα που του αφιερώσαμε.
- Πήγα με την Ελένη στο σινεμά να δούμε μια ελληνική ταινία, και ήταν μια πατάτα τελικά. Τσάμπα τα λεφτά που πληρώσαμε. Φύγαμε στη μισή ώρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified