Η σαβούρα, περιττά πράγματα, στην κρητική διάλεκτο.

Α ρε καημένε, το σπίτι σου είναι γεμάτο κουλούκουτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουρδελιστάν, μια λέξη που συνοψίζει τη πραγματικότητα μιας χώρας την οποία ζούμε: μια χώρα παιδική χαρά όπου όλα επιτρέπονται, κανένας δε δίνει λόγο για τις πράξεις του. Ευθύνη, συνέπεια, αξιοκρατία είναι λέξεις άγνωστες.

Δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει αύριο, ποιος καινούργιος νόμος θα ισχύει, πόσα θα σου ζητήσει το κράτος να πληρώσεις για να τακτοποιήσεις εκκρεμότητες που το ίδιο άφησε να δημιουργηθούν.

Μπουρδελιστάν, μια χώρα που μερικές δεκάδες χιλιάδες ζουν σε βάρος εκατομμυρίων.

(από GATZMAN, 12/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτήδευση σε κάτι, η τελειοποίηση, η επιτυχής πατέντα σε κάτι που έφτιαξε ο «μάστορας»!!!!

Παραφθορά του ονόματος του συστήματος «tourbillon» που υπάρχει σε κάποια ακριβά ωρολόγια και έχει σαν αποτέλεσμα να «εξουδετερώνει τις επιδράσεις της βαρύτητας».

Είναι γνωστό ότι ξεκίνησε από τα ρολόγια τσέπης, όπου είχε νόημα καθώς το ρολόι καθόταν όλη τη μέρα στην ίδια θέση (στην τσέπη του γιλέκου) και επομένως η εξουδετέρωση της βαρυτικής έλξης είχε νόημα, καθώς επηρέαζε την ακρίβεια του ρολογιού.

- Τι έγινε ρε μπίλη, πώς πάμε, το φτιάξαμε το μηχάνημα;
Ο μπίλης... γεμάτος υπερηφάνεια!!!
- Ε... καλά τώρα, τι να λέμε ...το 'χω φτιάξει το μασίνι ''τουρμπιγιόν''.

Δικό σας για €79.000 (από Vrastaman, 13/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καύχηση κάποιων για το φτιαγμένο (έστω και με κάποιες εμφανισιακά βελτιώσεις) αμάξι τους, το οποίο δεν παίζεται, είναι από τα πιο γρήγορα, και άλλα τέτοια φαιδρά.

Κάτσε ρε φίλε, τι να λέμε τώρα... Πήγε ο ασήμαντος να τα βάλει με το μαύρο το rally... τον φονέα των δρόμων.

(από stratos98, 12/03/11)

Βλέπε και καυλοτίμονος, καυλόγκαζο, γκαζοφονιάς, χάρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ατίθασο παιδί, ο τσαχπινογαργαλιάρης, ο άταχτος. Κρητική διάλεκτος.

Κάτσε ρε ατσουπά ... ήσυχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιτσιρικάς με τις τσίμπλες, ο άπλυτος που είναι και πονηρός, τα ξέρει όλα, βγάζει γλώσσα στους γονείς του, βρίζει τα φιλαράκια του.

Ωχ, ήρθε ο τσιμπλιάγκουρας, θα μας τα πρήξει πάλι... διώχ' τον το φούστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυχαίος, φτωχός κι αμόρφωτος, αλλά επηρμένος, που παριστάνει τον κάποιο.

Έλα μωρέ τον Βασιλάκη τον λεμέγκουρα μου λες τώρα, που το παίζει σπουδαίος, δεν μπορείς να μιλήσεις μαζί του, όλο μαλακίες πετάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαραμοφάης άνθρωπος.

Συνήθως εκμεταλλεύεται τους γονείς, επειδή αυτοί του δείχνουν αδυναμία.

Ο κενός, χωρίς αξία.

Πάλι τον άφησε χωρίς σεντς το γέρο του ο γλιγλής, κάθε μήνα του παίρνει τη σύνταξή και του αφήνει ένα χαρτζιλίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νεαρή δεσποινίς που έχει θράσος. Ναζιάρα και πειραχτήρι.

Είδες η Στεφανία η πισπίτσω, τον έκανε το μπούλη το μπαμπά της και παραμιλάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει να κάνει με το στοιχείο της υπερβολής σε μια πράξη ή τα λόγια του κάθε ενός από εμάς. Σε όποιο θέμα υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής, δημιουργεί προβλήματα, είτε στον ίδιο που υπερβάλλει είτε στους γύρω του.

- Ρε φίλε, είδες ο μπαμπάκας της πόσο υπερβολικά καλός είναι...
- Ναι, αλλά δεν κάνει έτσι... Του έχει κάτσει στο σβέρκο μιλάμε τώρα... Τον βασανίζει τον άνθρωπο. Άσε που κι αυτό το παιδάκι έχει γίνει άκρως κακομαθημένο και ανάγωγο πλάσμα (ή κλάσμα)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified