Το πέος.

-Ναι μωρό μου! Αχ, τι πίπα είναι αυτή;
-Έχεις τεράστια ψωλή. Και νόμιζα πως ο αδερφός σου την είχε μεγάλη.
-Ο αδερφός μου;
-Ωχ, μου ξέφυγε αυτό!
-Ξεκωλιάρα πουτάνα. Θα σε σκοτώσω!!! Αφού τελειώσεις με την πίπα...
-Ευχαρίστως.
(5 ΛΕΠΤΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ)
-Ωραία, έχυσε η ψωλή μου. Τώρα σήκω.
-Τώρα την γάμησα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.

Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.

- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανόητη γυναίκα. Η πουτάνα, η καριόλα, η γαμιόλα, το τσόλι, η τσούλα, το τσουλί, η ξεκωλιάρα, η λουμπίνα, το μουνί (με την έννοια της ύβρης) κ.τ.λ Όλα αυτά μαζεμένα.

Η φρέκλα είναι μια καινούργια λέξη, και είναι υπερβολικά προσβλητική, έστω και καθόλου γνωστή. Σημαίνει όλες τις βρισιές για μια γυναίκα. Με λίγα λόγια, είναι τα πάντα όλα. Λέγοντας την λέξη έχεις «γαμήσει» μια γυναίκα στα λόγια. Σε περίπτωση μίσους, αυτή είναι η κατάλληλη (ακατάλληλη) λέξη.

- Λέω να τα φτιάξω με την Ελευθερία.
- ΜΗ!!! Μιλάμε πως αυτή είναι η πιο μεγάλη πουτάνα σ' όλη την Ελλάδα. Σ' έχει χεσμένο, αφού θέλει συνεχώς πούτσες και πούτσες. Μόλις την γαμήσεις, πάει για άλλο πούτσο. Συγγνώμη που το λέω, αλλά είναι... φρέκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό της λέξης «φλώρος», που είναι ύβρις.

- Πω ρε , αυτοί οι τύποι μας τα 'χουν πρήξει.
- Δίκιο έχεις. Είναι πολύ σπαστικά αυτά τα φλώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει ικεσία ή δουλοπρέπεια.

Πω, ρε συνεχώς κάνεις αυτό που σου λέει αυτός ο τύπος. Αν σου πει να πέσεις απ' το γκρεμό θα πέσεις. Του φίλησες πραγματικά τ' αρχίδια.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η στάση όπου η γυναίκα τρίβει τους όρχεις του άντρα.

- Έτσι, ναιιιι, ζούλα μου τ' αρχίδια...
- (επιφώνημα που δείχνει απόλαυση)
- Ναι, μωρό μου. Κάνεις τέλειο τσαγωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρύφλα λέμε όταν κάποιος είναι πωρωμένος, κολλημένος μ' ένα κορίτσι, αλλά δεν μπορεί (σύμφωνα με τις σκέψεις του, τουλάχιστον) να κάνει τίποτα για να το κερδίσει. Μπορεί επίσης να γίνει επίθετο (τρυφλωμένος, τρυφλαρισμένος).

Δεν είναι χυδαία λέξη, άρα η χρήση της θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε και όποτε νά 'ναι.

- Την έχεις ερωτευτεί την Περσεφόνη αλλά δεν το παραδέχεσαι.

- Την Περσεφόνη;! Δε λέω, είναι όμορφη, αλλά με την Βασιλεία έχω πάθει την πραγματική τρύφλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη έχει πολλές έννοιες. Την λες ας πούμε όταν διαφωνείς με κάτι και λες, ας πούμε, ότι δεν θα γίνει ποτέ (τ' Αγίου Πούτσου), ή όταν θες να περιγράψεις κάτι που είναι χάλια, π.χ. μια κατάσταση, ή κάτι, τέλος πάντων. Σε όλες τις περιπτώσεις η λέξη είναι χυδαία.

Πω ρε με αυτή τη κρίση. Δεν θα καταφέρω να κρατήσω το σπίτι μου με τέτοιο τριπούτς επάγγελμα.

Jeanne Tripplehorn, έχει καυλώσει περισσότερα από τρία πουτς (από Vrastaman, 02/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρις προς τον πολιτικό που δεν κάνει καλά τη δουλειά του και νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του.

-Άραγε θα τελειώσει ποτέ αυτή η κρίση;
-Θα τελειώσει, μη φοβάσαι. Θα γλιτώσουμε, έστω με τόσους τραμπύληδες πολιτικούς.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς, ο χοντρός.

- Θέλω κι άλλο σάντουιτς.
- Δε μας γαμάς, ρε στρούβλε; Μας τα 'χεις πρήξει πια. Θα φας αλλά πιο μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified