Ο,τιδήποτε είναι κακής ποιότητος.

Επίσης γνωστή ως έκφραση και ως: «για τον πουτσάκο», «πουτσέ».

  1. Αγόρασα ένα κινέζικο mouse για το pc τελείως πουτσέ!

  2. Μου έφερε μία κολώνια δώρο άθλια! Για τον πουτσάκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεταφορικά) Σωματική κατάσταση μέθης (πολύ μεθυσμένος).

Ή, τσακωμός μεταξύ προσώπων.

  1. Ήπια όλο το μπαρ και στο τέλος έγινα κωλοτρυπίδα - δεν μπορούσα να περπατήσω καν!

  2. Άσε! Πήγα απ' το σπίτι και γίναμε κωλοτρυπίδα με τους γονείς μου γιατί δεν εμφανίστηκα για έναν μήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified