Η κωλότρυπα, η σούφρα, ο πρωκτός.

Πέον να σημειωθεί ότι η σκέτη κωλοτρυπίδα έχει μηδαμινό σλανγκικό ενδιαφέρον:

- Βάζει τη γκόμενά του να τον τσιμπουκώσει και της ξεσκίζει την κωλοτρυπίδα (εδώ).

Δηλαδή, χελόου!

Σλανγκιά του κώλου...

Σκέτη βανίλια, εκτός κι εάν έχετε για ίνδαλμα τον goatse.

Εξελισσόμενη όμως, η κωλοτρυπίς αποκτά πολλά κιλά σλανγκενέργειας. Μερικά τυχαία παραδείγματα, όλα από το σάη:

Σλανγκασίστ: Μητέρα Γιουγιού, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεταφορικά) Σωματική κατάσταση μέθης (πολύ μεθυσμένος).

Ή, τσακωμός μεταξύ προσώπων.

  1. Ήπια όλο το μπαρ και στο τέλος έγινα κωλοτρυπίδα - δεν μπορούσα να περπατήσω καν!

  2. Άσε! Πήγα απ' το σπίτι και γίναμε κωλοτρυπίδα με τους γονείς μου γιατί δεν εμφανίστηκα για έναν μήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άποψη.

Προέρχεται απ' την ατάκα του Επιθεωρητή Κάλλαχαν, ότι «οι απόψεις είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, ο καθένας έχει από μία».
Συνήθως λέγεται για τα δημοκρατικά πολιτεύματα, για την Ελλάδα, και για τα τηλεπαράθυρα.

Τη νομιμότητα της έκφρασης υποστήριξε στις μέρες μας σθεναρά ο γιατρός Ανευλαβής, ο οποίος χαρακτήριζε τις απόψεις των συνομιλητών του κατευθείαν «κωλοτρυπίδες», χωρίς να εξηγεί όλη τη συλλογιστική του.

  1. Ποια είναι η κωλοτρυπίδα σας για το συγκεκριμένο θέμα;

2 - Έχω να πω ότι η κωλοτρυπίδα του συναδέλφου μου από δω είναι απαράδεκτη κι ένα όνειδος για τον σύλλογό μας!
- Κύριε Ανευλαβή!!!

(από xalikoutis, 02/10/09)(από Khan, 21/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(μεταφορικά) Το πολύ μικρό σπίτι, συνήθως παλιό και σκοτεινό.

Απορώ πώς μένεις σε τέτοια κωλοτρυπίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified