Πραγματικός ορισμός: το καρούλι ενός καλαμιού ψαρέματος χαμηλής ποιότητας, που συνήθως όταν το γυρνάς τρίζει σαν να θέλει γράσωμα..

Σλαγκιστί: συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε ένα σαράβαλο αυτοκίνητο, μηχανάκι κτλ... Κυρίως όταν κάνει πολύ θόρυβο και δεν πάει βήμα...

Χρησιμοποιείται επίσης και για άλλα αντικείμενα, συνήθως παλιά ή κακής ποιότητας, που κάνουν ενοχλητικό θόρυβο ή τρίξιμο.

Χρησιμοποιείται κυρίως υποτιμητικά.

  1. - Δες μλκ την αμαξάρα μου! έβαλα και αγωνιστική εξάτμιση!
    - Βρε άντε παρ' το το τσικρίκι σου από δω... μόνο θόρυβο κάνει... το σκούτερ της γιαγιάς μου πιο γρήγορα πάει...

2.- Μλκ έλα ν' ακούσεις ηχοσύστημα που έβαλα...
- Πωωωωω μλκ, τι μάρκα μ' έκαψες πήγες και έβαλες; θα πάθω κανα έγκαυμα στ' αυτί.,. σκέτο τσικρίκι είναι.., βάψ' το καφέ και πέτα το στον θερμαϊκό...

βλ. και καβουρδιστήρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης μια άλλη έννοια του safe mode (κατάστασης ασφαλείας) είναι όταν κάποιος είναι online άλλα «κρύβεται», πχ είναι στο facebook, msn, αλλά σε κατάσταση offline γιατί δεν έχει όρεξη να τον μιλάνε...

- Ρε παπάρι, αφού ξέρω ότι είσαι σε safe mode, απάντα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, αυτός που δεν αφήνει τα λεφτά να φεύγουν από πουθενά... (ιδιότητα της τσιμούχας σαν αντικείμενο είναι να εμποδίζει τις διαρροές, εξ ου και ο όρος τσιμούχα /τσιμούχας).

  1. - Πάμε για κάνα καφέ ρε μλκ;
    - Μπα ρε συ, δεν έχω λεφτά...
    - Μια ζωή αυτό λες... Είσαι πολύ τσιμούχας τελικά!

  2. - Με έκανε παζάρια για 1 ευρώ, το πιστεύεις;!;!
    - Καλά, δεν ξέρεις τι τσιμούχα είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified