Πραγματικός ορισμός: το καρούλι ενός καλαμιού ψαρέματος χαμηλής ποιότητας, που συνήθως όταν το γυρνάς τρίζει σαν να θέλει γράσωμα..
Σλαγκιστί: συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε ένα σαράβαλο αυτοκίνητο, μηχανάκι κτλ... Κυρίως όταν κάνει πολύ θόρυβο και δεν πάει βήμα...
Χρησιμοποιείται επίσης και για άλλα αντικείμενα, συνήθως παλιά ή κακής ποιότητας, που κάνουν ενοχλητικό θόρυβο ή τρίξιμο.
Χρησιμοποιείται κυρίως υποτιμητικά.
- - Δες μλκ την αμαξάρα μου! έβαλα και αγωνιστική εξάτμιση!
- Βρε άντε παρ' το το τσικρίκι σου από δω... μόνο θόρυβο κάνει... το σκούτερ της γιαγιάς μου πιο γρήγορα πάει...
2.- Μλκ έλα ν' ακούσεις ηχοσύστημα που έβαλα...
- Πωωωωω μλκ, τι μάρκα μ' έκαψες πήγες και έβαλες; θα πάθω κανα έγκαυμα στ' αυτί.,. σκέτο τσικρίκι είναι.., βάψ' το καφέ και πέτα το στον θερμαϊκό...