Ο κουλτουριάρης (λέμε τώρα) ομοφυλόφιλος.
Λογοπαίγνιο με το επώνυμο του γνωστού ροκ (λέμε τώρα) έντεχνου μουσικοσυνθέτη Νίκου Πορτοκάλογλου και των λέξεων πρωκτός κατά το επιστημονικότερον και κώλος κατά το νεοελληνικότερον.

Ο Πρωκτοκώλογλου διαφέρει σημαντικά από τον κοινό gay πανελίστα που είναι μέλος στο fun club της Γιουροβίζιον. Ευδοκιμεί σε συναυλίες του Αλκίνοου Ιωαννίδη, ουρλιάζοντας τους στίχους των τραγουδιών, ενίοτε είναι πιο ευαίσθητος από τον κοινό πούστ καθότι γράφει και ποίηση.

- Άσε ρε φίλε τι έπαθα ... πήγα να δω τον Μάλαμα χτες βράδυ και τι έγινε;
- Τί ρε μλκ;
- Όλο το βράδυ ήταν δίπλα μου ένας Πρωκτοκώλογλου και με κοίταζε με νόημα τραγουδώντας!

Πρώτο σύμπτωμα τα ναμεπροσεχάδικα (από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχεδόν συνώνυμο του αρχιδόκαμπος, μόνο που περιγράφει την κατάσταση και όχι τον τόπο.

Μέρος, συνήθως κλαμπ, μπαρ, καφετέρια, όπου συχνάζουν ως επί το πλείστον άνδρες. Έτσι που για τις δυο-τρεις γυναίκες που παρευρίσκονται μπορεί να παίξουν και ξιφομαχίες με τα πέη τους προκειμένου να τις κατακτήσουν.

- Πάμε εκεί απόψε ρε που σου λέω ... ωραία μουσική, ωραία διακόσμηση.
- Άσε ρε, για να παίξουμε ξιφομαχίες; Αφού μου είπε ο φίλος του φίλου του μπατζανάκη μου πως είναι αρχιδόκαμπος εκεί μέσα!

Συνώνυμο: κονταρομαχίες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουνάκιας, ο «αιδοίου θριξ ναυν έλκει», ο κυλότας.
Αυτός που κυνηγάει τα μουνιά όπως o Δον Κιχώτης τους ανεμόμυλους.

- Ρε τον Βασίλη το φουκαρά ... τη συγχώρεσε πάλι την παρτόλα!
- Αφού είναι τέρμα Δον Κιλώτης!

(από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά ερεθισμένη ρώγα του γυναικείου στήθους, τόσο που μπορεί να κρεμαστεί πάνω της και να αθληθεί ο Α. Σβαρτζενέγκερ.

- Φιλαράκι ξεκινάω τα φιλιά και το χαμούρεμα κι από το πρώτο λεπτό τσίτα!!
- Τί τσίτα ρε;;
- Έγινε η ρώγα μονόζυγο σου λέω!

Από εδώ μπορείς να κάνεις κρίκους. (από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τον όρο σαολίν προσδιορίζουμε μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων. Τους ξέρουν όλοι, πολλές φορές και με διαφορετικά ονόματα, συνήθως με τον αδόκιμο, κοινό και πολύ ευρύ όρο «εναλλακτικός».

Ο σαολίν έχει σίγουρα ποδήλατο, σκύλο, τσίβες και piercing. Παίζει σίγουρα κάτι από τα παρακάτω: κορίνες, δάδες με φωτιά, μπαλάκια, ντιάμπολο.

Παλιότερα ο σαολίν άκουγε Πυξ-Λαξ και Cure, σήμερα ακούει Θανάση Παπακωνσταντίνου και Manu Chao. Παλιότερα ο σαολίν ήθελε να μάθει Γαλλικά και είχε όνειρο να πάει στο Παρίσι. Σήμερα μαθαίνει Ισπανικά και πάει Εράσμους στην Βαρκελώνη.

Είναι συνήθως αριστερών πεποιθήσεων, αλλά πολύ αόριστων και χωρίς να σκοτίζει πολύ το κεφάλι του.

Παλαιότερος τόπος διακοπών: Αμοργός, Ικαρία.
Τωρινός τόπος διακοπών: Σαμοθράκη, Φολέγανδρος.

  1. - Ρε συ μας πιάνουν τον κώλο κάθε χρόνο στην Πάρο, ψήνεσαι να πάμε καμιά Φολέγανδρο φέτος;
    - Τι λε ρε μλκ; Εκεί είναι τίγκα σαολίν!

  2. - Μαλάκα εγώ πιστεύω πως το Αιγάλεω και το Περιστέρι θα μπορούσαν να αποκτήσουν ποδηλατόδρομους, χώρους αστικού πρασίνου και τουλάχιστον μία Μπιενάλε.
    - Μάκη, βλέπω να σε κάνει η γκόμενα που γνώρισες στο Εράσμους να σε κάνει σαολίν!

Σα Ολιν= μια κοπέλα που μοιάζει με την Lena Olin. (από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπλουζάκι Αλέφαντος: Το μπλουζάκι Αλέφαντος είναι συνήθως ριγέ, μπλε με κόκκινο, αν και απαντάται και σε άλλους συνδυασμούς και φέρει γιακαδάκι.

Ουσιαστικά πρόκειται για μπλουζάκι τύπου Polo μόνο που είναι αγορασμένο από τη λαϊκή Ταμπουρίων.

Έχει την τιμή να φέρει το όνομα του σπουδαίου κόουτς μια και ο ίδιος τα τιμά κατά κόρον.

Τα φορούν άνδρες που έχουν πατήσει τα -ήντα και που στριμώχνονται στα τρόλεϊ.

- Και μου δίνει μια ο γερομπισμπίκης με το μπλουζάκι Αλέφαντος και τα ψώνια από το «Γαλαξία», κόντεψα να πέσω χάμω.
- Του λέω «τι κάνεις ρε κωλόγερε»;, ήθελε να χτυπήσει το εισιτήριό του.

(από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γκόμενα που αρέσκεται στο face-sitting.

Αυτή η μέθοδος στοματικού έρωτα έχει ως εξής: ο άνδρας είναι ξαπλωμένος ανάσκελα και η γυναίκα κάθεται πάνω στη μούρη του φέρνοντας το αιδοίο της έτοιμο προς χρήση πάνω από τα χείλη του. Έτσι όπως κρέμεται και αιωρείται το νιμού πάνω από το κεφάλι του άνδρα θυμίζει την Δαμόκλειο Σπάθη της Ελληνικής μυθολογίας.

Το Τίνα μπαίνει προς τιμήν της μεγάλης πρωταγωνίστριας του πρώιμου ελληνικού ερωτικού κινηματογράφου.

- Ψηλέ μου χτες το βράδυ η Τίνα μου τα έκανε όλα: 69, πρωκτικό, πιπέτο, μέχρι και face-sitting!
- Δαμόκλειος Τίνα Σπάθη η κοπέλα δηλαδή ε ;

(από Khan, 27/04/11)(από GATZMAN, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερη φοιτητική παράταξη προσκείμενη στην ΚΝΕ. Π.Σ.Κ. τα αρχικά σήμαιναν Πανσπουδαστικές Συνδικαλιστικές Κινήσεις. Μικρή διαφορά με την μετέπειτα Π.Κ.Σ. που σημαίνει Πανσπουδαστική Κίνηση Συνεργασίας.

Πισικάπα λεγόταν στην «καθομιλουμένη» στον προφορικό λόγο, πώς λέει κάποιος κουκουέ κι όχι Κάπα Κάπα Έψιλον.

Διάλογος προ ετών (80s) στη φιλοσοφική:
- Ρε σύντροφε, ωραία γκόμενα αυτή, στον Ρήγα είναι;
- Όχι ρε μαλάκα, στην Πισικάπα.

(από GATZMAN, 29/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράξη που κάνει κάποιος /-α για να μην γίνεται στόχος, να μην τον πάρουν πρέφα, να μην τον κάνουν κόζι.

- Τώρα που κουρεύτηκα και ξυρίστηκα κι έβγαλα τα χαϊμαλιά είμαι πολύ αντικόζι φιλαράκι, δεν με σταματάνε ποτέ οι λίτες.
-Ένεκα το φανταριλίκι Τάσο μου.

Κάποτε κάποιος κόζαρε κάποιον που έκανε κόζι ένα μαραγκό επί το έργον.Του \'βγαλε το παρατσούκλι. Αυτό έγινε επώνυμο και  μετά από τέρμενα εξήλθε η εγγονή αυτού που κόζαρε το μαραγκό... Λέμε τώρα (από GATZMAN, 29/04/11)αντικόζι:Κι όποιος κοζάρει την αντίκα (π.χ:το γέρο ή το θέμα του βίντεο)  (από GATZMAN, 29/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το αναπόφευκτο του χεσίματος, η χρονική στιγμή του νανοσεκόντ πριν το κόψιμο.

Όταν νιώθεις το τσούξιμο-κάψιμο στον πρωκτό και υποψιάζεσαι πως το νεογνό που ετοιμάζεις να φέρεις στον κόσμο μπορεί να έχει πάρει ξυστά (γλείψει) το ύφασμα από το σώβρακό σου.

- Βασίλη αργείς;;;
- Διαβάζω την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα ... γιατί;
- Τέλειωνε, έχει γλείψει σώβρακο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified