Η Πατρινή εκδοχή του γνωστού χαρακτηρισμού μαλάκας. Χρησιμοποιείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Τον είδες τον μινάρα πως μου χώθηκε πάνω στην προσπέραση; Χαλκομανία θα γινόμασταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός που επιδίδεται σε επικίνδυνη οδήγηση για εντυπωσιασμό.

Συνήθως συμμετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες σε δημόσιους δρόμους (κόντρες).

-Ο Μάκης; Τρελαμμένος κοντράκιας, αλλά πολύ απρόσεκτος, δεν έχει αφήσει κολώνα για κολώνα όρθια!

Got a better definition? Add it!

Published

Η αποσταθεροποίηση του πίσω μέρους του αυτοκινήτου πάνω σε στροφή ή σε κυκλική πλατεία με αποτέλεσμα την προσωρινή πλαγιολίσθηση.

Επιτυγχάνεται συνήθως με την χρήση χειροφρένου ή με συνδυασμό απότομης τιμονιάς και παιξίματος με το γκάζι.

Στόχος είναι ο εντυπωσιασμός των θηλυκών παρευρισκομένων στο χώρο.

Που λες ήμουν εγώ μπροστά με το Κορόλλα και πίσω μου ο Τάκης με την 316. Μπαίνω με τις πάντες στη στροφή την κλασσική δίπλα στην καντίνα και μετά βλέπω στο καθρέφτη τον Τάκη να το βάζει στη στροφή με ένα τρελό κωλίδι και μετά φουλ ανάποδο, του 'πιε το αίμα!

Κωλίδι μπροστά από το Κέντρο Υγείας Ανωγείων (από allivegp, 15/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ασχολείται με το πετσάκι του πέους του, ο μαλάκας.

Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που κάνει κάτι ριψοκίνδυνο χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες.

Καλά πόσο πετσάκιας είσαι; Έκανες όλη τη διαδρομή με χαλασμένα φώτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηλεκτρονική χορευτική μουσική που ακούγεται κυρίως στα νάιτ κλαμπς και στα στερεοφωνικά καγκουρεμένων αυτοκινήτων («ντουπ ντουπ ντουπ ντουπ»).

Προέρχεται απο την αγγλική λέξη beat.

- Μας έχει πάρει τ' αυτιά ο DJ μ' αυτά τα άθλια μπιτάκια που βάζει. Πάμε έξω για τσιγάρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι καταθλιπτικό και συνήθως βαρετό που σε φέρνει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας.

-Γαμώ τα κομμάτια, ε;
-Καλό ειναι, δεν λέω, αλλα πολύ κοψοφλεβιά ρε παιδί μου... Βάλε να ακούσουμε κάτι πιο χαρούμενο!

Από το κόβω φλέβες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή ανάμεσα στα γυναικεία στήθη.

-Την είδες την άλλη με το ξώβυζο; Έπαθα πλάκα, θέλω να χωθώ ολόκληρος στη βυζοχαράδρα της...

Βλ. και βυζολάκκος, κωλοχαράδρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πάχος στην περιοχή της κοιλιάς.

Φαίνεται πιό έντονα όταν φοράμε στενό παντελόνι.

- Που πάει έτσι η χαβούζα με το ξώκοιλο; Τα πατσοκοίλια της μοστράρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσούλα, η εύκολη, η γυναίκα του πεζοδρομίου.

-Ίσα μωρή χαμούρα που θες και να τα ξαναβρούμε! Όταν μου φόραγες το κέρατο ήταν καλά, ε;

(από xalikoutis, 17/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λουκούλλειο γεύμα, η υπερβολική κατανάλωση φαγητού, η κραιπάλη, συνήθως με παρέα.

- Τι κάνατε χτες τελικά;
- Άσε, πήγαμε σε μια χασαποταβέρνα και τα τσακίσαμε όλα, μιλάμε για τρελή μασαμπούκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified