Ευμέγεθες πέος, συνώνυμο με τη λέξη κρεατόβεργα.
- Και ενώ οι υπόλοιποι κολυμπούσαν, ξαφνικά ο Μάρκος έσκασε μύτη από τη σκηνή κραδαίνοντας το κρεατομάτσουκο.
Ευμέγεθες πέος, συνώνυμο με τη λέξη κρεατόβεργα.
- Και ενώ οι υπόλοιποι κολυμπούσαν, ξαφνικά ο Μάρκος έσκασε μύτη από τη σκηνή κραδαίνοντας το κρεατομάτσουκο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εμφάνιση που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας.
Αν δεις πώς είναι ο αδελφός μου τώρα που ξύρισε το μούσι, θα πάθεις, είναι σα μουνί καλλιγραφία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.
Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η άδικη εμπλοκή τρίτου προσώπου, με αρνητικά συνήθως αποτελέσματα για τον ίδιο, σε καταστάσεις που έχει προκαλέσει κάποιος άλλος.
Με συγχωρείτε, αλλά δε σκοπεύω να πληρώσω τα γαμησιάτικα τα δικά σας, παρατήρησε με έντονο ύφος ο φαντάρος στους υπόλοιπους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άνθρωπος που επιδεικνύει έντονη αγάπη και φροντίδα με ό,τι καταπιάνεται, προκειμένου να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα και να κρατήσει τους πάντες ευχαριστημένους. Ασχολείται δηλαδή με κάτι έχοντας άφθονο μεράκι. Χρησιμοποιείται συχνά για μάγειρες και μάστορες. Ως ρήμα (μερακλώνομαι) σημαίνει ότι επιδεικνύω έντονο κέφι και νταλκά, ειδικά σε γιορτές. Η προέλευση της λέξης από τα τουρκικά.
Πήγαμε στον Τούρκο χθες φίλε μετά το κλαμπ και φάγαμε σαν βασιλιάδες. Πολύ μερακλής ο τύπος μιλάμε, τέτοιο ψητό και τέτοια λαδερά δεν κάνει ούτε η μάνα μου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη τουρκικής προελεύσεως, αχταρμά σημαίνει ανακάτεμα, το γνωστό άνω κάτω. Η λέξη είναι συνώνυμη με την αραβική «κουλουβάχατα» (βλ. σχετικό λήμμα).
- Τι λέει το πρόγραμμα σπουδών της Σχολής;
- Τι να λέει, ό,τι και σε κάθε Σχολή Ελληνικού Α.Ε.Ι.: ένας αχταρμάς μαθημάτων και επιστημονικών αντικειμένων, που σου δίνει ελάχιστη, αν όχι ανύπαρκτη, επιστημονική κατάρτιση.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified