Ζάβαλης, -λη: Κακόμοιρος. Από το τούρκικο zavalli = ταλαίπος, καημένος.

Συνηθίζεται στη κλητική άναρθρα και λέγεται με αγαθή διάθεση. (Βλέπε Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη).

Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι σε καθημερινή χρήση στην Κίσσαμο κυρίως, αλλά όχι στον Αποκόρωνα,όπου, σύμφωνα με τη Μαρίκα Τζεράκη-Βλασσοπούλου (Η Τζαμπιώ στο μικρόφωνο, Χανιά 1978, Πρόλογος σελ.3), μπορεί να γίνει αιτία παρεξήγησης, καθώς νομίζει ο Αποκορωνιώτης ότι τον λες ζαβό, δηλαδή παλαβό.

Κάμε κι αλλιώς ανε μπορείς ζάβαλε.

Στο 3:54 ακούγεται (από GATZMAN, 08/10/11)Ζάβαλης (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχητικό ξεφύσιμα με το στόμα για αποδοκιμασία. Από το τουρκικό zarta (σφοδρότητα, ορμή).

(βλ.: Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος» του Αντώνιου Ξανθινάκη)

- Εχουβίσανέ ντονε κι επαίξανέ ντου και πολλές ζάρπες.

(από nikolaosvlas, 19/09/11)Ο Spike Jones βαράει ζάρπες (από nikolaosvlas, 29/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα ευφυής και δυναμική γυναίκα που επιλέγει τους καλύτερους διαθέσιμους νέους για νυκτερινούς συντρόφους, προκαλώντας αντιπάθειες και κουτσομπολιά και από τα δυο φύλα.

Σε ευρεία χρήση στο Νομό Χανίων.

Μάλλον πως προέρχεται από λατινογενή λέξη που έχει την έννοια της αλεπούς. Η λέξη zorra στα ισπανικά έχει και αυτή την έννοια.

- Είδες πάλι η Βαγγελιώ κουτούπωσε και το Μιχάλη, σκέτη μουλωχτή ζουρού.
- Και γιατί όχι! Τη χαίρομαι, ξέρει τι κάνει.

Αλεπού (από nikolaosvlas, 17/10/11)(από ironick, 18/10/11)zorra negra (από nikolaosvlas, 18/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα στρατού με ιδανικές συνθήκες διαβίωσης.

Στη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου πολέμου οι έγκλειστοι σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αποκαλούσαν Καναδά τα στρατόπεδα με καλές συνθήκες διαβίωσης. Υπάρχει και σχετικό γερμανικό θεατρικό έργο με τίτλο «Kanada».

Ο χαρακτηρισμός «Καναδάς» ήταν σε ευρεία χρήση από τους στρατιώτες του 563ου Τάγματος Πεζικού που έδρευε στη Λητή Θεσσαλονίκης όταν υπηρέτησα το 1961. Τα 2/3 του Τάγματος ήταν χαρακτηρισμένοι αριστεροί, στον δε Λόχο βαρέων όπλων όλοι οι ημιονηγοί ήταν αριστεροί εκτός των βαθμοφόρων. Οι συνθήκες στο 563 Τ.Π. δεν ήταν καλές και όλοι ήλπιζαν σε μια μετάθεση σε κάποια άλλη μονάδα, σε μια μονάδα που θα ήταν «Καναδάς». Ο όρος ήταν σε κοινή χρήση και στο Λόχο Διοικήσεως της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών στο Ηράκλειο Κρήτης όπου επίσης υπηρέτησα.

  1. Ρε συ, με μεταθέτουνε στη μονάδα ΤΑΔΕ.
    – Δε τρέχει τίποτα φίλε, Καναδάς!

  2. Ρε συ, εδώ είναι Καναδάς σε σύγκριση με τα τάγματα στη Μακεδονία!

Στρατοπεδο συγκέντρωσης (από nikolaosvlas, 21/09/11)(από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαττωματικό, διαλογής, σκάρτο. Είναι μια λέξη σε κοινή χρήση σε όλη την Ελλάδα, αλλά δεν τη βρίσκεις στα λεξικά ευρείας χρήσεως.

- Δύο ευρώ αυτά τα λεμόνια;
- Μάλιστα κύριε, είναι ντόπια.
- Μα αυτά είναι όλα κάρτικα.
- Ε, και! Το ίδιο ζουμί δεν έχουνε;

Σάπιο μήλο (από nikolaosvlas, 28/09/11)Λεμόνι (από nikolaosvlas, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμβαίνω αυθαίρετα σε μια συζήτηση, χωρίς ουσιαστική συμβολή στο θέμα.

Το πρώτο συνθετικό της λέξης εκτιμώ ότι προέρχεται από το ιταλικό cazzo (ψωλή).

  1. Δεν μπορεί πάντα κατσιμπάίνει στη συζήτηση με κάποια βλακεία της στιγμής.

  2. Κατσομπαίνει σαν την ψωλή και μας γαμάει τη συζήτηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρυσή εποχή για τις λεκανατζούδες έληξε σχετικά απότομα στη δεκαετία 1950-1960, όταν όπως φαίνεται έγινε υποχρεωτικό το κάθε μπορντέλο να διαθέτει τρεχούμενο νερό.

Παλαιότερα η λεκανατζού έφερνε στην κοπέλα μια λεκάνη με νερό για να πλύνει το γατί της και το πουάρ ή κλύσμα για μια εσωτερική πλύση αν ο πελάτης ήταν από τους καλούς που τους επιτρεπόταν και χωρίς σκουφίτσα.

- Κάποτε σ' αυτό το σπίτι ήταν η Τασία. Τι να 'γινε άραγε!
- Τι θες να 'γινε! Τόσα χρόνια έχουνε περάσει. Λεκανατζού θα 'ναι σήμερα, η φουκαριάρα.

Λεκάνη (από nikolaosvlas, 09/10/11)Πουάρ για εσωτερική πλύση (από nikolaosvlas, 09/10/11)Η κοπέλα (από nikolaosvlas, 09/10/11)Κλείσμα για εσωτερική πλύση (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λενικό ή ελλενικό (χωράφι): Γόνιμο, μαξουλίδικο, βαλίδικο, ψωμερό, γεννηταρούδικο χωράφι.

Σε χρήση στην ύπαιθρο Χανίων και Ρεθύμνου.

[i]Προσοχή ετυμολογικά δεν προέρχεται από το ρώσικο Lenin!... αλλά σύμφωνα με το Λεξικό του δυτικοκρητικού ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη από τη λέξη ελληνικό.[/i]

Ελλενικό χωράφι είναι και κάνει ό,τι κι ανε ντου βάλεις.

Λενικό χωράφι (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίπτωση του επαρχιώτη κουραδόμαγκα. Φοράει κάποιο καβουράκι ή τραγιάσκα, οδηγεί ένα σαράβαλο μηχανάκι ή αμάξι, έχει το αριστερό κουλό του μόνιμα κρεμασμένο έξω απ' τ' αμάξι και λόγω μπόχας κρατά τους πάντες σε απόσταση.

Ξέρει πως τον έχουν όλοι χεσμένο, εξού και η μόνιμη θορυβώδης συμπεριφορά του με την πειραγμένη εξάτμιση στο μηχανάκι και τις τυποποιημένες μπαρουφομαγκιές.

-Γιατί κορνάρει αυτός από πίσω μας.
-Χεσ' τονε. Τοπική μαγκιά, κλανιά κ' εξάτμιση!

Θορυβώδης οδηγός (από nikolaosvlas, 09/10/11)Μαγκλανέξ. (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απεχθάνεται τα σπορ και μιλάει συνεχώς για παθήσεις που έχει ή νομίζει ότι έχει. Εύθικτο άτομο και τελείως μυγιάγγιχτο.

- Ρε συ να πάρουμε και κείνο τον ξάδερφό σου το γυαλάκια στην εκδρομή.
- Δεν τον ξέρεις καλά. Σκέτη σαβούρα, σπασαρχίδης μημουάπτης.

"Μη μου άπτου", πίνακας του Bronzino. (από Khan, 22/09/11)

Από το μη μου άπτου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified