Ο εκτελών την ηθοποιία ανευ συναισθήματος ή και ταλέντου. Αναφέρεται φυσικά στον γνωστό ηθοποιό ο οποίος έχει υπάρξει τηλεοπτικό ζευγάρι με την εξίσου ταλαντούχα Μιμή Ντενίση.

Παράδειγμα:

"Παρακαλώ να παίζετε χωρίς συναίσθημα για να φαίνομαι καλός, σαν το Τζόρτζωγλου ένα πράγμα" Σταρόβας- Σουλεϊμαν last christmas - Τζόρτζωγλου

Got a better definition? Add it!

Published

Μαλθακός και λοιπά συνώνυμα : άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.

Είναι για αρχόντους ο ιππόδρομος ομορφιές..Τι να μας πει και ο κύριος αυγολέμονος

Got a better definition? Add it!

Published

Πρωτότυπος τρόπος να πει κάποιος ότι τον έπιασε κόψιμο, λόγω της αραιής υφής της τέμπερας ζωγραφικής.

- Το μεσημέρι έχουμε φακές με χταπόδι.
- Αμάν, θα μας πάει τέμπερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aναφέρεται σε άτομα νεαρότερης ηλικίας που θεωρούν ότι μεγάλωσαν και προσπαθούν να υπονομεύσουν ή να εκμεταλλευτούν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.

Είμαι 30 χρόνια μάστορας και θέλει να μου φάει και το μεροκάματο το μαλακισμένο. Τα παιδιά που γαμούσαμε μας ζητάνε κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εκ του αγγλικού too much.

- Έρχεται εξεταστική...
- Ωχ, τουματσίλα διάβασμα προβλέπεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή οι εμπορικές ονομασίες όμως είναι συνήθως μακρόσυρτες και δυσνόητες και τελειώνουν σε -εξ χρησιμοποιείται ο όρος για να δηλώσει φάρμακο για αποβολή. Εναλλακτικά το χάπι της επόμενης μέρας.

Προς φαρμακοποιό: «Κανα αποβολέξ έχετε;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα βαρέων βαρών. Εναλλακτικά: τριαξονικό.

Πού πάει ο μαλακας; Πώς το κυκλοφορεί έξω το ανατρεπόμενο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γαλλικό τύπο πολεμικού αεροσκάφους, αλλά αναφέρεται στην καθημερινότητα σαν τα σημαντικά πρόσωπα (βεντέτες) μιας ομάδας, μιας παρέας κτλ. Ο ορισμός αποδίδεται στο Γιώργο Τράγκα.

Τράγκας: Τα ραφάλ του σταθμού μας Ο Νίκος Χατζηνικολαόυ και η Κάτια Μακρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευγενική έκφραση για κάτι που είναι κλεμμένο. Εναλλακτικά ψειρισμένο.

Κύριε Γαβαλά θέλετε ένα φαγωμένο ρολογάκι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων ερωτικές σχέσεις με άτομα τρίτης ηλικίας. Χρησιμοποιείται εναλλακτικά μαζί με το «φερετράκιας» που αναφέρεται στη νεκροφιλία.

(Απο το βιβλίο του βασίλη Ραφαϊλίδη «Εικοσιένα κείμενα για τη Μαλβίνα)

Μουσουλμάνος της Δυτικής Θράκης προσπάθησε να ασελγήσει σε 98χρονη κάβλα αποκαλείται από τους χωριανούς του φερετράκιας και πουροφάκουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified