Μπερδεμένη κατάσταση.

- Έμαθες για το καινούριο σύστημα στο πρωτάθλημα...
- Άσε μπερδεψοκατάσταση...

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος δεν πεινά κι έτσι αργεί να τελειώσει το φαγητό του.

- Κοίτα τον πόση ώρα ανακατεύει τα ρεβύθια...
- Ναι, ναι χορτασίλα του μυρίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τόσο κοντά που δεν αξίζει να το συζητάς.

- Ρε συ, πήγαινε να μου πάρεις τσιγάρα από το περίπτερο...
- Πού να τρέχω τώρα... Άσε...
- Έλα ρε, απ' το μουνί στον κώλο είναι. Μέχρι να πας, γύρισες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εκδήλωσης ικανοποίησης που σημαίνει ότι η ομάδα σου κέρδισε (δύο μηδέν).

- Πόσο ήρθε η Νικάρα;
- Δύο μηδέν λακέρδα!
- Έλα ρε, τέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσα.

Η Σάσα είναι μεγάλη ψώλα. Αν βάλεις στη σειρά τις καρέσες που έχει φάει, φτάνεις στην Αμερική!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι γεμάτη.

Καλή, αλλά είναι λίγο χοντρομούρω.

Ναι μεν, αλλά, αν σου κάτσει; (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ανακατεύω το μπουκάλι του κέτσαπ ή της μουστάρδας πριν από τη χρήση.

Φαίνεται ότι δεν τσακλάντισες τη μουστάρδα γι' αυτό έβγαλε το νερό πριν τη μουστάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα ελευθέρων ηθών.

Φέρε κανά καρακλανίδι στο πάρτυ να γουστάρουμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Επιφώνημα που χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή της Μαγνησίας κι σημαίνει δεν μου αρέσει καθόλου, μου προκαλεί αηδία.

- Να φτιάξω σπεντζοφάι αύριο;
- Α τα τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γ' εν. γαμπρίζω, ζευγαρώνω

Η γάτα μας αυτό τον καιρό γαμπρίζει. Δεν μαζεύεται σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified