Συνώνυμο του αλβαναρία. Το λήμμα αυτό, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε κάποια παρέα αλβανών (μεγάλη συνήθως) η οποία ως γνωστόν το παίζει «γαμάμε» (τίγκα στο φλίπερ, και δώστου οι μπύρες). Αλβανίες θα συναντάτε στο μετρό, σε πλατείες, στην Ομόνοια, και όχι μόνο.

-Κοίτα την αλβανία που πλάκωσε...
-Τσάμπα μπύρες, τι περίμενες;;

(από boulgaroktonos, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολυάγκιστρο, ή αλλιώς αγκορέτο, ένα πολύ διαδεδομένο είδος ψαρέματος.

Έχει πάρει το όνομα του από την μορφή της αρματωσιάς, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τουλάχιστον δέκα αγκίστρια δεμένα στην σειρά, πάνω στο παράμαλο. Μπορείτε να το φτιάξετε μόνοι σας, ή να το βρείτε έτοιμο στην αγορά σε διάφορες μορφές. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι φτιαγμένο με διάφορα μεγέθη πάχους της πετονιάς και διάφορα μεγέθη και τύπους αγκιστριών. Συνήθως χρησιμοποιείται, και μάλιστα είναι πολύ αποτελεσματικό, για το ψάρεμα του κέφαλου, του λαβρακιού και της τσιπούρας. Αυτό δεν αποκλείει βέβαια να βρεθεί πιασμένο στα αγκίστρια σας ένα χταπόδι. Τα πιο κοινά δολώματα με τα οποία αρματώνουμε το πολυάγκιστρο μας είναι το άσπρο ψωμί, η σαρδέλα και η ψαροτροφή.

- Ωραία μέρα σήμερα, πάμε για ψάρεμα;
- Και δεν πάμε...
- Ψαροντούφεκο ή αγγουρέτο;
- Εμμ, αγγουρέτο σήμερα γιατί πάμε για ήπια πράγματα...

(από boulgaroktonos, 10/01/12)

Κλοπυράϊτ: εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχει σχέση με τις αλλαξοκωλιές. Αναφέρεται όταν βάζουμε μόνο την άκρη του πέους κοινώς πουτσοκέφαλο, εις τον πρωκτό. Με λίγα λόγια είναι σαν να βάζουμε την μύτη. Οι μυτοκωλιές γίνονται συνήθως σε γυναίκες που δεν είναι συνηθισμένες στον πρωκτικό έρωτα, ώστε να μην τις πονέσουμε πολύ.

- Ρε μωρό μου, μη μου κάνεις μυτοκωλιές, δεν είμαι καμιά παρθένα!

(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή έκφραση που λέμε όταν περνάει κάποιος παπάς από δίπλα μας. Την χρησιμοποιεί πολύς κόσμος, καθώς είναι γνωστοί για τις βρομιές τους, και τα ερωτικά τους σκάνδαλα. (Τρανταχτό παράδειγμα τα όργια στο Άγιο Όρος, και όχι μόνο). Έτσι λοιπόν, τοποθετούμε τα χέρια μας μπροστά από τους όρχεις μας, σαν ένα είδος προστασίας. (όπως καθόμαστε και στο τείχος ενός φάουλ στο ποδόσφαιρο).

-Γιάννη, παπάς! Πιασ΄τα αρχίδια σου!

(από boulgaroktonos, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που την λέμε συνήθως σε σπαστικούς γείτονες οι οποίοι μας απειλούν ότι θα καλέσουν την αστυνομία, επειδή έχουμε πολύ δυνατά την ένταση της μουσικής. Η ατάκα αυτή χρησιμοποιείται πάντοτε ειρωνικά, και έγινε γνωστή από την κωμική σειρά «Δέκα λεπτά κήρυγμα».

- Ρε αλήτες είναι 11 η ώρα! Χαμήλωσε τη μουσική γιατί θα καλέσω το 100!
- 001, με την όπισθεν!
- Άι στο διάλο κωλόπαιδα...

(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακομοίρης, εν συντομία.

- Άσε, είμαι απλήρωτος κοντά έναν χρόνο.
- Α ρε μοίρη!

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό της ζαργάνας, κάποιος ο οποίος είναι τρυφερός με τις γυναίκες, συνώνυμο του γουτσουγουτσουνιάρης.

- Τι θα φάμε απόψε Σούλα;
- Ό,τι θέλει ο ζαργανιάρης μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός λιγούρης γέρος που παίρνει μάτι. Σε ακραίες περιπτώσεις, τον συναντούμε με κυάλια στην παραλία. Γερολάζαρους θα δείτε σε καφενεία, πλατείες,τράπεζες και γενικότερα σε δημόσιους χώρους, πχ. ΙΚΑ.

- Ρε αγάπη μου, εκείνος ο γέρος στη γωνία με παίρνει μάτι συνέχεια!
- Χέστονε μωρέ τον γερολάζαρο να πούμε...

(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή τσέντουλας (εν συντομία) ο γελοίος, ο καραγκιόζης, όπως λέει και ο λαός.

Πώς είσαι έτσι ρε ρατσέντουλα να πούμε...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φασαρία, το σκηνικό, το επεισόδιο. Χρησιμοποιείται για να αναφερθούμε σε κάποια κατάσταση πανικού, αναστάτωσης κτλ.

- Έμαθες για το τζάρτζαλο που έγινε στην πλατεία;
- Ναι, κάτι πήρε το αυτί μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified