Σλανγκ γυναικεία του στάιλινγκ και της μοδός. Το λήμμα είναι σκοπίμως γραμμένο με κεφαλαία, γιατί έτσι γράφεται συχνά (βλ. παρ. 1) επειδή δεν είναι απλή έκφραση, αλλά πρόκειται για Ιδέα. Μη χαμογελάς με το βελάκι πάνω από το πρώτο αστέρι, ώρα για τη μόρφωσή σου.

«Μικρό Μαύρο Φόρεμα» (περισσότερες από 99.000 επιστροφές στο γούγλε, όπως είναι με τα εισαγωγικά): Μεταφορά στην Ελληνική του ξενικού όρου «Little Black Dress» (περισσότερες από 2.000.000 επιστροφές στο γούγλε). Καταχώρηση στη Βίκυ, ολόκληρη λίστα βιβλίων, εξειδικευμένα σάιτς, ειδικό αρκτικόλεξο (LBD – χρησιμοποιείται ατόφιο και στα Ελληνικά κείμενα – βλ. παρ. 2), τραγούδια, ειδικά events προς τιμήν του, ετήσιο γκαλά, κάτσε καλά. Το λανσάρισε η Κοκό Σανέλ στα '20ς και δεν ήξερε τί καλό θα έκανε στις επόμενες γενεές γυναικών (βλ. παρ. 3) - το γιατί θα το δείτε παρακάτω.

Πρόκειται για σχετικά απλά ουδέτερα μαύρα φουστανάκια, συχνά με κοντή φούστα αλλά όχι πάντα, διαφορετικά μεταξύ τους (πχ βλέπε τα μήδια - όλα αυτά είναι LBD), αλλά χωρίς υπερβολές στο σχέδιο, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαχρονικότητα, η ευελιξία και η πολυμορφικότητα του ρούχου. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι, σε αντίθεση με άλλα γυναικεία ρούχα, μπορεί να φορεθεί τόσο το πρωί σε χαλαρές καταστάσεις (αρκεί μια σπορ μπότα χωρίς τακούνι ή «μπαλαρίνες» για να το βάλεις στο γραφείο), όσο και το βράδυ σε επίσημες (αρκεί π.χ. θανατηφόρα στιλέτο, χρυσά κοσμήματα και μαλλί ψηλά για να βγάλεις και τη δεξίωση και το μπουζούκι άμα λάχει ναούμ').

Παίζει δηλαδή να φοράς το ίδιο φουστανάκι σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις της χρονιάς, αλλάζοντας παπούτσια και σκουλαρίκια και να την σκαπουλάρεις χωρίς πολλά σουφρώματα της μύτης από τις άλλες κυρίες, τ. «πάλι το ίδιο έβαλε» - πρέπει η άλλη να είναι εξαιρετικά παρατηρητική και κακοπροαίρετη και δεμπαναγαμηθεί στην τελική. Γεια σου ρε Κοκό με τα ωραία σου.

Στο νετ βρήκα και παράδειγμα για το πόσο ο όρος μικρό μαύρο φόρεμα έχει εξαπλωθεί, που πλέον χρησιμοποιείται και ως μεταφορά για την κομψότητα και την καταλληλότητα σε όλους τους τομείς: «το ipod είναι το μικρό μαύρο φόρεμα της τεχνολογίας»...

Χε, να το πω κι αυτό, έχει τύχει να δω σε γυναικείο περιοδικό την ατάκα «αυτό το γκρι μικρό μαύρο φόρεμα». Σαν να λέμε ότι αρκεί να είναι ουδέτερο το χρώμα και το συμπεριλαμβάνουμε. Δηλαδή μπορεί να είναι και μπεζ; Και λευκό; Ναι, είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι.

Παράδειγμα 1 (εδώ):
Δώρο InStyle Φεβρουαρίου: Tο Μικρό Μαύρο Φόρεμα. Φοριέται παντού και με άπειρους τρόπους. Μην το χάσετε.

Παράδειγμα 2 (εδώ):
Το βασικότερο κομμάτι της γκαρνταρόμπας μίας γυναίκας, όσα χρόνια και αν περάσουν, όποια μόδα και αν είναι επίκαιρη είναι ένα… Το αιώνιο κλασικό μικρό μαύρο φόρεμα (LBD little black dress). [...] μπορεί λοιπόν να φορεθεί από το πρωί μέχρι το βράδυ, σε κάθε περίσταση και σε κάθε έξοδο!

Παράδειγμα 3 από τη Βίκυ: Η Κοκό Σανέλ [...] ήταν μια από τις διασημότερες σχεδιάστριες μόδας του 20ού αιώνα [...] Ίδρυσε ομώνυμο οίκο μόδας που παραμένει στην επικαιρότητα μέχρι σήμερα. Το 1923 δημιούργησε το άρωμα Σανέλ νούμερο 5 και εφηύρε το μικρό μαύρο φόρεμα.

Παράδειγμα 4 (εδώ): Μεταμόρφωσε το LBD σου! Τα αξεσουάρ κάνουν από μόνα τους την διαφορά, γι΄ αυτό προτίμησε τα για να δώσεις νέο αέρα στο LBD σου κι όχι μόνο!

Παράδειγμα 5 - Βίκυ για την Όντρεϊ Χέπμπορν: Το «μικρό μαύρο φόρεμα» από την ταινία «Breakfast at Tiffany's», σχεδιασμένο από τον Ζιβενσύ, πωλήθηκε σε πλειστηριασμό του Οίκου Christie’s στις 5 Δεκεμβρίου 2006 για £467,200 (περίπου $920,000), περίπου εφτά φορές πάνω από την αρχική του τιμή. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή που έχει ποτέ δοθεί για φόρεμα από ταινία. Τα έσοδα πήγαν σε φιλανθρωπικό ίδρυμα που βοηθά μη προνομιούχα παιδιά στην Ινδία.

Παράδειγμα 6 - φιλενάδες, στα μαγαζιά:
-Ουφ.
-Τι ρε, βαρέθηκες κιόλας;
-...αμάν ρε, τι κιόλας, δεν έχεις αφήσει κρεμάστρα για κρεμάστρα και κοιτάς αυτές τις μαλακίες τις φωσφοριζέ και μετά θα μου το ζαλίζεις «τι να βάλω» και «τι να βάλω», που ψωνίζεις ψωνίζεις και ποτέ δεν έχεις να βάλεις... Πάρε ρε κανα μικρό μαύρο φόρεμα να είσαι σούπερ παντού και μετά τα κοιτάς τα πούπουλα!
-Ναι, καλά, μαλακίες κλασικούμπες, εγώ ρε θέλω άμα μπαίνω μέσα να φεύγουν οι λουλουδούδες απ' την πίστα και να ρχονται στην πόρτα... αυτό το χρυσοπράσινο σ' αρέσει;
-Σα χοντρή χρυσόμυγα θα είσαι, πα να πιω καφέ και έλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαφτικά: Τα προϊόντα μακιγιάζ ή αλλιώς «βαψίματος».

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες καλλυντικών: τα προϊόντα περιποίησης και τα βαφτικά, που χρησιμοποιούμε για να βαφόμαστε.

Δεν αναφερόμαστε στα σύνεργα του μπογιατζή των ντουβαριών, βλέπετε πουθενά κατηγορία «επαγγελματική σλανγκ»; - από την άλλη ο όρος βαφτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το κόστος του μπογιατίσματος των ντουβαριών αλλά δεν είναι σλανγκ.


Αυτά. Ο ορισμός τελείωσε. Και μη μου αρχίσετε σεσινεπάσλανγκ γιατί το χω τσεκάρει, όλοι το χρησιμοποιούν και κανείς δεν το χει καταχωρήσει σε νορμάλ λεξικό. Ακολουθεί παράρτημα με αναλυτική αναφορά.

Παράρτημα - τα βαφτικά είναι (μη εξαντλητική αναφορά - όλα τα παρακάτω είναι απαραίτητα σε κάθε πλήρες μακιγιάζ, δεν παίζουν εναλλακτικά εκτός αν αναφέρεται):
Πρόσωπο (πάνω από την κρέμα ημέρας και την αντηλιακή): σπρέι λάμψης, αντισέρν κάτω από τα μάτια για να κρύψουμε τους κύκλους, μέικαπ σε όλο το πρόσωπο, πούδρα κανονική, μπρόνζερ, ρουζ στα μήλα (χαμογελάμε όταν το φοράμε για να μπει στα σωστά σημεία), χαϊλάιτερ μόνο πάνω στο κόκκαλο για να λάμπεις.

Μάτια: Στερεωτικό μπογιάς, τρεις αποχρώσεις σκιά (μία για την εσωτερική γωνία μία για την εξωτερική γωνία μία για κάτω από το φρύδι), Άι Λάινερ (βοήθειά μας - γραμμή δίπλα στην βλεφαρίδα), μάσκαρα (στη βλεφαρίδα) από μια ως τρεις στρώσεις, ή εναλλακτικά ψεύτικες βλεφαρίδες κάγκελο.

Χείλη: Στερεωτικό μπογιάς, περίγραμμα (λίγο πιο έξω από την φυσική γραμμή για να φαίνεται πιο παχύ), κραγιόν, πούδρα, δεύτερη απόχρωση κραγιόν που να αστράφτει (μόνο μια τελίτσα στο κέντρο του κάτω χειλιού για να φαίνεται πιο σαρκώδες).

Για να μην κουβαλάμε πολλά στο νεσεσέρ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο στερεωτικό μπογιάς για μάτια και χείλη.

Ισχύει ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος βαψίματος τόσο πιο φυσικό φαίνεται αυτό και πρέπει να βάφεσαι κανα δίωρο για να γίνεις διάσημη για την φυσική ομορφιά σου. Αατα.

Ασίστ από εδώ: γυναίκα μπογιατζής: [...]Η γκόμενα που έχει μακιγιαριστεί μέχρι αηδίας και κακόγουστα. Αγοράζει τα βαφτικά με το κιλό και πάντα σε φτηνιάρικες μάρκες, γιατί ούτως ή άλλως δεν την πολυπαίρνει οικονομικά. [...]

Εδώ: Η κυρία Χριστίνα ταξιδεύει πολύ συχνά σε ολόκληρο τον κόσμο, γι' αυτό σκέφτηκα οτι ένα μικρό τσαντάκι για να παίρνει μαζί της τα βαφτικά και τα καλλυντικά της θα ήταν ό,τι έπρεπε...

Εδώ: Χριστός κι απόστολος!! Τί μάτια είναι αυτά;;; Αυτοί δεν είναι μαύροι κύκλοι, αυτά είναι μαύρα μάγουλα με μπορντούρα ώχρα!! Πώς έγινα έτσι ρε μάγκα μου… Τόσο νέα, πλην όμως τόσο σαράβαλο!! Κάτσε να βάλω κρέμα τουλάχιστον και για το χρώμα, θα κάνω ότι μπορώ με το σοβά… νά’ναι καλά ο Dior και τα βαφτικά του!

Σχετικό: σοβάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καραμπίνα - κυριολεξία: Ντουφέκι. Διάφορα είδη, παίζει σε κυνηγετική, σκοποβολής (ολυμπιακό αγώνισμα), κοντόκανη, μακρύκανη κ.λπ. Συνήθης πρωταγωνιστής σε αυτοκτονίες, δολοφονίες και μοιραία ατυχήματα, όπως αποδεικνύεται με ένα γούγλε γούγλε (παράδειγμα 1). Ορίστε, πάμε στα σλανγκικά τώρα:

Η καραμπίνα - χρήση στον λόγο: Πρόκειται για όπλο πολύτιμο λεκτικά με διάφορες προεκτάσεις. Αφενός κάνει μπαμ, ή κατά περίπτωση μπαμ-μπαμ-μπαμ (βλ. παρακάτω), αφεδύο είναι συνδεδεμένη ως έννοια με το περιμένω την ευκαιρία. Πώς την έχει στημένη ο κυνηγός πίσω από τον θάμνο, στις καλαμιές, γουοτέβα, με την καραμπίνα του και παραμονεύει το θήραμα για να το μπουμπουνίξει; Έεετσι! Διάφορες καραμπινιές που πρόλαβαν άλλοι στο σάιτ είναι το καραμπινάτο, ως κάτι προφανές (που κάνει μπαμ), η επαναληπτική καραμπίνα, ως ο ενεργητικός και άοκνος σεξουαλικός σύντροφος (κάνει μπαμ, μπαμ, μπαμ), αλλά και το ο καραμπίνας, ως ο τζογαδόρος που παίζει καραμπίνα, δηλαδή περιμένει μέχρι να δει την ευκαιρία για να κερδίσει. Η καραμπίνα όμως; Ιδού:

Η καραμπίνα - ορισμός: Χαρακτηρισμός για γυναίκα κωλοπετσωμένη, κατεργάρα, ενδεχομένως μπαμπέσα, που καιροφυλαχτεί και βρίσκεται συνεχώς σε επιφυλακή για ευκαιρίες οφέλους κάθε είδους και όλες οι ενέργειες, τα λόγια της κ.λπ. είναι προσανατολισμένες σε αυτή την κατεύθυνση. Η ετικέτα μπορεί να σημαίνει απλά καπάτσα ή να ενέχει δόσεις πανουργίας, δολιότητας και μουλωχτής υπουλοσύνης. Δεν αφορά απαραίτητα σε άτομο χωρίς αξία, αλλά σε κάποια που παίζει το παιγνιδάκι της μελετημένα (Παράδειγμα 2).

Η κυρία-καραμπίνα κάθεται και παραφυλάει το θύμα. Μόλις το εντοπίσει, το διπλαρώνει και με τερτίπια επιδιώκει να πετύχει τον στόχο της (τ. να τον τυλίξει, να του πουλήσει ασφάλεια ζωής, να του πουλήσει το μουνί της για εξουσία, τέτοια γενικώς). Η κλασική σκηνήτης Αλίκης να σκουντάει τον Παπαμιχαήλ σε φάση «Με συγχωρείτε, ήταν τυχαίο» χαρακτηριστική. Επίσης χαρακτηριστικά είναι κάτι υποθετικά σενάρια όπου, εντελώς τυχαία και αυθόρμητα, η νεαρή δικηγόρος λιποθυμά στα πόδια του ζάμπλουτου εργένη, του μαγειρεύει ένα καλό γεύμα και καταλήγει να οργανώνει ολυμπιακούς (Παράδειγμα 3).

Παραλλαγή - Παλιά καραμπίνα: Τα ανωτέρω περί καπατσοσύνης έχοντας επιπλέον βαθιά γνώση του αντικειμένου και μεγάλη εμπειρία. Παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι κιέτσ' (Παράδειγμα 4).

  1. Τί ξεμυάλισε την Αννούλα; Η καραμπίνα του πατέρα της.

  2. Η Ελένη τα έχει με τον συμφοιτητή της τον Μάρκο που μένει στην εστία και κυκλοφορεί με παπί. Την αγαπάει, ξέρει πώς να χειριστεί την γ-καύλα της και να την μετατρέψει σε πυροτεχνήματα πίσω από τα κλειστά της μάτια και ο ίδιος μπορεί να τελειώσει τρεις φορές σε δύο ώρες χωρίς προβληματισμό.

Η Ελένη όταν βγαίνει με φίλες κοιτάει με ενδιαφέρον στα διπλανά τραπέζια, φλερτάρει και δηλώνει: «Καλός ο Μάρκος, αλλά αν βρω καμια καλύτερη περίπτωση, καναν γιατρό, καναν μηχανικό, κανέναν να έχει τον τρόπο του, ε, δεν θα μείνω με τον απόφοιτο του ΤΕΙ, μην τρελαθούμε».

Στην ανωτέρω ιστορία ο Μάρκος είναι επαναληπτική καραμπίνα και η Ελένη είναι καραμπίνα σκέτο.

  1. -Ξέρεις ρε πώς γνωρίστηκε η Γιάννα με τον Θόδωρα; Λένε ότι του λυποθύμησε στα πόδια την Ανάσταση στο Φανάρι! Παραφύλαγε η καραμπίνα αχαχααα
    -Χέσε ρε, είχε ανάγκη τώρα η Γιάννα, βουλευτίνα γυναίκα, τον Θόδωρα; Όλο μαλακίες διαβάζεις στις κωλοφυλλάδες.

  2. Λέει ο Γ. Μητσάκης μεταξύ άλλων (από εδώ): Στnν Κατοχή με είχε μια γριά [...]τεκνατζού. [...]Με πήγε στο Mοναστnράκι και μου έραψε ένα κοστούμι [...] Ήτανε παλιά καραμπίνα. Μου έλεγε όχι τώρα που σου έφτιαξα το κοστούμι να πάρεις δρόμο... [...] Μου πήρε και μπουζούκι αλλά το μπουζούκι έπρεπε να το κρεμάω στn ντουλάπα, όχι να το παίρνω και να φεύγω. 'Ηθελε να με έχει κρατnμένο.

Η καραμπίνα καραδοκεί. Η εκδίκηση της πάπιας. (από Galadriel, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυποποιημένη έκφραση αυστηρής κριτικής ή αυτοκριτικής κατόπιν εορτής. Καταλογίζει στεγνά ευθύνες για την κακή έκβαση των γεγονότων. Μπορεί να εμπεριέχει μια δόση αποδοχής έως απελπισίας (όταν το λες στην πάρτη σου) ή κακεντρέχειας (όταν στο λένε). Στην δεύτερη περίπτωση χτυπάς δύο φορές το κεφάλι σου: μία για την αρχική μαλακία και μία μπόνους που εμπιστεύτηκες τον πόνο σου στον άνιωθο.

Στο είχαν πει, είχες ενημερωθεί, είχες προειδοποιηθεί, είχες προηγούμενη αντίστοιχη εμπειρία (παράδειγμα 1), τα σημάδια της επικείμενης καταστροφής ήταν φανερά, παρόλα αυτά πήγες γυρεύοντας για μπελάδες και συνέχιζες να κατρακυλάς προς την κόλαση. Δεν υπάρχει δικαιολογία για την τωρινή κατάσταση στην οποία βρέθηκες από την απερισκεψία σου, σο, δεν υπάρχει έλεος. Δεν έχει να κάνει με το αν πραγματικά / κυριολεκτικά πρόσεχες - μπορεί και να πρόσεχες, αλλά να την πάτησες. Το ας πρόσεχες σημαίνει επί της ουσίας «καλά να πάθεις».

Πέρα του ξεκαθαρίσματος ότι φταιςςς για την κατάντια σου, η φράση χρησιμοποιείται για να απαλλάσσει άλλα εμπλεκόμενα άτομα από ευθύνες. Η, υπερτιμημένη κττμγ, αξία της απόλυτης ειλικρίνειας δίνει άλλοθι σε εκείνον που την επικαλείται - ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να τσακίσει τις ξένες ψυχολογίες τ. «πώς χόντρυνες έτσι ρε, εγώ στη θέση σου θα αυτοκτονούσα, τί, χαλάστηκες; Ας πρόσεχες φίλο εγώ είμαι ειλικρινές άτομο, τί ήθελες καλύτερα, να σου λέω ψέματα;» - όχι βέβαια, όμως είναι πραγματικά απαραίτητο να μου τονίζεις την ήδη γνωστή αλήθεια; Ας πρόσεχα, νο; (βλ. παράδειγμα 2).

Παίζει και ως γείωση, σε φάση σου πρήζει ο άλλος με την γκρίνια του, του την λες με ένα «ας πρόσεχες» που πα να πει «δε με ενδιαφέρει ρε φίλε» και η συζήτηση αλλάζει.

Σχετικό στο πιο λάιτ: εμ, φιλενάδα;

Παράδειγμα 1- εδώ:
«ΤΟ πάθημα πρέπει να σου γίνεται μάθημα στη ζωή», έλεγε ο παππούς μου ο Γιώργος. [...] ΣΥΝΗΘΩΣ βοηθάμε άτομα που έχουν ανάγκη ή προσποιούνται πως έχουν ανάγκη. Στη δεύτερη περίπτωση μικρό το πρόβλημα· έπεσες σε απατεώνα - ας πρόσεχες! Τώρα να το λουστείς.
(σ.ς. άπειρα τέτοια παραδείγματα στο νετ και στο μυαλό όλων, τί να λέει)

Παράδειγμα 2 - Το άσμα: Ας πρόσεχες αγόρι μου, να μη με ερωτευόσουν, ας πρόσεχες στο είχα πει, μαζί μου όταν κοιμόσουν. (σ.ς. η κυρία την ώρα που το έκανε του βόγκαγε με δαγκωμένο χειλάκι «ναι, ναι, ναι μωρό μου, σε παίρνω τώρα στα τέσσερα, αλλά δεν έχουμε και τίποτα, όλα κι όλα, μη μου ζητάς μετά τα ρέστα»).

Παράδειγμα 3 - δικό μας: Ούτε 'γώ δεν δίνω σημασία σ' αυτά που λέω και δεν ντρέπομαι να το δηλώσω, και συ ρε λακαμά κάθεσαι κι ασχολείσαι; Ασπρόσεχες.

Παράδειγμα 4 - δικό μου: Οδηγώντας νύχτα κοντά στην Ομόνοια σταματάω σε φανάρι. Οι πόρτες ξεκλείδωτες και η τσάντα στην θέση του συνοδηγού (αν είναι δυναμόν). Ένας ταλιμπάν ανοίγει την πόρτα του οδηγού και με τρομοκρατεί ουρλιάζοντας κάτι για το πίσω λάστιχο, όσο ο συνεργός του ανοίγει την άλλη πόρτα και κλέβει την τσάντα που είχε μέσα τα πάντα όλα. Ποιος φταίει; Εγώ φταίω. Ας πρόσεχα, νο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σμήνος, αγέλη, σμάρι, λεφούσι. Εμπεριέχει μια ιδέα αναστάτωσης, ανακατωσούρας, βιασύνης, βαβούρας - παίζει να φταίει αυτός ο συνδυασμός του φ με το ρ, τ. φουρ-φουρ.

Επιπλέον, πρόκειται για γιαγιαδοσλανγκιά με συνήθη χρήση στην περίπτωση προχωρημένης εξάπλωσης ψειρών σε παιδικά κεφάλια. Ακούς αυτόν τον συνδυασμό φ και ρ και σου 'ρχεται συνειρμικά μια εικόνα, εκατομμυρίων ψειρών να τρέχουν στα τυφλά γύρω γύρω από τις ρίζες των τριχών της κεφαλής, τσαλαπατώντας η μία την άλλη, γιατί δεν χωράνε όλες να πατήσουν σε στέρεο σκαλπ. Μετά από αυτή την σκέψη σε πιάνει μια φαγούρα παντού χωρίς άλλο λόγο.

Εδώ: ...ένα Σκανδιναβομάγαζο. Ξέρετε, από αυτά που μπαίνεις μέσα και είναι ένα φουρφούκι Βαλκυρίες τύφλα να χορεύουν «Heeeey hey babe, I wanna knooooooow if you ll be my girl» κλπ κλπ. (Και απο γύρω ένα άλλο φουρφούκι Greeklovers-γκατζούρια να κοιτάνε αλλα να μην ακουμπούν-οι περισσότεροι).

Εδώ:
Street να σου πω ρε, εγώ που είμαι άντρας και φτιάχνω και παστίτσιο και μουσακά και ο,τι θες, τι πρέπει να γίνει; να με κυνηγάνε ένα φουρφούκι νύφες με τα στέφανα στο χέρι με το που βγαίνω απο το σπίτι;; :) :) :)

Εδώ:
Στα μονοθέσια της Τριφυλίας διορίστηκα, σε χωριά χωρίς νερό!!! Φουρφούκι τα μαλλάκια των παιδιών από τις ψείρες! Τους έβγαζα στα διαλείμματα τις κόνιδες, μπας και τ' ανακουφίσω τα φουκαριάρικα και είχα και ναυτίες, ήμουνα έγκυος στην κόρη μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευαίσθητη, η μη-μου-άπτου (με την καλή έννοια), η τρυφερή και εύθραυστη, η ευάλωτη, αυτή που το μουνάκι της είναι φτιαγμένο από ροδοπέταλα (μεταφορικώς).

Έχετε αγγίξει ποτέ τα πέταλα ενός τριαντάφυλλου να δείτε πόσο βελούδινη αίσθηση αφήνουν στις άκρες των δαχτύλων - και πόσο εύκολα ένας, έστω και ανεπαίσθητα, άτσαλος χειρισμός μπορεί να αφήσει γραμμή πάνω τους; Το τριαντάφυλλο είναι εκεί, ανάμεσα στα δάχτυλά σου, κάτω από τα χείλη σου, ευάλωτο στη βούλησή σου. Σε σένα μένει να αποφασίσεις αν θα του φερθείς με την απαλότητα που του αρμόζει και να απολαύσεις αυτό το λεπτό, ντελικάτο, αδιόρατα γλυκό άρωμα, ή όχι.

Τέτοιες γυναίκες τις προσέχουμε, τους φερόμαστε με φροντίδα, τρυφερότητα και χαδάκια. Αν τις πονέσεις, δεν θα ακούσεις γκρίνια, κλάμα ή επιθετική αντίδραση, θα δεις τα υγρά μάτια τους να σε κοιτούν, απλά. Γιατί η τριανταφυλλομούνα είναι μια πρώιμη έκδοση της αρχοντομούνας και μόνο με αυτήν μπορεί να συσχετιστεί ως -μούνα. Σο, δεν τις πονάς.

[Η γιαγιά αλλάζει το πάμπερ της μπέμπας και μουρμουράει ξεχειλίζοντας από αγάπη:]
-Έλα κοριτσάκι μου, έλα κοπελάρα μου, έλα να σ' αλλάξω εγώ μην κοκκινίσει το πιπί σου, που σ' έχουμε μία κι ευαισθητούλα, που σ' έχουμε τριανταφυλλομούνα...

-Θα 'ρθείτε όλες; Την Κατερίνα την ρώτησες αν μπορεί;
-Δε θα έρθει αυτή, δεν μπαίνει σε πισίνες, φοβάται τους μύκητες.
-Έλα μαλακίες, τόσο τριανταφυλλομούνα πια;

(Κλαψομούνα) -Ζουζουνάκι μουυυ, έχει πολύ δυνατά την μουσική εδώ μωλέεε, με πονάνε τα αυτάκια μουυυ, πάμε μωρό μου στο άλλο μαγαζί που είναι και τα κορίτσιααα...
(Μουνόδουλος)-Πονάνε τα αυτάκια σου; Ουχουχού, τί κοριτσάκι έχω εγώ μωρέ, τί τριανταφυλλομούνα είναι τούτη; (σ.ς. τα 'χει μπερδέψει αλλά έτσι είναι αν έτσι νομίζει) Έλα αγκαλίτσα, εντάξει, πάμε στο άλλο μαγαζί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικά πλάσματα μαύρα, τριχωτά με γουρλωτά μάτια που βρωμούν και κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια. Μοιάζουν με τα σκανδιναβικά τρολ και είναι συναφή με τα καλικατζαράκια που φεύγουνε τα Φώτα με τους αγιασμούς, αλλά τα συγκεκριμένα φαίνεται ότι μπορούν να στοιχειώνουν τα σπίτια όλες τις μέρες του χρόνου.

Αντιπροσωπεύουν την γκαντεμιά, την γλωσσοφαγιά, την καντήφλα, την αρνητική ενέργεια που έχει πέσει σε ένα σπίτι. Πώς είναι το κακό το μάτι για ανθρώπους; Το ίδιο για σπίτια.

Η λέξη συναντάται κυρίως ως μέρος της φράσης «λιβανίζω να φύγουν τα κατσιμπουχέρια» που 'λεγε η σχωρεμένη η γιαγιάκα μου από την Ηλjεία με ένα λιβανιστήρι στο χέρι πέρα δώθε (κάθε τρεις και λίγο). Το λιβάνισμα λέει καθαρίζει την ατμόσφαιρα από το κακό και φεύγουν τα κατσιμπουχέρια. Δεν έχω ακούσει την λέξη στον ενικό, μάλλον πάνε πολλά μαζί αυτά.

-Χριστέ και Παναγία, τί σκατά βρωμάει έτσι πάλι πρωί πρωί ρε πούστη μου; Λιβάνι; Ρε γιαγιά!!!
-Τί παιδάκι μου;
-Τί έπιασες πάλι με τα λιβάνια, γαμώτο.
-Μη βρίζεις παιδάκι μου, λιβανίζω να φύγουν τα κατσιμπουχέρια...
-Α ρε γιαγιά πάλι, α ρε γιαγιά, θα βγω με την Έλενα και θα μυρίζω σα μνήμα, α ρε γιαγιά, α ρε γιαγιά... (σ.ς. αγαπάμε γιαγιά και δεν ρίχνουμε καντήλια).

Μετά το λιβάνι. (από Galadriel, 12/11/09)

Σχετικό: λυκούτσαρδοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ντάγκα ντάγκα: Ηχοπαράγωγο επίρρημα, γενικώς περιγράφει ήχους (και πάει κι ένα βήμα παραπέρα βεβαίως βεβαίως). α) Ήχους λίγο πιο μπάσους και πιο μεγαλοπρεπείς από το χαρμόσυνο ντιν νταν, αλλά με μια ανεπαίσθητη ενοχλητική χροιά (π.χ. υλικό από ελαφρύ φτηνό μέταλλο, ντενεκέ κιέτσ', καμπανάκια, τριγωνάκια για τα κάλαντα κ.λπ., παράδειγμα 1), ή β) Ήχους βαρείς, κοφτούς, σοβαρούς και τελεσίδικους, λίγο πιο λάιτ από το μπαμ μπαμ (π.χ. χέρι που χτυπάει σε στερεή επιφάνεια κ.λπ.).

Στην καθομιλουμένη (βασική σλανγκιά) με ψιλομάγκικη χροιά, ντάγκα ντάγκα θα πει επί τόπου, ντούκου, μπραφ (με την καλή την έννοια).

Κυρίως αναφέρεται σε ρευστό χρήμα πληρωμένο αμέσως, χωρίς παζάρια, χωρίς «ευκολίες», χωρίς γραμμάτια και αηδίες, αλλά cashέρι, ζεστό ζεστό. Από τον ήχο που κάνει το τούβλο τα λεφτά όταν χτυπάει στο τραπέζι - βλ. (β) παραπάνω. Διπλό για έμφαση. Το να πληρώνει κάποιος ντάγκα ντάγκα την σήμερον ημέρα της οικονομικής κρίσεως αποτελεί μέγα διαπραγματευτικό εργαλείο, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε πολύ καλύτερη τιμή αγοράς προϊόντος, δεδομένου ότι η αγορά κάνει κρα για ρευστό.

Σπανιότερα αναφέρεται και σε άλλες περιπτώσεις, π.χ. περιγράφοντας την αμεσότητα και την ευθύτητα στον λόγο, «τα είπε ντάγκα ντάγκα» ως αντίστοιχο των «τα είπε έξω από τα δόντια», «μίλησε σταράτα» κ.λπ.

  1. Στη μορφή «ντάγκα ντάγκα Κυριελέισα» αποτελεί έθιμο του Ελληνικού βορά για τα Φώτα. Αναπαράγω από εδώ: Τελευταία μεγάλη γιορτή του Δωδεκάμερου σήμερα τα Φώτα ή Kυριελέησα[...] Στη συνέχεια τρέχουν, κρατώντας τις εικόνες, σε όλο το χωριό φωνάζοντας: «ντάγκα-ντάγκα Kυριελέησα». Οταν συναντούν μικρά εκκλησάκια (υπάρχουν αρκετά απ' αυτά στη Δαδιά) τα τριγυρίζουν τρεις φορές, φωνάζοντας πάντα την κραυγή της ημέρας που -κατά κοινή πεποίθηση- είναι η μίμηση του ήχου της καμπάνας και το όνομα της γιορτής.[...]

  2. Γούγλε γούγλε έδειξε ότι σε μονό (Ντάγκα) παίζει και ως κλιτική κυρίου ονόματος π.χ. του Βαγγέλη Ντάγκα αμυντικού του Ηλυσιακού(έπαθα μόρφωση πάλι).

Παράδειγμα 1: Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά [1955]
ΠΟΠΗ: Και δε μου λες; Δεν πήγες στη Θεσσαλονίκη; ΛΑΛΑΚΗΣ: Ε, δηλαδή, για τη Θεσσαλονίκη πήγαινα, αλλά κατέβηκα σε ένα σταθμό, να πάρω μια ασπιρίνη, γιατί πόνεσε το κεφάλι μου... ΠΟΠΗ: Το δικό σου το κεφάλι; ΛΑΛΑΚΗΣ: Το δικό μου το κεφάλι, Πόπη μου. Είναι δυνατόν να με πονέσει το ξένο το κεφάλι;
ΠΟΠΗ: Και λοιπόν... τι έγινε; ΛΑΛΑΚΗΣ: Ε... να... ώσπου να κατέβω... ώσπου να πάρω την ασπιρίνη... φρου, φρου ο σταθμάρχης, του, του, η ταχεία, ντάγκα, ντάγκα το καμπανάκι... ξέμεινα!

Εδώ άλλο παράδειγμα:
Και η Πέγκυ Ζήνα όμως, εκτός από το Cayenne, θέλησε ν' αποκτήσει και κάτι ιδιαίτερο. Έτσι διάλεξε μια μαύρη και γυαλιστερή Porsche Cayman. [...] Το πλήρωσε που το πλήρωσε κι αυτή ογδόντα χιλιάρικά και... ντάγκα-ντάγκα, ας το χαρεί τουλάχιστον.

Εδώ κι άλλο:
Α ναι, το καταραμένο χρήμα... διαθέτω 2500 ως πάρα πολύ βαριά 3 χιλιάρικα αλλά ντάγκα ντάγκα [με το συμπάθειο] κιόλας.

Εδώ κι άλλο:
και ομως.. μια οικογενεια αθιγγανων που εχω ειναι κυριοι σε ολα!πληρωνουν στην ωρα τους (νταγκα νταγκα) και ουδεποτε κανουν παζαρια...

Ο Βαγγέλης. (από Galadriel, 06/11/09)Το τραμ το τελευταίο (από allivegp, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω το πάνω χέρι (γονιός στο παιδί, προϊστάμενος στον υφιστάμενο, αξιωματικός στον φαντάρο κ.λπ.). Σου ζητάω (ή σου δίνω εντολή, ή σε διατάζω, αναλόγως ποιοι από τους προαναφερθέντες είμαστε) να κάνεις κάτι. Εσύ δυσφορείς έως και διαμαρτύρεσαι. Με πιάνει το πείσμα. Εξηγώ τους κανόνες: Θα το κάνεις. Είπα. Κι επειδή με τσάντισες επιπλέον, όοοχι μόνο θα το κάνεις αυτό που λέω, αλλά θα το γουστάρεις κιόλας. Θα κάνεις και χαρές. Θα αρχίσεις και τα τραγούδια και τους χορούς. Υποχρεωτικά.

Έχει ήδη διατυπωθεί ωραιότατος συσχετισμός με αγγλιά από εξαιρετικό μαθητή μου (εύγε τέκνο), εντός άλλου ορισμού: «Θυμίζει το εκμηδενιστικό αμερικάνικο: «Do it and like it» (=θα κάνεις την αγγαρεία και θα πεις κι ένα τραγούδι δηλ. υποχρεούσαι να το ευχαριστηθείς κιόλας!), δηλαδή στερεί απάνθρωπα από τον φανταράκο, ακόμα και τη δυνατότητα να στενάξει...».

Άλλες μορφές: Θα το κάνεις και θα χορέψεις.
*Θα το κάνεις και θα πηδήξεις (ή *θα πηδήκεις
στα πελλοπονjησιακά - όπως άκουσα από μια Ζαχαρέα μαμά).

Μπαμπαδίστικη, μην πω μαμαδίστικη έκφραση - παίζει πολύ στον γυναικείο λόγο. Οι άντρες το 'χουν με τα περισσότερο σκληρά, βλ. τελευταίο παράδειγμα με τις κατσίκες.

Γυναικεία αποφασιστικότητα - Μανώλης Χιώτης, άσμα ηρωικό και πένθιμο:
Δεν είμεγώ απτις γυναίκες που θαρρείς, δε λογαριάζω αν είσαι μάγκας και βαρύς, κι αν εκορόϊδεψες πολλές σταληθινά, σε μένα όμως η μαγκιά σου δεν περνά. Θα τα βρεις μαζί μου σκούρα, κι ας με παίρνεις γιαγγελούδι, θα μου βάλεις την κουλούρα, και θα πεις κι ένα τραγούδι. (σ.ς. ετς)

Γυναικείο δράμα - εδώ:
Η ζωή δεν είναι εύκολη για τις γυναίκες [...] όσο κι αν γκρινιάζει το έτερον ήμυσι για τα λεφτά που χαλάμε για το beauté μας [...] κούκλες έχει συνηθίσει αγάπη μου να βλέπει παντού γύρω, κούκλες θέλει να βλέπει και στο σπίτι του! Τώρα δε το καλοκαίρι τα πράγματα για μας κορίτσια είναι ακόμα χειρότερα. [...] Μια ριζική αποτρίχωση για να φοράς με αυτοπεποίθηση το μπικίνι δεν θα την κάνεις; Θα την κάνεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, εκτός φυσικά αν θες να μοιάζεις με τον Γκάλη. [σ.ς. το σχετικό δράμα αναλύεται μεταξύ άλλων και εδώ].

Γιούνισεξ τσαμπουκαλίκι εγχώριο:
– Μασάει η κατσίκα ταραμά;
– Μασάει... Και φτύνει και τα κουκούτσια...
Που σημαίνει: «Μαλάκα, περνιέσαι για ξύπνιος, αλλά αυτό που λέω εγώ θα γίνει και θα πεις κι ένα τραγούδι».

Θε μου, πώς θα τραγουδήσω τώρα... (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαφωνία: Ο ένας περιγράφει το ίδιο πράγμα σαν να είναι δύο αντίθετα, ο ένας το λέει μακρύ και ο άλλος κοντό. Ο καθένας λέει τα δικά του και οι δυο μαζί λένε ό,τι να 'ναι και τεσπά δεν υπάρχει συνεννόηση.

Συνήθως, εκτός από την διατύπωση διαφορετικών απόψεων, ο καθένας από τους διαφωνούντες προσπαθεί να πείσει κάποιον τρίτο για την ορθότητα των λεγομένων του. Σε πιο προχώ περιπτώ, σου ζαλίζουν, είτε γιατί δεν σε ενδιαφέρει το θέμα και δε γουστάρεις ηχορύπανση και βαβούρα (παράδειγμα 1), είτε (ακόμα χειρότερα) γιατί σου θέτουν ένα επιπλέον πρόβλημα από όσα σε έχει φορτώσει η ζωή για να λύσεις: να σκεφτείς και να αποφασίσεις ποιος έχει δίκιο (παράδειγμα 2).

Και δηλαδή γιατί όχι «το χοντρό και το λιγνό του», «το άσπρο και το μαύρο του», «το φωτεινό και το σκοτεινό του» (λέμε τώρα...) που είναι κι αυτά αντίθετα; Εικάζεται ότι πρόκειται για αναφορά στα παιδικά παιγνίδια, όπου σε περιπτώσεις που πρέπει να γίνει επιλογή, το μακρύ και το κοντό μας βοηθούν να αποφασίσουμε ποιος «κερδίζει»:

Πρόκειται για την γνωστή πρακτική (εναλλακτική του αμπεμπαμπλόμ) για να επιλεγεί αυτός που «τα φυλάει» στο κρυφτό, που κυνηγάει στο κυνηγητό, που τρώει τις μπάτσες στο μπιζ, που κάνει την τυφλόμυγα, που είναι μάνα στην μακριά γαϊδούρα κ.λπ.: παίρνουμε δυο ξυλάκια διαφορετικού μήκους, ένα κοντό κι ένα μακρύ / τα δίνουμε σε έναν να τα κρατάει και να τα δείξει στους άλλους από την αντίθετη πλευρά έτσι ώστε οι άκρες να φαίνονται ίσες / διαλέγουν και τραβάει ο ένας το μακρύ κι ο άλλος το κοντό. Αυτός που τράβηξε το κοντό χάνει συνήθως, η ζωή είναι σκληρή, όπως γνωρίζουν τα κορίτσια και όσοι έχουν το κοντό, αλλά κάποιος μπορεί να αντιπαραθέσει ότι σημασία έχει το πάχος και όχι το μήκος, σο δεν κλαίμε εκ των προτέρων α-α.

Παράδειγμα 1: Το μακρύ τους και το κοντό τους (στο κινητό): Πρωί-πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι στον ηλεκτρικό είναι τουλάχιστον ενοχλητικό και αγενές να ακούς το διπλανό σου να μιλάει όσο το δυνατόν πιο... βροντερά γίνεται στο κινητό του, δίνοντας οδηγίες σε συναδέλφους του για το πώς πρέπει να κάνουν τη δουλειά. Το κινητό είναι όντως αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς πολλών ανθρώπων, αλλά δεν είναι ανάγκη να τους ακούνε όλοι οι άλλοι γύρω τους. Έλεος...

Παράδειγμα 2: Βαρέθηκα να ακούω το μακρύ και το κοντό του καθενός...! Ότι ακούμε πολλά κουφά ξεκινώντας από την περίοδο της εγκυμοσύνης για να επεκταθούν αργότερα στο θηλασμό, στο μεγάλωμα των παιδιών μας κοκ. είναι γνωστό (από το βγάζει μαλλιά το παιδί και γι'αυτό έχουμε καούρες μέχρι ότι κινδυνεύει από μύρια ψυχολογικά προβλήματα ένα παιδί έτσι και περάσει τους 6 μήνες θηλασμού...! ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified