Γραφικός χαρακτήρας δυσνόητος, ασαφής και ακατάληπτος, αλλά κυρίως άθλιας εμφάνισης. Γράμματα που η όψη τους χαλά την εικόνα του χειρόγραφου και το καθιστά δυσανάγνωστο, απεχθές προς ανάγνωση, έως και μη αναγνώσιμο. Σύμβολα του αλφαβήτου καταγεγραμμένα με τέτοιο τρόπο που προσομοιάζουν με την απαίσια ασύμμετρη και ασουλούπωτη εμφάνιση των καλικάντζαρων της λαϊκής φαντασίας - που επίσης αποκαλούνται καλικαντζούρια στο καλλιτεχνικό τους (παρ. 1).

Χρήση λήμματος κυρίως από μαμάδες, δασκάλες πρώτων τάξεων δημοτικού και εκθεσούδες των τελευταίων τάξεων του λυκείου, μαθητές, ή όσους υπήρξαν μαθητές και γιαγιάδες που αναμασούν τις αναμνήσεις των χρόνων της νεότητας μετά από νοσταλγία ή εγκεφαλικό επεισόδιο.

Κάναμε εξορκισμό, αγιασμό και ένα ευχέλαιο και διώξαμε τελώνια, δαιμόνια, καλικαντζούρια, νεράιδες, ξωτικά και λοιπά κακά πνεύματα... (lucretia εδώ)

Εμένα αλλάζει τελείως. Με τα στυλό από Χόντος κάνω μεγάλα καλικαντζούρια, άλλωτε πλαγιαστά από τη μία, άλλωτε από την άλλη, άλλωτε μεγάλα, άλλωτε μικρά... με κάτι άλλα του εμπορίου με μύτη 0,7 κάνω υπέροχα γράμματα.. (loukoumi εδώ)

Εκλινε λοιπόν η αδιάβαστη τη '' χώρα '' και γιόμισε μονομιάς όλος ο πίνακας ανορθογραφίες και καλικαντζούρια! (Μια φορά κι έναν καιρό.)

Καλικαντζούρια με πραγματικές συνέπειες Σόρρυ μαν, δύο φώτος για το σινάφι, είστε νοτόριους.

Δες και καλικατσούνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, η συζήτηση ολοκληρώθηκε, μίλησε ο μεγάλος μανιτού και είπε ουγκ, τέλος.

Μπαίνει στο τέλος της φράσης, duh, και δίνει μια βαρύτητα, κλείνει το θέμα βαρύγδουπα, σαν ένα τριπλό θαυμαστικό στο γραπτό λόγο, αλλά με βάρος, αν μπορεί κανείς να ζυγίσει σημεία της στίξης.

Φοριέται και σε υπερθετικό βαθμό ως «αυτό μόνο, τέλος». Αυτό το τέλος, όχι ότι δεν υπήρχε, το απογείωσε όμως η ελεεινής αισθητικής - να τα λέμε κι αυτά - αλλά πασίγνωστη ομώνυμη φάρσα (βλ. μήδι). Η φάρσα αυτή είχε γίνει βάιραλ στα κινητά χρόοονια τώρα, τότε που ένας σωρός σοβαρός κόσμος το είχε για ρινγκτόουν μαζί με την άλλη τη μαλακία το «έτσι, βεντούζαρούφα το τρομπόνι», έλεορ.

[Κι εγώ τώρα που τα λέω έτσι απαξιωτικά γιατί τόση καφρίλα δεν παλεύεται, μη νομίζετε, ένα «σε κατάλαβα από τη φωνjή», ένα «είμαστε γεννημένοι ο ένας για τον άλλο», ένα «από μικρός το κάνεις αυτό;» και ένα «καλά θα περάσουμε» μου ξεφεύγει, έτσι, πάνω στην τρέλα μου.]

Σχετικό: δεν περιγράφω άλλο.

Εδώ: Το twitter βοά... Ο Σαντικάι ενηλικιώθηκε... αυτό μόνο τέλος!

Εδώ: L'Atelier de Joel Robuchon, αυτό μόνο, τέλος!

Εδώ- σε τραγούδι: Είμαστε γεννημένοι ο ένας για τον άλλον τέλος (μην πεις τίποτα) και στην καρδιά σου εγώ φωτιά μεγάλη να σου βάλω
τέλος (αυτό μόνο τίποτ' άλλο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφού βαριέται ο προλαλήσας:

«Άσε μας κουκλίτσα μου»: Έκφραση δυσαρέσκειας ή και απέχθειας που προκύπτει από φρικαλέα ηλίθια, ή εξωφρενικά εκτός τόπου και χρόνου προειπωθείσα ατάκα ατόμου που, μετά από αυτό που ξεστόμισε, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανώριμος, πανίβλακας, εξωγήινος ή / και απελπιστικά τρομπαδούρος.

Αντίστοιχες της νεοελληνικής: χέσε με μωρέ τώρα, άσε μας στην ησυχία μας, κάνε μας τη χάρη σήκω φύγε σε φάση, που καθόμαστε και σε ακούμε, ζώον και μας ζαλίζεις τα παπάρια με τις μαλακίες σου. Εν κατακαυλείδι: δε μας γαμάς ρε μάστορα πρωί πρωί κιέτσ'. Αντίστοιχη αγγλόφωνη: bitch please, να, μάθατε τι θα πει και μπιτς πλιζ, σλανγκορισμός στην αντίστροφη, αλλά να πάτε στο λινκ που τα λέει καλύτερα.

Γενικής χρήσεως έκφραση, πάει σε θηλυκό (προφ) αλλά και σε αρσενικό, σε ουδέτερο, σε παιδιά, σε ζώα και σε αφηρημένες έννοιες εξίσου, στο σπίτι, στο γραφείο, στο πάρτυ, στην εκδρομή και κυρίως σε τίτλους άρθρων σε μπλογκζ και ποστεράκια τ. «keep calm and» όπως κανείς μπορεί να διαπιστώσει εύκολα με ένα γούγλε γούγλε κι άμα κοιτάξει στα από κάτω μήδια.

Οι απόψεις για την προέλευση της φράσης είναι διάφορες, από το facebook και το twitter έγινε γνωστή και καλά, όμως η Έλενα Ακρίτα έγραψε αρθράκι που έκανε στράκες και το οποίον μάλλον προϋπήρξε.

Έλενα: [...]- Τι δουλειά έχει το ύψιλον στην Εφορία;
- Ο,τι δουλειά έχει και το χαράτσι μες στη ΔΕΗ, άσε μας κουκλίτσα μου! Ασε μας και πάει να σπάσει το κεφάλι μου απ' την ημικρανία...
- Ολο ημικρανίες έχεις, το 'χεις ψάξει πού οφείλονται;
- Στο ότι βγήκα με ελαττωματικό κεφάλι, εκεί οφείλονται. [...] - Του κεφαλιού απέναντι πείτε του πως το θέλω...
- Ασε μας, κουκλίτσα μου, πάω να ξαπλώσω μπας και συνέλθω...[...]
- Οντως, οι πολιτικοί στην Ελλάδα αποδεικνύουν ότι υπάρχει ζωή στον πλανήτη Αρη...[...]
- Και βγαίνουν στα κανάλια, λένε των τεράτων τα τέρατα... - Στων περάτων τα πέρατα... - Με μια σιγουριά, μια αυτοπεποίθηση, έναν αέρα, ένα τουπέ, τον βλέπω και του ουρλιάζω «ΑΣΕ ΜΑΣ ΚΟΥΚΛΙΤΣΑ ΜΟΥ!!! ΑΣΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΗΜΙΚΡΑΝΙΑ ΜΟΥ ΜΕΣΑ!!!»[...]
-Κάτι μας ψεκάζουν αυτοί...
- Ασε μας κουκλίτσα μου, κάτι μας ψεκάζουν αυτοί. Δεν ήμασταν ηλίθιοι από πριν, ο ψεκασμός μάς φταίει; Τόσα χρόνια πιστεύουμε αηδίες, τόσα χρόνια ψηφίζουμε αηδίες, τόσα χρόνια κάνουμε αηδίες - κι ο ψεκασμός φταίει για όλα...

Εδώ: Υιοθέτησε μια πιο θετική στάση στο πώς αντικρύζεις τα πράγματα και μη χάνεις το χιούμορ σου. Και για όσους σε φέρνουν στα όριά σου με την απαισιοδοξία τους, μη μασάς. Απάντα με την κλασσική πλέον ατάκα της Έλενας Ακρίτα (σ.ς. το πα εγώ, δεν το 'πα;) «άσε μας κουκλίτσα μου».

Άσμα ασμάτων: Μη μου λες αγάπη σου δεν θέλω να ’μαι!
Μη ρωτάς τα βράδια τώρα που κοιμάμαι!..
Κομμένα πια τα «αγάπη μου''.
Άσε μας, κουκλίτσα μου!!!

(από Galadriel, 22/02/13)(από Galadriel, 22/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω βόλτα δηλ. βγαίνω από το σπίτι. Έχω εξόδου.

Βγαίνω ραντεβού άπαξ ή εξακολουθητικά.

Στο εξακολουθητικό του σημαίνει «τα 'χω φτιάξει με» και μπορεί να αποτελέσει μια εκδοχή-κορεκτίλα του «ξεσκίζομαι με».

Disclaimer: ναι ξέρω, 101, αλλά είναι δυναμόν να μην υπάρχει για λινκάρισμα; Έλεορ!

Εδώ - όπου ξεκίνησαν όλα: - Χθες βγήκα με τη Μαιρούλα. Έφερε μαζί της και τρεις φίλες της...

Εδώ: Έλα μαλάκα άκυρο το αποψινό! Παίζει θέμα με γκομενάκι και θέλει να βγούμε ρε μαλάκα! Ναι ρε μου έχει πει πόσες φορές να βγούμε αλλά της έριχνα άκυρα και τώρα δεν λέει να της πω πάλι όχι. Ναι ρε θα σας πάρω μετά να σας πω.” Σκέψη Γιώργου: Θα γαμήσω σήμερα!

Εδώ: «Δε βγαίνω με τον Robert Pattinson»

Εδώ: Η ΠΑΠΑΔΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ«ΕΒΓΑΙΝΑ ΜΕ 10 ΧΡΟΝΙΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΜΟΥ- ΜΕ ΕΧΟΥΝ ΑΠΑΤΗΣΕΙ»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γουρούνι αλλά με γερμανική προφορά του πέους. Χρήσιμη λεξούλα υπαινιγμός, ο για-τον-οποίο-λέγεται υπονοείται ότι την έχει δει ψιλοεσές βασανιστής κιέτσ' αλλά μάλλον τελικά, αντί να μας ψήσει για τη σκληρότητά του, καταφέρνει να γίνει ψιλογελοίος. Παραπομπή σε κάτι ελληνικές ταινίες για το έπος του σαράντα, με Πρέκα ή χωρίς, όπου ο ελληνομαθής γερμαναράς απευθύνεται υβριστικά στον ασυμβίβαστο ήρωα, ράους και γιαβόλ μάιν κομαντάντ σε φάση.

  2. Χαϊδευτικός χαρακτηρισμός τ. κουτσούνι μου, ζουζούνι - ζουζουνάκι μου, έτσι και γουγούνι - γουγουνάκι μου, γούτσου-γούτσου γου γου γου (τον έχω ακούσει με τα αφτιά μου, η πρωτοπόρος φίλη μου η Μαρία περιέγραφε σε μας τις υπόλοιπες με μεγάλη τρυφερότητα το πουλί του αγοριού της όταν ήταν πεσμένο). Έχει και γουνάκι μέσα η λέξη οπότε ο γουτσισμός γίνεται ακόμα απαλότερος. Αν τα χαδάκια πάνε προς αγαπημένη γουρούνα-μηχανή με τρεις ή τέσσαρες (sic) ρόδες έχουμε συνδυασμό με το 1.

  3. Άλλη αναφορά του λήμματος στο νετ, ως λουλούδι (μπέιμπυ σλανγκ).

Ασίστ: 1. patsis, 2. Μαρία Α.

  1. Ελληνοφρένεια για την απεργία των ταξί: -Πώς θα πάει ο κόσμος στο αεγοδγόμιο;
    -Με τον προαστιακό.
    -(σσσάκ) Πάψε! Που θα μας κάνεις και υποδείξεις!
    -Το επάγγελμα δεν θα ανοίξει!
    -Νααιιι θα σε γωτήσουμε...! (σσσάκ) Γουγούνι! (σσσάκ) Κίτγινο!

  2. Γουρούνα χαϊδευτικά: Από ότι κατάλαβα το γουγουνάκι δεν το χρειάζεσαι για κάτι παραπάνω. Πάρε ένα μικρό να κάνεις τη δουλειά σου μέσα στην πόλη, να κάνεις και το χαβαλέ σου, να βγάλετε γέλιο και με την παρέα σου και θα σαι μια χαρά.

3.Μωροσλάνγκ: Τι σημαίνει;;;;; - Λοιπόν .. κακάκα έιναι τα «καλτσάκια» χιχι - γουγούνι όσο περίεργο κι αν φαινεται είναι το λουλούδι. μου κάνει τρομερή εντύπωση γιατί το «λ» το λεέι μια χαρά π.χ. καλό, όλα, άλλο, γάλα, μπάλα αυτά τα λέει πλέον μια χαρά.. τώρα πώς προέκυψε το γουγούνι δεν ξέρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρέκλα είναι η αλογόμυγα που άμα σε τσιμπάει λυσσάς και παραπατάς από τον πόνο. Επίσης, ενδεχομένως για τον παραπάνω λόγο, στρέκλα είναι ο κουτσός και αυτός που χάνει την ισορροπία του.

Δίπλα είναι λίγο πιο κει από κει που έπρεπε να είσαι, ναι ναι, το γνωστό ακριβώς από δίπλα.

Στρέκλα-δίπλα είναι χαρακτηρισμός τ. τροπικό επίρρημα (λέμε τώρα) για τρόπο περπατήματος και κυρίως παραπατήματος. Η έκφραση στο μεγαλείο της είναι «περπατάω στρέκλα-δίπλα» που σημαίνει: (σ)τρεκλίζω, κλυδωνίζομαι, είμαι ασταθής, κάνω απέλπιδες προσπάθειες να διατηρήσω την ισορροπία μου, αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι ή και ίσα που στέκομαι στα πόδια μου, ένα στάδιο πριν καταρρεύσω.

Στρέκλα-δίπλα περπατούν οι κλασμένοι, τα πτώματα και οι λοιποί κομματιανοί παραπαίοντες.

Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι το λέει όλο το σύμπαν, αλλά μετά με γούγλε κατάλαβα ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό ιδιωματισμό, χαίρε ω χαίρε δοξασμένη Ηλjεία.

  1. Έκανα γενική στο σπίτι χτες, τι με έπιασε, μου βγήκε η Παναγία, το βράδυ ίσα που πρόλαβα να πάω μέχρι το κρεβάτι στρέκλα-δίπλα.

  2. Ε ρε πούστη μου, οι λαχανοντολμάδες βραδιάτικο... Μάτι δεν έκλεισα, όλο εφιάλτες, στο τέλος είδα κάτι πυρηνικά ολοκαυτώματα, απηύδησα σηκώθηκα στρέκλα-δίπλα από το κρεβάτι, με το κεφάλι μου ακόμα μπερδεμένο, να μουρμουρίζω ακατάληπτα, τρελάθηκε η άλλη.

  3. - Σε είχα έννοια χτες έτσι που σε είδα να πας στρέκλα-δίπλα μετά τα σφηνάκια, πώς θα φτάσεις σπίτι.
    - Πήρα λεωφορείο...
    - Α οκ, αφού είχε λεωφορείο εκείνη την ώρα.
    - ...και σκεφτόμουν μεγάλο πράμα η τεκίλα, μέχρι χτες δεν ήξερα να οδηγώ ούτε ποδήλατο και κουμαντάρησα ολόκληρο θηρίο.

Έτσι περίπου. (από Galadriel, 15/09/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γεγονός απίθανο και εξαιρετικά δύσκολο να γίνει πιστευτό. Κατάσταση τόσο ασύμβατη με την κοινή λογική που η ίδια η ουσία της πραγματικότητας φαίνεται να κάνει κοιλιά και να διαστρέφεται.

Προφ προερχόμενο από το κλασικό, περιλάλητο κι αγαπημένο The Matrix, που έδωσε στον κόσμο άλλη μια διάσταση: δε ζεις πραγματικά αυτή τη ζωή, πρόκειται για μια ονειρική κατάσταση που σου υποβάλει ένα τσούρμο μηχανές που ζουν παρασιτικά ρουφώντας τη ζωτική σου ενέργεια, όσο εσύ είσαι βυσματωμένος σε καταστολή μέσα σε σιχαμερά κουκούλια.

Πού και πού αντιλαμβάνεσαι κάτι παραμορφώσεις του χωροχρονικού περιβάλλοντος που οφείλονται σε μπαγκ του προγράμματος κι αν είσαι λίγο ψυλλιασμένος, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για ρωγμή στο μάτριξ: δεν είναι αλήθεια αυτό που ζεις, είναι όνειρο, τσιμπήσου για να δεις αν το ζεις αληθινά. Πονάει Νίο; Πονάνε ωρέ τα παλληκάρια;

Ενίοτε η μαγκιά της δημιουργίας ρωγμής στο μάτριξ, της οδυνηρής επαφής με την πραγματική υπόσταση του κόσμου, πέρα από τη βολική άγνοια, αποτελεί αυτοτελή στόχο (βλ. σχετικό παράδειγμα). Μεγάλα φιλοσοφικά διλήμματα χωρίς ξεκάθαρες απαντήσεις, γιατί όπως είπε κι ο Cypher στον αναίσθητο Μορφέα «Αν μας είχες πει την αλήθεια, θα σου 'χαμε απαντήσει να χώσεις εκείνο το γαμοκόκκινο χαπάκι στον κώλο σου».

(σ.ς. Το λένε κι οι εγγλέζοι: matrix hole)

Δικό μου: Ρωγμή στο μάτριξ. Κάμινγκ σουν το ε θίατερ νίαρ γιου. (απίστευτο, ο τζίζας έχει ορίσει ο ίδιος μια ατάκα ελληνικής μικροαστικής μιζέριας).

Δικό μας: Ρωγμή στο Μάτριξ! Χάνονται σχόλια στο slang.gr! (Ναι, ναι, την είδα modswatch, ελέγχουμε τους μοντς, στηρίζουμε το έργο τους).

Αλλουνών: Ο εντοιχισμός μας στο Μάτριξ συνεπάγεται, ότι η δημιουργία ρωγμής σε αυτό δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς ρωγμή στην παραμορφωμένη μας ύπαρξη. [...] μια ρωγμή στο Μάτριξ προϋποθέτει συνθλιβή κάποιων πολύ στοιχειωδών, πολύ βασικών τμημάτων μας.

Δανεικό: - Είδες τη γκόμενα του Μήτσου; Τη λες άνετο δεκάρι!
- Μαλάκα... κι αυτός μπουχέσας και μπατάκι... Αυτό είναι ρωγμή στο μάτριξ, ρε μαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μου βγαίνει η Παναγία», εντελώς συνώνυμο του «μου βγαίνει η πίστη», παραπλήσιο με το «μου βγαίνει το λάδι» (υπεν. της βάφτισης) και σχετικό με το «μου βγαίνει η ψυχή»: Κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, τραβάω πίκρα, μέχρι σημείου αγανάκτησης.

Η βαθιά ριζωμένη πίστη του Χριστιανού Ορθόδοξου δεν βγαίνει εύκολα, όπως συχνά ακούσαμε στο σχολείο κυρίως στη γιορτή της 25ης Μαρτίου πριν τα ποιματάκια. Εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θε να πεθάνω, δεν προσκυνώ τον Αλλάχ. Άμα όμως πέσω σε μετακόμιση και κουβαλήσω όλη την οικοσκευή της γκόμενάς μου ή του κολλητού εντός τετραώρου πάνω κάτω πέντε ορόφους, ε, το ξανασκέφτομαι και παίζει και να αλλαξοπιστήσω, να μου βγει η Παναγία από κει βαθιά που την έχω στην καρδιά μου. Φαντάσου δηλαδή ταλαιπώρια.

Για πιο έντονο χρώμα η Παναγία μπορεί να μου βγει και ανάποδα.

Μηλιώκας: Γιατρέ δεν είμαι καλά, [...] νιώθω να πηγαίνω στο διάολο, νιώθω να μου βγαίνει η Παναγία, με κόλλησε η γκόμενα κέρατα την κόλλησα κι εγώ φιλοσοφία.

Doc: Λοιπόν για ακόμα μία φορά με πήρε τηλέφωνο ο ξαδερφός μου και μου λέει βρήκα ένα υπολογιστή..(κάθε φορά που ακούω κάτι τέτοιο μου βγαίνει η παναγία)

Μαρίλια: Και άντε μετά να ηρεμήσεις την εξαγριωμένη, απολυμένη αδερφή η οποία ωρυόταν: “ρε, αυτές εκεί πληρώνονται!!! Εμένα μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα, κάνω ό,τι μπορώ στη δουλειά μου, έχω χιλιοσπουδάσει και… δες με τώρα!”

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρός. Αστρίμωχτος, δεν πιέζεται από πουθενά. Ζει με μεγάλα περιθώρια, χωράει εκεί που οι άλλοι ζορίζονται. Γενικώς δεν αγχώνεται για το πόσο τον παίρνει, γιατί έχει αβάντα για πολλά ανοίγματα, χαλαρουίτα. Δεν ανησυχεί γιατί δε χρειάζεται, ζει ξέγνοιαστος χωρίς προβλήματα, τα 'χει όλα για πλάκα κι άκοπα, άπλα. Στην τελική στ' αρχίδια του γενικώς, γιατί ξέρει ότι ο κόσμος είναι δικός του, λέμε τώρα. Είναι κουλ και έτσι κουλαριστός κινείται αβίαστα. Είναι λαρτζ, είναι γαμάουα, είναι χομπίστας. (Π1)

Άνετη μπορεί να είναι μια νίκη, μία επικράτηση, ένα οτιδήποτε μπορεί να συμβεί με χαλαρότητα (άνετα) ή με στρίμωγμα (ζόρικα). (Π2)

Ο καθένας θέλει να είναι άνετος, σο αρκετοί προσπαθούν να το παίξουν, χωρίς να πείθουν πάντα. (Π3)

Ο άνετος χαρακτηρίζεται προφ από ανετιά ή και ανετίλα, όπως το δει κανείς.

Π1 - Εδώ: Έκλεψε και είναι ελεύθερος και άνετος. Δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν γιατί πέρασε το αυτόφωρο αν και εξιχνιάστηκαν, ύστερα από εκτεταμένες έρευνες της Ομάδας Δημόσιας Ασφάλειας του Τμήματος Ασφάλειας Δράμας δεκατέσσερις (14) περιπτώσεις διακεκριμένων κλοπών, για τις οποίες σχηματίσθηκε δικογραφία σε βάρος 44χρονου.

Π2 - Εδώ: Μία αγωνιστική πριν από τη λήξη του α' γύρου και η ΑΕΚ εξασφάλισε την πρωτιά με την άνετη νίκη της επί των Μακεδόνων Αξιού με 3-0 σετ (25-13, 25-14, 25-13)

Π3 - Εδώ: Γιώργος Νταλάρας: Το παίζει άνετος στις δηλώσεις του για τα γιαούρτια και τ' αβγά: Ήρεμος και απτόητος εμφανίζεται ο Γιώργος Νταλάρας μετά τις πρόσφατες αποδοκιμασίες σε συναυλίες του στη Νίκαια και στο Ίλιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ασχολείται ερασιτεχνικά με κάτι για την ευχαρίστησή του, που έχει ένα χόμπι - αυτή είναι η ψιλοδόκιμη σημασία γνωστή και κατανοητή.

Ο όρος επεκτάθηκε παραπέρα: Χομπίστας είναι γενικώς ο χαλαρός, ο άνετος, ο άπλα, ο κουλ, ο γοητευτικά ξέγνοιαστος, ο χωρίς πρακτικά προβλήματα που επιζητούν επίλυση, αυτός που κινείται φυσικά, αβίαστα, κουλαριστά, που όταν μπαίνει σε ένα χώρο ο χώρος γίνεται αυτός κι αυτός γίνεται ο χώρος.

Λίγο μποέμ, ο χομπίστας δεν εξαρτάται από τις καταστάσεις, όπως θα έλεγε κανείς για τον μεροκαματιάρη επαγγελματία. Αντιθέτως εμπλέκεται σε αυτές αποκλειστικά για να γουστάρει, σαν από χόμπι, επηρεάζοντας ή και ελέγχοντας την έκβασή τους, γιατί είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.

Σε αυτό το σημείο, μη παραλείποντας το σχετικό ρισπέκ, αντιγράφεται από εδώ η παρακάτω αναλυτική και ο,τινανική προσέγγιση ορισμού που αποτελεί και εντός ορισμού παράδειγμα:

Χομπίστας (ο) Η σημασία της λ. Χομπίστας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μπερδεύεται με την έννοια του «ανθρώπου που έχει χόμπι» με τον κλασικό ορισμό του χόμπι ως ορίζει ο Γ. Μπαμπινιώτης άνωθεν. Ο χομπίστας είναι αυτός, ο ένας, ο μοναδικός, ο ρετρό, ο vintage, ο απόλυτα γραφικός, ο ρηξικέλευθος, ο δωρικός, αυτός που ορίζει τον πυρήνα στον «σκληροπυρηνικό», ο ντεκαπάζ, ο ρελαντί, ο τρισμέγιστος, ο τίγρης, το σαρκοβόρο εκείνο τέρας που θα δεις στον δρόμο και θα σου βγει από μόνο του «βρε, κοίτα έναν χομπίστα! Πωω είναι θεός

Επειδή ο απόλυτος ορισμός της λ. χομπίστας δεν είναι δυνατός με όποιον συνδυασμό λέξεων μπορούν να δημιουργήσουν τα 24 γράμματα του αλφαβήτου (πέραν των βοηθητικών ακλ. Ντουκέβιλ, ασπιρίνιο, αουρέλιο, α-ο-ρα, βζντόλι και αροάνια) [...]

Ιστορικά να σημειωθεί πως η αρχική προέλευση της λέξης Χομπίστας, είναι ομιχλώδης αλλά φημολογείται ότι έχει να κάνει με ένα ενυδρείο δύο χιλιάδων λίτρων και με μια σπάνια ράτσα μαύρων πιράνχας.

Χαρακτηριστικός χομπίστας του μπι ο Κ. Τσάκωνας (αλλά στην πραγματικότητα ο Ρένος Χαραλαμπίδης «Το μόνο επάγγελμα που πραγματικά μου ταιριάζει νομίζω ότι είναι αυτό του Θεού») στα Φτηνά Τσιγάρα - από την ίδια ταινία το μήδι και το παράδειγμα.

(Τσάκωνας πάει να πάρει τηλέφωνο τη Λίτσα): Εγώ λέω να την πάρω από το κινητό για γκλάμουρ.
(Άλκης Παναγιωτίδης): Όχι Τέλη μου, όχι αγόρι μου, όχι άφησε το κινητό, σε θέλω απλό, απέριττο, δωρικό! Όλα θα παιχτούν εδώ, στη φωνή, όλα! Και να ξεκαθαριστεί απ' την πρώτη στιγμή, ότι δεν έχεις ανάγκη την απάντησή της! Είσαι ένας ΧΟΜΠΙΣΤΑΣ, είσαι ένας χομπίστας, θέλω βαθιά φωνή αισθησιακή, να τη διαπεράσεις σ' όλο της το κορμί. Κι όχι λεπτομέρειες ποιος είσαι και τέτοια, σε θυμάται, ΟΦΕΙΛΕΙ να σε θυμάται! Μπρος, πάρτην τώρα, χάρισέ της αυτή την εμπειρία.
Τηλεφωνητής: Είμαι η Λίτσα, αφήστε μήνυμα.
(Τσάκωνας): Ναι... γεια... είμαι ο... δε μπορώ (το κλείνει). (Προς τον Παναγιωτίδη): Μόνο που ακούω τη φωνή της διακατέχομαι από αίσθημα κατωτερότητας. (σ.ς. σκατά χομπίστας).

Εδώ:
- Πείτε του κυρίου μεγαλοδημοσιογραφου και όχι μόνο, να αφήσει τις δικαιολογίες του τύπου «Δεν είμαι χομπιστας». Γιατί, ρε Χατζηνικολάκο, θα σε χάλαγε να είσαι ο Χομπιστας;
- Άλλο να είσαι ένας χομπίστας και άλλο να είσαι Ο Χομπίστας.

(από Galadriel, 27/03/12)Για τι με κόβεις; Για τίποτα. Κόβει το μάτι σου. (από Galadriel, 27/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified