Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.

Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κιτς, ή η κατάσταση που είναι κιτς.

Κιτς είναι η αρχοντοβλαχιά, το κακόγουστο που χρησιμοποιεί την υπερβολή για να το παίξει ποιότητα.

Το σάββατο είχα πάει στο πάρτυ '80ς. Ήμασταν ντυμένοι κατάλληλα, με ρεβέρ, μαλλί αφάνα, κουστούμι στρας, ο ντιτζέι έπαιζε ντίσκο, ενώ από πίσω κάτι γκόμενες χόρευαν μπαλέτα και φορούσαν κάτι τεράστια φτερά... ήταν και ένα video wall που έδειχνε σκηνές απο βιντεοταινίες. Κιτσαρία μιλάμε!

(από electron, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούν τις πυρκαγιές στις ειδήσεις. Λαίλαπα είναι μια αλεπού στη μυθολογία.

- Ναι Νίκο, όπως βλέπουμε στο πλάνο, τίποτα δεν άφησε όρθιο η πύρινη λαίλαπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος περίπτωση που είναι λίγο στον κόσμο του, λίγο ψώνιο, δεν έχει υπόψη του τι είναι νορμάλ και δεν ξέρει ότι έχει ξεπεράσει κάποιο όριο.

Συνήθως ξεχωρίζει στο πλήθος και είναι αναγνωρίσιμος και «ξεφωνημένος» μέσα σε κάποια κοινότητα. Κάποιοι από αυτούς είναι γνωστοί και σαν «τρελοί του χωριού».

- Πω ρε μαλάκα, τον είδες αυτόν με τα μούσια;
- Ναι, περνάει συχνά από 'δω αλλά δεν ξέρουμε ποιος είναι και τι ρόλο βαράει. «Χίππυ» τον λέμε στη γειτονιά.

(από Khan, 04/06/14)

Δες και γραφικά είναι τα Άγραφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάυρος είναι ο αξιωματικός που είναι στρατόκαυλος ή ρίχτης, τα θέλει όλα προβλεπόμενα και διατάζει όλο ασκήσεις και επιθεωρήσεις.

Επίσης μαύρο είναι το τάγμα που βρίσκεται σε πρώτη γραμμή, όπου υποχρεωτικά ισχύουν τα παραπάνω.

  1. - Ξέρεις ο Μάλεσης πού μετατέθηκε; - Άσε, έμαθα σε ένα μαύρο τάγμα στη Ρόδο. Χάλια περνάει.

  2. - Ο διοικητής μας μπορεί να είναι χυμείο, αλλά ο λοχαγός άσε καλύτερα. Μαύρος. Κάθε μέρα στην αναφορά μοιράζει φυλακές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατορθώματα, θαύματα, απίστευτα.

- Πήραμε ένα καινούργιο παιδί στο γκρουπάκι, μεγάλο ταλέντο, τί να σου πω... παπάδες παίζει!!

Βλ. και παπάς, παίζω παπάδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερηφάνια, η επιδειξιομανία. Νησιώτικη έκφραση. Βγαίνει από το φαντασμένος και δεν έχει σχέση με την κανονική φαντασία-έμπνευση.

  1. - Και εκεί που της έπιασα το θέμα του γάμου, άρχισε τις φαντασίες για τα διαμάντια που θα έχει το νυφικό, για τα λούσα που θα στολίσουν, για τη λιμουζίνα του γαμπρού και άλλα τέτοια.

  2. - Από τότε που άνοιξε την επιχείρηση, βγαίνει στο δρόμο με τις κουστουμιές και το κάμπριο και το μαύρο το γυαλί... Όλο φαντασία ο τύπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση που είναι λίγο «ύποπτη», δεν είναι φυσιολογική.

- Ρε μαλάκα, έχεις κάτι;
- Όχι, γιατί ρωτάς;
- Δεν ξέρω, είσαι κάπως σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαραντάρα-πενηντάρα, γεροντοκόρη ή ζωντοχήρα, με καλό στυλ και ευκατάστατη.

Τείνει να γυμνάζεται, να μακιγιάρεται, ντύνεται, συμπεριφέρεται νεανικά, ιδιαίτερα επιτυχημένα, ώστε να έχουν μια νεανική λάμψη (μέχρι να τις δεις από κοντά)

Κάτι σαν μιλφ, αλλά έχουν φροντίσει να εξαλείψουν τη «γοητεία του ώριμου».

Βλέπε Betsey Johnson

- Ήμασταν Κηφησιά και πέρασε ένα ξέκωλο κοκκινομάλλικο με τον ώμο έξω, και μαλλί ράστα... κουφαθήκαμε μαλάκα... πάμε πιο κει να κοζάρουμε φάτσα, και όταν πλησίασε και είδαμε πιο καθαρά, τι είδαμε; Πιπινόγρια! 40άρα και...
- Και ξενέρωσες;
- Δε με χαλάει μαλάκα, τέτοιο σώμα ούτε της ηλικίας μας!

H Betsey Johnson ... που λέγαμε ... (από poniroskylo, 11/11/08)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, Γρετζώρα, πουρογκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπημένος (μαζί) με κάποια, σημαίνει ότι κάποιος είναι ενδιαφερόμενος, χωρίς όμως η άλλη να το ξέρει (ακόμα).

- Όποτε κανονίζω με τον Νίκο να βγούμε, με ρωτάει αν θα είναι και η Χριστίνα. Λες να είναι τσιμπημένος μαζί της;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified