Διάλεκτος που δεν έχει σχέση ακριβώς με τα κανονικά καλιαρντά, αλλά είναι λίγο «αδελφίστικη». Έχει διαδοθεί κυρίως από ρόλους «αδελφών» στα ελληνικά σήριαλ, αλλά και από παρουσιαστές της τηλεόρασης όπως Ψινάκη.

Χαρακτηριστικό: η χρήση θηλυκών επιθέτων σε όλες τις περιπτώσεις, λέξεις όπως «θεά», «καλέ», «μωρή», «χρυσό μου», εκφράσεις όπως «απιστεύτου», κλπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρώνω, γίνομαι κουλ.

-Ρε έχω πολύ άγχος με την εξεταστική!
-Κούλαρε σου λέω, καλά θα τα πας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο cool, αυτός που είναι άνετος, χαλαρός.

Πω, ρε φίλε είσαι πολύ κουλ με αυτό το γυαλί... Θα πέσουν οι γκόμενες σαν φύλλα.

(από Khan, 29/04/14)

Σχετικά: αού, κούλαρε, κουλαριστά, κουλέζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε μια στρατιωτική μονάδα, είναι η πιο καινούργια σειρά, που δεν έχει ακόμα απαλλαγή.

-Ψηλέ, τι σειρά είσαι;
-Άστα... αυτοκτονίας!
-Α ρε, ποντικαρά!

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που λέγεται στο στρατό σε καταστάσεις απελπισίας και μεγάλες απαλεψιές.

- Δεν την παλεύω ρε οκτώ-μία σε αυτή τη μονάδα... Θα πάρω αναβολή ρε σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρέχει παντού, έχει πολλές δουλειές και προσπαθεί να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα.

Βγαίνει από τον γνωστό λαστιχένιο ήρωα Ιταλικών κόμικς.

- Έχουν πέσει όλες οι υποχρεώσεις... Εξεταστική την παρασκευή, πάρτυ το σουκού, και φιλοξενώ την αδελφή μου που ήρθε για δουλειές. Τιραμόλα θα γίνω αυτή τη βδομάδα!!

Ο Τιραμόλα - δεκαετία του \'70 (από poniroskylo, 08/12/08)

Σύγκρινε: Βέγγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό, η λέξη άκυρο σε γραμμή παράταξης, ακυρώνει ένα παράγγελμα που έμεινε στη μέση, αλλά ακούγεται και στην καθομιλουμένη.

Στον στρατό χρησιμοποιείται για να δοκιμάσει ο αξιωματικός την ετοιμότητα των φαντάρων, αλλά χωρίς να εκτελέσουν την εντολή.

  1. Μετά- (πάει για 'μετά-βολή', βλέπει οτι οι φαντάροι ετοιμάζονται να την εκτελέσουν, αλλά καταλήγει σε:) άκυροοοο...

  2. -Ρε μαν, φέρε τον αναπτήρα που είναι ακουμπημένος στο τραπεζάκι.
    -Πού; δεν βλέπω αναπτήρα εδώ.
    -Άκυρο, στην τσέπη μου είναι.

Βλ. και τσίμπησες το άκυρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που γίνεται βιαστικά, στο πόδι.

-Όταν σχολάσουμε πάμε σε καμια ταβερνούλα;
-Μπα δεν πεινάω πολύ... Αν είναι να τσιμπήσουμε κάτι τσακ μπαμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(= Κάπου γαμιέται)
Υποδηλώνει τη δραστηριότητα κάποιας κοπέλας με έντονη σεξουαλική ζωή.

-Ρε θυμάσαι τη Λίλα με τις βυζάρες; Τι να κάνει ρε;
-Κ.Γ.

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάσταση που δεν παλεύεται. Βλέπε δεν την παλεύω.

-Πώς περνάς στο Στρατό;
-Απαλεψιά σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified