Αυτός που πηγαίνει όπου μπορεί κάθε στιγμή (πολλές φορές απρόσκλητος ή για άγνωστο διάστημα), ώστε να μην σπαταλάει δικούς του πόρους. Συνήθως, δεν ανταποδίδει και δεν προσφέρει τίποτα σε αντάλλαγμα ποτέ (ίσως κάτι εντελώς άχρηστο ή ανούσιο κατά διαστήματα για ξεκάρφωμα). Σχετικό του σκαλωμαρία, αλλά γενικότερο, με την έννοια του παρασιτικού βίου.

παράδειγμα Λέει η σύζυγος. Τόσο καιρό η μάνα σου, ένα καφέ δεν ήρθε να πιεί να ρωτήσει αν χρειαζόμαστε κάτι και τώρα που θέλει να κάνει δωρεάν διακοπές ήρθε ένα μήνα να μας δει που της λείψαμε, δεν σηκώνει πιάτο κι ούτε τις σερβίετες της δεν αγοράζει γιατί έχει 200ευρο και ποιός να της το χαλάσει. Την αγαπάω, αλλά είναι μεγάλος καβατζόπουστας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ξύλο, πούτσα και στενά παπούτσα. Η κατάσταση κατά την οποία ο εισπράττων την τιμωρία, πόνο σωματικό ή και ηθικό, δέχεται ταυτόχρονα εξευτελισμό, αλλά και ταλαιπωρία.

ποδοσφαιρική ομάδα η οποία
1) έχασε 0-5 (εντός έδρας για όσους/όσες δεν ασχολούνται) = ξύλο, τιμωρία, πόνος ηθικός
2) οι οπαδοί της τα έκαναν γυαλιά καρφιά και η ομάδα έφαγε χοντρό πρόστιμο, μείον 10 βαθμούς και αναγκάστηκε σε δημόσια έγγραφη συγγνώμη προς την αντίπαλο ομάδα (= τιμωρία + εξευτελισμός)
3) πρέπει να ταξιδεύει 300 χιλιόμετρα για να παίζει τα παιγνίδια που ήταν προγραμματισμένα στην έδρα της για το υπόλοιπο πρωτάθλημα και ήταν μόλις η πρώτη αγωνιστική του πρώτου γύρου (= ταλαιπωρία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση που περιγράφει τον παρακάτω συνδυασμό (με την σωστή σειρά ΣΥΝΗΘΩΣ, εκτός εάν μιλάμε για περίπτωση μαζοχισμού):
1) καθόλου ρομαντικό σεξ
2) σουτάρισμα
3) απόριψη εώς νεοτέρας

- Τί έκανες με την άλλη τελικά ρε φίλε;
- Την κάρφωσα φριχτά εχτές, κανονική σούβλα χωρίς υπότιτλους, σ'αγαπώ και λοιπά
- Μουνάικ! Καλό;
- Καλό, αλλά το πρωί ξενέρωσα και την πέταξα απ' το κρεβάτι
- Και τώρα;
- Της είπα θα την πάρω εγώ, αλλά θα περιμένει πολύ.
- Δηλαδή πούτσα, ξύλο και στο ήλιο.

Δοκίμιο του Αντονέν Αρτώ (από zakk, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμένος ο όρος μουνάκι μεταξύ ανδρών με την φιλική έννοια του μπαγασάκου. Μουνάικ είναι ο μπαγασάκος που κατάφερε να «καρφώσει» το πιπίνι, αλλά φόραγε νάικ και όχι στράικ (φοράει στράικ και καρφώνει, που λέγαμε οι παλιάνθρωποι παλιά).

Προήλθε από αναγραμματισμό κατά το τσάτ με το φίλο Zakk Κάλαντα.

Zakk: μουνάικ, και μου το έπαιζες ερωτευμένος και δεν κοιτάω άλλη, αλλά το κάρφωσες το μινιόν εχτές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η έννοια του «στ' αρχίδια μου», αλλά στην εξειδικευμένη περίπτωση του «δεν μου καίγεται καρφί εφόσον εγώ περνάω καλά τώρα».

Μπορεί να καταταχθεί και ως μία από τις αιτίες της τωρινής κατάστασής μας!

(Πρέπει, βεβαίως, να αναφέρω -για να τον τιμήσω έτσι- τον δάσκαλό μου στην οδήγηση Αρίστο, ο οποίος μου έμαθε την φράση και την σημασία της).

Στ' αρχίδια μου τα δυο που 'ναι σα καμπαναριό, και γαμάνε και χτυπάνε κι όλο τον κόσμο τον ξυπνάνε. (Τι με νοιάζει τί φασαρία κάνουν αφού εγώ γαμάω τώρα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος «πουστοπολίτης» είναι συγγενής και συχνά μπερδεύεται με τον όρος κοσμοπολίτης. Υπάρχει, όμως, διαφορά. Κοσμοπολίτης είναι γενικά αυτός που ταξιδεύει πολύ, ζει στην χλιδή και στην πολυτέλεια κλπ κλπ.

Πουστοπολίτης, όμως, είναι μια εξειδικευμένη κατηγορία κοσμοπολίτη. Είναι αυτός που απολαμβάνει όλα τα παραπάνω με κόστος... τον πάτο του. Μπορεί, επίσης, να χαρακτηριστεί πουστοπολίτης ο «κοσμοπολίτης ο τσιμπουκωτός».

- Κοσμοπολίτης ο γείτονάς σου. Με τα σέα του, τα μέα του, την αμαξάρα του και όλο καλός κόσμος σπίτι του και όλο σε ταξίδια.
- Άσε ρε, πελάτες είναι και τον έχουν τρελάνει στο τσιμπούκι. Καλύτερα εδώ ταράτσα παρά πουστοπολίτης, μακρυά απ' τον κώλο σου, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified