Έκδηλος, σεσημασμένος.

-Μου δώσανε κλήση, πριν τελειώσει ο χρόνος της κάρτας.
-Καραμπινάτη αδικία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόγυμνος.

Λέγεται και τσιτσίδι (επίρρημα).

-Πήγε η πεθερά του απροειδοποίητα σπίτι του, και αυτός για να της την σπάσει και να μην το ξανακάνει, άρχισε να κυκλοφορεί μπροστά της τσίτσιδος!
-Σοβαρά;
-Αλήθεια σου λέω! Τσιτσίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω-κάτω, γυαλιά-καρφιά.

Μπουκάρανε οι μπράβοι μέσα στο μαγαζί και τα κάνανε λίμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκωραμίδα, το πλακουτσωτό δοχείο στο οποίο αφοδεύουν οι κλινήρεις ασθενείς.

- Αδελφή, φέρε μου την πάπια σε παρακαλώ. Θέλω να κάνω το χοντρό μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τον αδιάφορο, τον άσχετο.

- Αμάν, οι μπάτσοι. Λες να μας πήρανε χαμπάρι;
- Κάνε την πάπια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παριστάνω τον άσχετο, κάνω την πάπια.

- Βοήθησε την κατάσταση, κάνε κάτι, εδώ καιγόμαστε και εσύ σφυρίζεις αδιάφορα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eυκαιρία, πολύ φθηνά.

— Με γεια το μηχανάκι. Το πήρες ακριβά;
— Μπά! Το πούλαγε ένας που είχε ανάγκη και το πήρα κοψοχρονιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζώο (εκ της Τουρκικής).

-Τι έκανες εκεί βρε ζώον; Μα τόσο χαϊβάνι είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).

- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!

κούρβα τα πίτσκατα (από Fotis Nitsiopoulos, 27/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω.

(Η αγανακτισμένη μάνα στο ατίθασο παιδί)
- Φαρμάκωσε να μαζέψω τα πιάτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified