Τρώω.
(Η αγανακτισμένη μάνα στο ατίθασο παιδί)
- Φαρμάκωσε να μαζέψω τα πιάτα!
Τρώω.
(Η αγανακτισμένη μάνα στο ατίθασο παιδί)
- Φαρμάκωσε να μαζέψω τα πιάτα!
Got a better definition? Add it!
Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).
- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!
Got a better definition? Add it!
Το ζώο (εκ της Τουρκικής).
-Τι έκανες εκεί βρε ζώον; Μα τόσο χαϊβάνι είσαι;
Got a better definition? Add it!
Eυκαιρία, πολύ φθηνά.
— Με γεια το μηχανάκι. Το πήρες ακριβά;
— Μπά! Το πούλαγε ένας που είχε ανάγκη και το πήρα κοψοχρονιά!
Δες και μπιρ-μπαρά.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Παριστάνω τον άσχετο, κάνω την πάπια.
- Βοήθησε την κατάσταση, κάνε κάτι, εδώ καιγόμαστε και εσύ σφυρίζεις αδιάφορα!
Σχετικά λήμματα: Κινέζος, kinέζος, κάνω τον Κινέζο, παπί κινέζικο, πάπια, κάνω την πάπια, κάνω τον γερμανό
Got a better definition? Add it!
Κάνω τον αδιάφορο, τον άσχετο.
- Αμάν, οι μπάτσοι. Λες να μας πήρανε χαμπάρι;
- Κάνε την πάπια!
Got a better definition? Add it!
Η σκωραμίδα, το πλακουτσωτό δοχείο στο οποίο αφοδεύουν οι κλινήρεις ασθενείς.
- Αδελφή, φέρε μου την πάπια σε παρακαλώ. Θέλω να κάνω το χοντρό μου!
Got a better definition? Add it!
Άνω-κάτω, γυαλιά-καρφιά.
Μπουκάρανε οι μπράβοι μέσα στο μαγαζί και τα κάνανε λίμπα!
Got a better definition? Add it!
Ολόγυμνος.
Λέγεται και τσιτσίδι (επίρρημα).
-Πήγε η πεθερά του απροειδοποίητα σπίτι του, και αυτός για να της την σπάσει και να μην το ξανακάνει, άρχισε να κυκλοφορεί μπροστά της τσίτσιδος!
-Σοβαρά;
-Αλήθεια σου λέω! Τσιτσίδι!
Got a better definition? Add it!
Έκδηλος, σεσημασμένος.
-Μου δώσανε κλήση, πριν τελειώσει ο χρόνος της κάρτας.
-Καραμπινάτη αδικία!
Got a better definition? Add it!