Όταν ανταλλάσω πολλά sms.

Συναντάται την Πρωτοχρονιά και σε όλες τις ονομαστικές εορτές, όπως και σε καταστάσεις βαρεμάρας.

  1. Όλη η Ελλάδα εσεμεσιάζεται την Πρωτοχρονιά.

  2. Χθες βράδυ έκατσα λίγο είδα tv... Μετά εσεμεσιάστηκα λίγο με τη Μαρία... και κοιμήθηκα.

Συνώνυμο: μηνυματίζομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ακούει φανατικά cd της Heaven.

Επίσης: Χεβενικός

- Α εγώ δεν ακούω τέτοια μουσική ... είμαι πιο πολύ έτσι... χεβενίστας.

Got a better definition? Add it!

Published

Νυχτερινά κέντρα διασκέδασης με έμφαση στη λαϊκή μουσική, των οποίων τα μουσικά σχήματα εκτείνονται από Ελληνική pop έως βαριά λαϊκά.

- Αυτή κάθε μέρα γυρνά στα μπουζουκομάγαζα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση γνωστού ή φίλου αντί του μαλάκα που είναι πιο βαρύ.

  1. Ρε μαλακιστήρι έλα δώ!

  2. Πού ήσουν ρε μαλακιστήρι τόσην ώρα;

  3. Να σου πω ρε μαλακιστήρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε σαν δουλειά ή διαδικασία μας φορτώνει το χρόνο και μας αγγαρεύει.

  1. - Πάρε άλλες 5 ασκήσεις... Έτσι για βαρύ!

  2. - Νίκο τράβα να φέρεις τα πράγματα... Έτσι για βαρύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που είναι ξέκωλο και ταυτόχρονα γκόμενα.

Αυτό το μέρος όλο κάτι ξεκωλόμουνα μαζεύει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ξεφεύγω απο την οικογενειακή στέγη.
  2. Παύω να είμαι παρθένος/-α.

- Είναι μικρός ακόμα αυτός... Δεν έχει απογαλακτιστεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την γαμήσαμε + την κάτσαμε τη βάρκα.

Δηλώνει ύψιστη αποτυχία και καταστροφή που έχει προκληθεί όταν κάτι δεν πάει καλά ή κάποιο σχέδιο δεν πραγματοποιείται και έχει δυσάρεστες συνέπειες.

  1. Αν δε μας κάτσει έτσι όπως σου λέω, πάει... Τη γαμήσαμε τη βάρκα..!

  2. Είχαν ξεκινήσει όλα ωραία και καλά... Μετά άρχισαν οι τσακωμοί, οι παρεξηγήσεις... Ε στο τέλος πάει, τη γαμήσαμε τη βάρκα!

Την γαμήσαμε με το όνομα που της δώσαμε. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλακοπίτουρας.

Χρησιμοποιείται ως συνοδευτικό κύριων ονομάτων.

- Είπα και στον άλλον το Γιώργο... τον μαλακοπιτουρίδη... αλλά πού αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «Απο φωνή ... φωνάρα».

Επίσης:

Από φωνή... κουκλάρα!
Από φωνή... κορμάρα!

Χρησιμοποιείται για όλες τις τραγουδίστριες που είναι ή θέλουν να γίνουν διάσημες και δεν έχουν ιδιαίτερη φωνή, αλλά αντίστοιχα έχουν τέλειο κορμί. Γενικά για όλες εκείνες που κανείς προσέχει το κορμί περισσότερο από τη φωνή τους.

- Καλά την βλέπεις αυτή... είναι που λέμε... και από φωνή... μουνάρα! χαχα

(από joe909, 08/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified