Λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά και με επιθετικότητα -συνήθως για να διακόψει κάποιον την ώρα που λέει βαρύγδουπες μαλακίες.

Προέρχεται από διπλή μπλόφα εκφοράς της λέξης monsieur, που στα γαλλικά σημαίνει κύριος. Αυτός που την χρησιμοποιεί ξέρει ότι εκφέρεται μεσιέ, αλλά προτιμά την «παρωδία» μονσιέρ, προσθέτοντας και μια τάση ευτελισμού της δήθεν ξενικής αστικής παιδείας του συνομιλητή του. Χρησιμοποιείται μόνο για άνδρες.

- Μπλα, μπλα, μπλα, βαρύγδουπες μαλακίες...
- Δε μου λες ρε μονσερί... Έχει κι άλλον σαν εσένα η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φοιτητής σχολής Πολιτικών Μηχανικών.

...φλώροι, φλώροι, ΔΑΠίτες πρωτοπόροι, εδώ είναι μπετατζήδες, δεν είναι Fame Story...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χημική ουσία που υπάρχει στον οργανισμό της γυναίκας με μεταβλητή συγκέντρωση. Είναι η ουσία που ρυθμίζει την δεκτικότητα της γυναίκας στο αντρικό φλερτ. Όταν πέφτουν τα επίπεδά της στο αίμα, συνήθως εμφανίζεται μια φίλη της και της κάνει την ενδοφλέβια ένεση κατευθείαν στην καρδιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιο συνήθης ίσως αναγραμματισμός λέξης που θα συναντήσει κανείς. Είναι αναγραμματισμός (αδόκιμα ανασυλλαβισμός) της λέξης κότα και έχει μεταφορική έννοια. Αφορά δηλαδή ανθρώπους που μασάνε να πάρουν μια απόφαση ή να να προβούν σε μια ενέργεια.

- [Την έπεσες/w στην [w=gkomena_4119]γκόμενα;
- Όχι ρε φίλε. Έκανα την τακό.
- Σα δε ντρέπεσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που γυρίζει συνέχεια στους δρόμους -εξού και το σοκάκι- και παρατάει στο σπίτι τα παιδιά και τον άντρα της.

Αυτό είναι το πάθος της και το κάνει χωρίς να το θέλει, όσο κι αν της βάζει χέρι ο σύζυγος. Δεν παραπέμπει σε ερωτοδουλειές, γιατί συνήθως χρησιμοποιείται με χαριτωμένη διάθεση.

- Που ήσουνα ρε γυναίκα; - Γυρνούσα στα μαγαζιά μαναράκι μου.
- Α ρε γυναίκα, εντελώς σοκακιάρα έχεις γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιούσαν οι αρχιερείς των στημένων αγώνων στην Ελλάδα για να προσδιορίζουν τους Ασιάτες bookmakers, που τους έδιναν τις καλύτερες αποδόσεις ενώ παράλληλα τους επέτρεπαν και τα μεγαλύτερα δυνατά πονταρίσματα.

- Έλα αγορίνα. Πόσα έβαλες στον Κινέζο;
- 100.000 ευρώ κύριε Μάκη.
- Μπράβο αγορίνα, τα λέμε, φιλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά από τους πολιτικούς μηχανικούς απέναντι στους αρχιτέκτονες. Οι δεύτεροι έχουν μια τάση να πιστεύουν ότι εκτός από μηχανικοί είναι και καλλιτέχνες. Οι πολιτικοί μηχανικοί γνωρίζοντας ότι δεν είναι τίποτα από τα δύο, αμολάνε αίφνης την άνωθεν λέξη και τους γειώνουν.

H λέξη εμπεριέχει πολλά κιλά μπαρούτι και πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή, ιδίως αν ο εν λόγω αρχιτέκτονας είναι γυναίκα. Η αλυσιδωτή αντίδραση της εκφοράς της λέξης προκαλεί συνήθως ταραχή, ρίγη και την εύκολη ανταπάντηση «...άσε μας ρε μπετατζή!», που όμως δεν πείθει κανέναν.

- Kαι πού είπαμε σπουδάζεις;
- Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ.
- Α, μοδιστρούλα δηλαδή;
- Άσε μας ρε μπετατζή!

(από Khan, 11/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που γίνεται συνέχεια σε αντροπαρέες με παρατεταμένη αγαμία. Όσο πιο πολύς είναι ο καιρός που έχει κάποιος να συνευρεθεί με γυναίκα, τόσο πιο συχνή είναι και η ερώτηση. Αυτό συμβαίνει νομοτελειακά, αφού συνέχεια ρίχνει τα στάνταρ του που τείνουν να φτάσουν στον πάτο. Όσο αυξάνεται η περίοδος της αγαμίας, διαπιστώνει κανείς ότι η ερώτηση μπορεί να αφορά γυναίκες αρκετά μεγάλης ηλικίας.

Από την άλλη, η ερώτηση μπορεί πολύ εύκολα να γίνει και για μία αρκετά γαμήσιμη γυναίκα από κάποιον τέως «άγαμο», που μόλις έσπασε πανηγυρικά τα δεσμά της αγαμίας του. Στην περίπτωση αυτή, η ερώτηση γίνεται για να προκαλέσει την έκπληξη του συνομιλητή του (που μέχρι πρότινος είχε συνηθίσει την ερώτηση για αρκετά ασχημότερες γυναίκες), αλλά και για να υποδηλώσει ταυτόχρονα ότι έγινε απότομο limit-up στα standards του.

Στην πρώτη περίπτωση η ερώτηση μπορεί να λάβει χώρα σε οποιοδήποτε μέρος, όμως εμφανίζει μεγαλύτερη συχνότητα σε παρακμιακά καφενεία, μπιλιαρδάδικα και γενικά σε μέρη που συγκεντρώνονται κυρίως άνδρες και στο περιβάλλον υπάρχουν λίγες (ή και μόνο μία καμιά φορά) γυναίκες. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση η ερώτηση γίνεται κατά κύριο λόγο σε πολυσύχναστα μέρη που υπάρχουν πολλές γυναίκες.

  1. Πενηντάρα χαμηλοκώλα σε προκλημακτηριακή περίοδο φέρνει τον καφέ σε παρακμιακό καφενείο που δείχνει Α Εθνική. Αφού τον αφήνει και φεύγει ακολουθεί ο εξής διάλογος:
    - Ρε συ, την πήδαγες αυτή;
    - Όχι, αλλά σε κάνα δίμηνο θα αρχίσω να το σκέφτομαι...

  2. Το ίδιο δίδυμο με το προηγούμενο παράδειγμα περιμένει το μετρό, όταν εμφανίζεται δίπλα τους μια δροσερή πιτσιρίκα. Τότε ο ένας εκ των δύο λέει:
    - Την πήδαγες αυτή;
    Με τον άλλον να απαντάει:
    - Γιατί εσύ δεν την πήδαγες; Άσε τώρα τα πούστικα σε μένα. Γάμησες, έτσι δεν είναι;

Δες και πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακμιακό σκυλάδικο προηγούμενων δεκαετιών, που συνδύαζε την μέχρι πρωίας παραγωγή κακόηχων τραγουδιών του είδους με την παροχή υπηρεσιών ερωτικού περιεχομένου από γυναίκες ελευθέρων ηθών, που βγαίνανε που λέμε στο κλαρί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κλαριτζίδικου αποτελεί το σκυλάδικο «Βιετνάμ» στην ταινία «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλαρη.

Το είδος των συγκεκριμένων «καταστημάτων» αρχίζει να εκπλείπει με τα χρόνια, παράλληλα με την μετάλλαξη της ελληνικής μουσικής που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα παλιό λαϊκό της ύφος και επηρεάζεται με έναν εμφανώς καλτ τρόπο από την αμερικάνικη μουσική βιομηχανία σε συνδυασμό με την μαζικοποίηση του σκυλάδικου και την εδραίωση του στην ελληνική μουσική σκηνή.

Πλέον, τέτοια μαγαζιά μπορεί να βρει κανείς σε ξεχασμένες επαρχίες που διψάνε για γυναικεία σάρκα ή σε παρατημένες αστικές ζώνες όπου δεν υπάρχει οικιστική συγκέντρωση και περνάνε απαρατήρητα. Συνήθως, βρίσκονται πάρα πολύ κοντά σε κάποια Εθνική Όδο (χαρακτηρστικό παράδειγμα η Εθνική Οδός Αθηνών-Λαμίας) με σκοπό να εξυπερετούν τους διερχόμενους νταλικέρηδες, που ψοφάνε στην πλειονότητά τους για τέτοιου είδους διασκεδάσεις. Παρόλα αυτά, πρόκειται για πολυσυλλεκτικούς χώρους, όπου μπορεί να βρει κανείς από νταβάδες μέχρι δικηγόρους ή εισαγγελείς ή γενικότερα ανθρώπους που την ημέρα έχουν μια καθώς πρέπει θέση στην κοινωνία.

Σ' ένα υπόγειο της Βάθης κλαριτζίδικο
μ' ένα γαρύφαλλο στ' αυτί καρικατούρα
μισοτοιχία να βρωμάει το σουβλατζίδικο
και η πελατεία ξαπλωμένη απ' τη μαστούρα

(από το τραγούδι της Ελένης Βιτάλη «Εγώ τραγούδαγα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σύνολο των γυναικών που υποτίθεται ότι είναι κατώτερου επιπέδου από άλλες που ανήκουν (τάχα) στην υψηλή κοινωνία. Η χρήση της λέξης γίνεται συνήθως από ανθρώπους με βαθύ μικροαστισμό, που έχουν αυταπάτες αρχοντικής καταγωγής, για να μειώσουν άλλους με χαμηλότερο γι'αυτούς κοινωνικό στάτους. Ο πραγματικός αστός άλλωστε δεν ασχολείται ποτέ μαζί τους, γιατί πολύ απλά δεν τις γνωρίζει,αφού δεν υπάρχουν στην καθημερινότητά του.

Κυριολεκτικά, η λέξη αναφέρεται στα ρούχα που φοράνε αυτές οι γυναίκες, τα λεγόμενα τσόλια, που είναι ένα στάδιο πάνω από τα κουρέλια. Μεταφορικά, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μανάδες (ή και γιαγιάδες ενίοτε) που ορέγονται ένα λαμπρό μέλλον για το γιόκα τους και νύφη με παράδες και αυτός νταραβερίζεται συνέχεια με κορίτσια χαλαρότερης ηθικής και κιτσάτης εμφάνισης που μπορεί κανείς να συναντήσει αβίαστα πλειάδα τους στην πλατεία Μπουρναζίου ή ακόμα χειρότερα στην πλατεία Δέγλερη! Οι γυναίκες αυτής της συνομοταξίας διακατέχονται συνήθως από ενός είδος καλώς εννοούμενου τσαμπουκά και μιας έντονης προσωπικότητας γενικότερα και σίγουρα δεν είναι δήθεν.

- Πού θα πας σήμερα αγόρι μου;
- Μπουρνάζι.
- Πάλι με την τσολαρία θα συναναστραφείς;
- Άσε μας ρε μάνα.

(από allivegp, 23/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified