Φαγανιάρης είναι αυτός που τρώει πολύ.
Μερικές φορές και ο λαίμαργος.
Τι φαγανιάρης είναι αυτός, έφαγε 2 πιάτα μακαρόνια σερί!
Πωπω τι φαγανιάρης, πάρε και καμιά ανάσα!
Φαγανιάρης είναι αυτός που τρώει πολύ.
Μερικές φορές και ο λαίμαργος.
Τι φαγανιάρης είναι αυτός, έφαγε 2 πιάτα μακαρόνια σερί!
Πωπω τι φαγανιάρης, πάρε και καμιά ανάσα!
Got a better definition? Add it!
Χουγιάζω σημαίνει ότι αποδοκιμάζω κάποιον για κάτι που κάνει, φωνάζω σε κάποιον για κάτι που έκανε.
- Πού είσαι ρε θεία, σε περιμένουμε τόση ώρα. Μη με χουγιάζουτε ρε παιδιά, κάτι μου έτυχε και άργησα.
- Όλο με χουγιάζουν εκείνα τα παιδιά. - Μην τη χουγιάζουτε γιατί άμα τη χάσετε τότε θα καταλάβετε πόσο σας λείπει.
Got a better definition? Add it!
H βουή είναι το βουητό σε γένος θηλυκό.
Μεταφορικά, είναι κάποιο άσχημο νέο.
Άμα δεν κάνεις ό,τι σου λέω, θα σου έρθει η βουή (= θα φας ξύλο)
- Τα έμαθες τα νέα;
- Τα έμαθα, μου ήρθε η βουή (ήρθαν άσχημα νέα).
Got a better definition? Add it!
Κάνω βόλτες.
Πού γκεζέραγες ρε και δεν ήρθες στο σπίτι για φαΐ;
Έχεις πυρετό; Ποιος ξέρει που γκεζέραγες και κρύωσες!
Got a better definition? Add it!
Το φορτίο που φορτώνεται άνθρωπος συνήθως.
Εζαλώθηκα τα ξύλα στη πλάτη και πήρα το δρόμο για το σπίτι.
- Πόσες ζαλιές έχεις φέρει μέχρι τώρα; - Έφερα 3 ζαλιές ξύλα.
Got a better definition? Add it!
Η κουκουβάγια στα αρβανίτικα.
- Τι κάνει έτσι;
- Α τίποτα, μια κουκουμάτσα είναι.
Μη βγαίνεις έξω αργά το βράδυ, θα σε φάει η κουκουμάτσα.
Got a better definition? Add it!
Χαϊδευτικό ή παρατσκούκλι του Κώστα στα αρβανίτικα.
Πού είσαι ρε κόκο, που χάθηκες;
Έλα ρε κόκο και σε περιμένουμε ώρα...
Got a better definition? Add it!
Ο λαγός στα αρβανίτικα.
Μεταφορικά αυτός που γίνεται λαγός όταν συμβαίνει κάτι.
Πού είσαι ρε λέπουρα; Μόλις άρχισε η φασαρία έγινες καπινός!
Αυτός από το φόβο του έτρεξε μακρυά σαν τον λέπουρα.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει ανάποδα, αναποδιές.
Από τότε που χώρισα έχω τρομερή γκίνια, μου έρχονται όλα ζερβοδίμιτα.
Εκεί που πάω να ορθοποδήσω λίγο, όλο κάτι γίνεται και μου έρχονται τα πράγματα ζερβοδίμιτα.
Got a better definition? Add it!
Τα παραχαϊδέματα και η υπέρμετρη φροντίδα σε κάποιον.
Εεεεεε, το παράκανες, τον μικρό τον έχεις όλο πούτσα μου κανάτα μου, του κάνεις όλες τις χάρες...
Got a better definition? Add it!