Κουκουμπρέλα σημαίνει κάτι που κατασκευάστηκε λάθος, κάτι ασήμαντο, κάτι που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε χρησιμεύει σε κάτι.

Σημαίνει ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει κάτι σωστό.

  1. Τι είναι αυτός ρε, μεγάλος κουκουμπρέλας...

  2. Τι έφτιαξε πάλι; χαχα έφτιαξε μία κουκουμπρέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παραχαϊδέματα και η υπέρμετρη φροντίδα σε κάποιον.

Εεεεεε, το παράκανες, τον μικρό τον έχεις όλο πούτσα μου κανάτα μου, του κάνεις όλες τις χάρες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ανάποδα, αναποδιές.

  1. Από τότε που χώρισα έχω τρομερή γκίνια, μου έρχονται όλα ζερβοδίμιτα.

  2. Εκεί που πάω να ορθοποδήσω λίγο, όλο κάτι γίνεται και μου έρχονται τα πράγματα ζερβοδίμιτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγός στα αρβανίτικα.

Μεταφορικά αυτός που γίνεται λαγός όταν συμβαίνει κάτι.

  1. Πού είσαι ρε λέπουρα; Μόλις άρχισε η φασαρία έγινες καπινός!

  2. Αυτός από το φόβο του έτρεξε μακρυά σαν τον λέπουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικό ή παρατσκούκλι του Κώστα στα αρβανίτικα.

  1. Πού είσαι ρε κόκο, που χάθηκες;

  2. Έλα ρε κόκο και σε περιμένουμε ώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κουκουβάγια στα αρβανίτικα.

  1. - Τι κάνει έτσι;
    - Α τίποτα, μια κουκουμάτσα είναι.

  2. Μη βγαίνεις έξω αργά το βράδυ, θα σε φάει η κουκουμάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φορτίο που φορτώνεται άνθρωπος συνήθως.

  1. Εζαλώθηκα τα ξύλα στη πλάτη και πήρα το δρόμο για το σπίτι.

  2. - Πόσες ζαλιές έχεις φέρει μέχρι τώρα; - Έφερα 3 ζαλιές ξύλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω βόλτες.

  1. Πού γκεζέραγες ρε και δεν ήρθες στο σπίτι για φαΐ;

  2. Έχεις πυρετό; Ποιος ξέρει που γκεζέραγες και κρύωσες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H βουή είναι το βουητό σε γένος θηλυκό.

Μεταφορικά, είναι κάποιο άσχημο νέο.

  1. Άμα δεν κάνεις ό,τι σου λέω, θα σου έρθει η βουή (= θα φας ξύλο)

  2. - Τα έμαθες τα νέα;
    - Τα έμαθα, μου ήρθε η βουή (ήρθαν άσχημα νέα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χουγιάζω σημαίνει ότι αποδοκιμάζω κάποιον για κάτι που κάνει, φωνάζω σε κάποιον για κάτι που έκανε.

  1. - Πού είσαι ρε θεία, σε περιμένουμε τόση ώρα. Μη με χουγιάζουτε ρε παιδιά, κάτι μου έτυχε και άργησα.

  2. - Όλο με χουγιάζουν εκείνα τα παιδιά. - Μην τη χουγιάζουτε γιατί άμα τη χάσετε τότε θα καταλάβετε πόσο σας λείπει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified