Χαρακτηρισμός ανθρώπου με αρνητικό (κατά τα άλλα αρκετά νεφελώδες όμως) νοηματικό περιεχόμενο. Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιο άτομο είναι εκτός θέματος σε μια συζήτηση (ενίοτε & σε όλες τις πιθανές συζητήσεις...).

  1. - Έχει τον Αλέφαντο στην tv!
    - Τι λέει πάλι ο άκυρος;

  2. - Κάτσε να σου εξηγήσω ρε!
    - Όχι ρε φίλε, είσαι άκυρος, είσαι άκυρος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπασαρχίδικο. Από το ομώνυμο φάρμακο κατασταλτικό του νευρικού συστήματος (γνωστό και ωα ακινετόν).

- Αρντάν ρε μαλάκα, κόφ' το!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ στενός φίλος - υπερθετικό του κολλητός (πεπαλαιωμένος όρος).

- Πες μου Μάκη, και είσαι κολλητός με τον Ψινάκη;
- Αυτοκόλλητος Μιμή - θα σε κάνω Βανδή...

(από Khan, 26/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομάζω.

- Καλά, και θα τράκαρες;
- Άσε ρε, είδα τον χριστό φαντάρο σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχεδόν-παντελώς ηλίθιος, αυτός που δεν παίρνει από λόγια.

- Καλά, είσαι εντελώς βλήμα ναουμ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.

Τι είπες ότι έκανες;;; Δεν παίζεσαι με τίποτα ρε πούστη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω πλάκα / μπαλαμουτιάζω κάποιον. Τελευταία έχει περιπέσει σε αχρηστία, γιατί ο ελληνάρας ανακάλυψε πως η πρόταση «με δουλεύεις ρε μαλάκα;» υποδηλώνει πως ο συγκεκριμένος ελληνάρας είναι δυνητικά δουλέψιμος, δηλαδή δυνητικά κορόιδο (το οποίο ο ελληνάρας δεν μπορεί να πιστέψει δι' εαυτόν φυσικά!)

Με δουλεύεις ρε μαλάκα;

Δες και δουλεύω κάποιον ψιλό γαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που περιγράφει τύπο άρρενος που απαντάται στα βόρεια της χώρας (και δη στη Θεσσαλονίκη) και που χρησιμοποιείται μεταφορικά με υποτιμητικό σκοπό.

Εμφανισιακά αναγνωρίζονται από τον συνδυασμό άσπρων καλτσών με μοβ φλάι, το στρατιωτικό κούρεμα, το παπάκι με τη βγαλμένη πόδια και τον ανύπαρκτο σιγαστήρα εξάτμισης, και την πώρωση με τον ΠΑΟΚ (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά).

(Παραλλαγές: γκάγκουρας, σγκάγκουρας.)

-Φεύγα απ' εδώ ρε σγκάγκουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Slang παλαιάς φρουράς. Δηλώνει πώρωση, φανατισμό, και απόλυτη αφοσίωση - κάτι σαν τα ακόμη αρχαιότερα «και ξερό ψωμί» και «ψωμί, ελιά, και Κώτσο βασιλιά».

Μπάοκ και τα μυαλά στα κάγκελα ρε κουφάλες!

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, όπιο. Μεταφορικά, απαντάται στην έκφραση κάνε μόκο –η σύνδεση των δύο νοημάτων φαίνεται πολύ παραστατικά στο παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα» του Γιώργου Ιωάννου.

Στα μωρά είχαν δώσει μόκο, αφιόνι δηλαδή, κι έτσι δεν κλαίγαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified