Νεαρός gay, αγροτοποιμενικής καταγωγής (συνων. βλαχοπουστάκι).
Μας ήρθε απ' την Άνω Τραγοπλαγιά και μας το παίζει λόρδος, το τυροπουστάκι.
Νεαρός gay, αγροτοποιμενικής καταγωγής (συνων. βλαχοπουστάκι).
Μας ήρθε απ' την Άνω Τραγοπλαγιά και μας το παίζει λόρδος, το τυροπουστάκι.
Got a better definition? Add it!
Χωριά ευρισκόμενα σε διάφορες περιοχές της χώρας (π.χ. στους νομούς Ηλείας, Μεσσηνίας, Ρεθύμνου κλπ.), των οποίων οι κάτοικοι ασχολούνται εντατικά με την καλλιέργεια της ινδικής καννάβεως.
Κατ' αντιστοιχία προς τα περίφημα μαστοροχώρια του νομού Ιωαννίνων, των οποίων οι κάτοικοι υπήρξαν κατά το παρελθόν ονομαστοί μαστόροι της πέτρας, έχοντας χτίσει σπίτια, γεφύρια και άλλες πέτρινες κατασκευές σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο.
«Πότε θα κατέβεις στα μαστουροχώρια να μας φέρεις φρέσκο πράμα να ξεχαρμανιάσουμε;»
Got a better definition? Add it!
συκαφρά (τα)
Κονδυλώματα (καλιαρντά). Η ετυμολογία (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο) από το «σύκα» και το «αφροδίσια», ήτοι τα αφροδίσια των κιναίδων.
Πού πας μ' αυτήν/όν χωρίς προφύλαξη; Θα κολλήσεις συκαφρά.
Got a better definition? Add it!
Νεολογισμός προκύπτων εκ συντήξεως των εννοιών μαρκαλίζω: βατεύω (επί ζώων) και Μέρκελ.
Σημαίνει όλα, όσα έχουμε υποστεί (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) τα τελευταία χρόνια.
Το νου σας μην κατέβει πάλι η φράου και μας μερκελίσει όλους χωρίς σάλιο.
Got a better definition? Add it!
Φανταστική χώρα, όπου φύονται τσουτσούνια. Όπως λέμε Τσετσενία. (Καμία σχέση!)
- Τα μάθατε για το Λάκη; Πάει εθελοντής στη Τσετσενία.
- Σώπα καλέ! Μάλλον εθελόντρια αδελφή στη Τσουτσουνία πάει!
Got a better definition? Add it!
Περιοχές, περιμετρικώς του «κλεινού άστεως», όπου αφθονούν οι ταβερνοψησταριές (κοινώς κτηνοφαγεία): Βάρη, Καλύβια, Παιανία, Βαρυμπόμπη, Φυλή κλπ.
- Τι έγινε και χάθηκες ρε φίλε; Όχι τίποτ' άλλο, μου πέσανε και τα τριγλυκερίδια.
- Νταξ. Θα σε πάω Τζατζικιστάν το Σαββάτο, να 'ρθείς στα ίσια σου.
Got a better definition? Add it!
- Πεοθηλασμός με φιλοπαίγμονα διάθεσιν.
- Πεοθηλασμός διεξαγόμενος μεταξύ ανωρίμων.
Μαιρούλα μπήκε η άνοιξη. Πάμε στην εξοχή να μαζέψουμε λουλούδια και για καμιά τσιμπουκολελέτα, άμα λάχει.
Πήγα να τους δω που παίζαν στο υπόγειο και το 'χαν ρίξει στη τσιμπουκολελέτα.
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη, από την αγγλική λέξη slang και την τουρκική çapaçul (ακατάστατος, κακοντυμένος):
ο προκαλών ακαταστασίαν εις τον σλανγκότοπον.
Σε παρακαλώ, γράφε σωστά και με τάξη. Μην είσαι σλανγκπατσούλης!
Got a better definition? Add it!
Πρωί-πρωί.
Σε περιοχές, όπου η ντοπιολαλιά μετατρέπει το «ου» σε «ο» (π.χ. «θείο θέλω κολόρι» από παλιό ανέκδοτο). Σε άλλες περιοχές συμβαίνει το ανάποδο, όπως στη γνωστή ιστορία με τον Καραμανλή (θείο) στα εγκαίνια του χιονοδρομικού στον Παρνασσό, που είπε: «Μπράβο. Σαμουνί το κάνατε!» και μείνανε όλοι κάγκελο, μέχρι να καταλάβουν πως εννοούσε το Σαμονί (Chamonix-Mont-Blanc) των Άλπεων!
Έχω επίσης υπ' όψιν μου και τον αϊ-Γιάννη, τον 'πορνιαστή, ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που βάζετε στα βρώμικα μυαλά σας. Απλώς τυχαίνει να γιορτάζει στις 24 Ιουνίου, την εποχή που απορνιάζουν δηλ. βγάζουν τον ορνό απ' τις συκιές. Η ντοπιολαλιά της Κύθνου αφαιρεί το στερητικό «α» από την αρχή των λέξεων κι έτσι ο «απορνιαστής» έγινε... πουτανιάρης. (Αλλού τον λένε Κλήδονα).
Θα κινήσομε το πορνό-πορνό να μη μας φάει η κάψη.
Μου 'πες πως του 'πορνιαστή θε να 'σουνε φερμένος.
Got a better definition? Add it!
Παιγνιώδης παραφθορά σόσιαλ μήδεια. (Εδώ λειτούργησε η πνευματική διαδικασία της νοοθυέλλης, βαρβαριστί brain storming).
Αναφέρεται σε άτομα «της προσκολλήσεως» σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, του τύπου «όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη».
Κοινώς «φθείρες εφηβαίου» (νεωστί «μουνόψειρες»).
Μην επιμένεις! Δεν ερχόμαστε στο πάρτυ της Ιοκάστης απρόσκλητοι.
Δεν είμαστε εμείς σόσιαλ μύδια σαν μερικούς-μερικούς.
Got a better definition? Add it!