Χαρακτηρισμός για τα ανώριμα τυπάκια που το παίζουν δήθεν ψαγμένα... Είναι lite μπινελίκι.
Άκουσε εκεί να με πει εμένα ο γλιμπάτζας αφιλότιμη. Βρε δεν κοιτάει την καμπούρα του...
Χαρακτηρισμός για τα ανώριμα τυπάκια που το παίζουν δήθεν ψαγμένα... Είναι lite μπινελίκι.
Άκουσε εκεί να με πει εμένα ο γλιμπάτζας αφιλότιμη. Βρε δεν κοιτάει την καμπούρα του...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πέφτουλες + αρχί÷. Χαρακτηρισμός για τους χαζογκόμενους... Ο τύπος του αγαπητού αγάμητου που σκέφτεται με το κάτω κεφάλι αποκλειστικά!
Στο κλαμπάκι χθες τι πεφτουλίδια κυκλοφορούσαν ρε φίλε..
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκ του πηδήκουλας και καριόλης. Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στο σεξομανή (άτομο) και στον κωλόκαιρο κατά περίσταση.
-Είμαι πηδιόλης -Σ αρέσει η ιππασία βλέπω (πηγή ask.fm)
Ο καιρός σήμερα είναι πηδιόλης φίλε... Δεν παίζει να βγω μου γάμησε τα σχέδια για το βράδυ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άνωθεν όρος προσδιορίζει τον κλασσικό πούστη, που προσπαθεί να μην εκδηλώνεται μπινελικώνοντας ασύστολα.. Αναφέρεται και στον καιρό κατά περίσταση.
Ο καιρός είναι γαμωκαντηλοπουστάρας, ΤΕΛΟΣ.
(Δεν μου έρχεται παράδειγμα για το λήμμα αυτό :p)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η σεξουλιάρα... Κοπέλα για τον μπέο, με την κυριολεκτική σημασία της έκφρασης.
Τι ψωλοπορνη είναι αυτή ρε δεν έχει αφήσει αρσενικό για αρσενικό...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το χάσιμο που βρίσκεται κάποιος. Η τρέλα, το ταράκουλο λόγω κάποιου συμβάντος ή λόγω κούρασης.
Έχω πάθει ψυχολογικό λαλά από την κούραση.. η μέρα ήταν πολύ φορτωμένη, πάω για ύπνο.
Έχω πάθει ψυχολογικό λαλά για πάρτη της και εκείνη με δουλεύει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοζανίτικα: ζγιαζ' απ' τ'ς κουνιστές: φέρνει προς γκέι, γκεουλίζει.
Τούτος ζγιάζ απ' τ'ς κουνιστές, να τον προσέχεις.. και να τον στρώσεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δες και την τρίζει την όπισθεν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που χρηματίζεται, λαδώνεται, και το λαδοτύρι (αυτός που λαδώνει).
- Ααα, κοίτα τον πουλημένο τον διαιτητή, ταπαιρνίδης..
- Τον ξέρεις;
- Δεν είναι επίθετο, λαδώνεται.
- Ααα τον ξεφτίλα.
(Και παρομοίως για τον ταχωνίδη...)
Δες ακόμη: τα χώνω, σχήμα γνωστού αγνώστου και -ίδης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified