Κυριολεκτικά το γεννητικό όργανο της προβατίνας. Μεταφορικά απαξιωτική φράση για το γυναικείο αιδοίο. Δίνει την επιπρόσθετη εικόνα του ξεχυλωμένου, του κρεμάμενου, του πολυχρησιμοποιημένου γυναικείου γεννητικού οργάνου.

Κοίτα τα αρνιόμουνα που θέλουνε τραγόπουτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έμεινε επιτόπου, ξερός, πεθαμένος.

Πήγα το πρωί και τονε βρήκα καρούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διαδοχικά ραπίσματα, το ξύλο.

Έφαγε ματσκίδ' που πήγε σύννεφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαστούκια, σφαλιάρες.

Μόλις μου είπε έτσι τον άρχισα στο μπουφλίδ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό πριόνι.

Στέκα να πάρω τον τραχά και θα δεις αν θα ξανακλέψεις σταφύλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάσου, περίμενε.

Στέκα να πάρω τον τραχά και θα δεις τι θα πάθεις ανεπρόκοπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, αυτός που λέει κουβέντες στον αέρα και κάνει πράγματα στο γόνατο, ο τεμπέλης, ο ανεύθυνος άνθρωπος.

Άστον μωρέ τον ψωλοτρίφτη, ένα αυγό δεν ξέρει να βράσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/ή/ό που κάνει εξυπνάδες, κουταμάρες, παίρνει πρωτοβουλίες και τρώει τα μούτρα του, κάνει ολοένα γκάφες. Θα μπορούσε να είναι συνώνυμο με το παιδί κουμπί.

Μμμ πάλι γελάνε μαζί του... Παιδί τσαμπούνα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικά πρόκειται για τον παπάρα αλλά κάνει μεγαλύτερο θόρυβο, σα ράπισμα, με τον συγκεκριμένο τονισμό, που είναι παράλληλα, εκτός από υβριστικός, και περιπαικτικός δίνοντας μια αίσθηση ανώτερων βλαχογαλλικών.

Ε άναψε πράσινο... Ρε παπαριάν θα ξεκινήσεις επιτέλους ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σφουτζουρίζω ή σφετζουρίζω

Τα ρίχνω στη μούρη κάποιου, τον μουτζώνω, τα παρατάω.

  1. Τον βαρέθηκα κάποια στιγμή με τη τσιγγουνιά του και του τα σφουτζούρηξα στη μούρη.

  2. Τι κάθεσαι εκεί μέσα; Δεν τους τα σφετζουρίζεις όλα στη μούρη να ησυχάσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified