Αυτή που με τις πουτανιές της προκαλεί την ανδρική εκσπερμάτωση, η προκλητική, η πρόστυχη.

-Κοίτα ένα μπικίνι που φόρεσε η χυσοψώλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα, ο οκνηρός, ο αναποτελεσματικός. Κατά μια άλλη έννοια ο φοβισμένος.

  1. - Θα τελειώσει επιτέλους τη δουλειά;
    - Ποιός; Αυτός ο ψωλοκλανιάρης;

  2. - Μπαμπά ο Μήτσος μου είναι ατρόμητος!
    - Ποιός; Αυτός ο ψωλοκλανιάρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έννοια παραπλήσια με του ''κλαρινογαμπρού'' αλλά όχι η ίδια. Ποιο πολύ ταιριάζει στον φοβισμένο, αναποφάσιστο νέο που δεν έχει στον ήλιο μοίρα και πάει σώγαμπρος σε ξένο σπίτι. Εκεί κρύβεται πίσω απ'τα φουστάνια της γυναίκας του και περιμένοντας να του βρει δουλειά ο πεθερός του πλένει πιάτα και σφουγγαρίζει υπό τις οδηγίες της πεθεράς. Αν η τελευταία τον γουστάρει τον εκμεταλλεύεται και σεξουαλικά.

- Με τι ασχολείται ο άντρας της Ματίνας;
-Με τίποτα. Όλη μέρα με τις πυτζάμες μες στο σπίτι του πεθερού του, φορώντας μπροστέλα και φακιόλι. Κανονικός κλανιαρογαμπρός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει ψύχωση με τις πίπες.

Σπίτι της έχει αφίσες με πίπες από γνωστές πορνοταινίες, ενώ έχει και πλήρη κατάλογο με το στοματικό σεξ σε διάφορους λαούς στην αρχαιότητα. Όποιο αρσενικό μπαίνει σπίτι της τσιμπουκώνεται πάραυτα και χωρίς ενδοιασμούς. Κολπικό σεξ δεν κάνει. Κοιμάται με την ψωλή στο στόμα, αντί για το κλασσικό δάχτυλο, και εν ελλείψει της τοποθετεί κατάλληλα έναν δονητή ή ένα καθαρισμένο αγγούρι.

Επειδή είναι φανατική και με την καθαριότητα καθαρίζει πάντα πριν το τσιμπούκι τα ανδρικά μόρια με detol, ενώ μετά την πράξη κάνει γαργάρες με χλιαρό φλασκούνι και σόδα.

- Ρε συ η Σούλα δεν ήθελε να τη γαμήσω. Μόνο πίπες μου έπαιρνε όλη τη νύχτα.
- Καλά ρε μαλάκα δε ρώταγες; Είναι γνωστή πιποχόνδρια.

Cif πριν και μετά το cif. (από Khan, 05/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμιάς, αυτός που θα ρίξει ένα φούσκο με την πρώτη ευκαιρία. Κατά μια μεταφορική έννοια αυτός που βάζει τόσο πολύ δουλειά, η οποία μετά δε βγαίνει.

  1. Πω πω ρε συ αυτός ο νοσοκόμος έχει πηδήξει τις μισές συνοδούς. Μεγάλος πουτσοχώστης!

  2. Αυτή η ύλη δε βγαίνει με τίποτα ρε συ! Μεγάλος πουτσοχώστης ο καθηγητής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική έκφραση για να δείξει κάποιος ότι δεν καταλαβαίνει από απειλές.

- Γάμησες τη γυναίκα μου ρε; Θα σε σαπίσω στο ξύλο παλιοαρχίδι!
- Όπα ρε μεγάλε, θα μου τα κλάσεις με πίεση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που συστηματικά και αφιλοκερδώς επιδιώκει να γλείψει ανδρική ψωλή.

Κρατάει τεφτέρι με ποσοτικές και ποιοτικές μεταβλητές κάθε ψωλογλειψίματος - μήκος, πάχος, αριθμός φλεβών, αριθμός εκτονώσεων, όγκος εκσπερμάτωσης, χρώμα, γεύση, ιξώδες και pH. Αν σπουδάζει τα στοιχεία θα τα χρησιμοποιήσει για το διαδακτορικό με θέμα «Το Αποχυσευτικό Σύστημα από το Βυζάντιο έως σήμερα». Τέλος αν του χρωστάς χρήματα μπορεί να ξεχρεώσεις αφήνοντάς τον να σε τσιμπουκώνει. Για να μη σε εκμεταλλευτεί ασύστολα καλύτερα να υπογράψεις κάποιας μορφής «τσιμπουκογραμμάτιου» μαζί του.

Γιώργο πρόσεξε όταν μένετε μόνοι στη βιβλιοθήκη για διάβασμα. Είναι μεγάλος ψωλογλύφος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που του αρέσει να χύνει σε γυναικεία βυζιά. Κατά μια ευρύτερη έννοια ο γαμάουας που προσφέρει απλόχερα τα «δώρα» του στη γυναίκα.

Αχ, Καλλιόπη μου, μεγάλος βυζοχύσης ο Πάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που αρέσκεται στο στοματικό σεξ ακόμα και στα πεταχτά, σε κανένα σοκάκι, καμιά πιλοτή πολυκατοικίας ή στο ασανσέρ. Μεταφορικά η βλαμμένη και τεμπέλα γυναίκα.

  1. Αυτή η ψωλοσφυρίχτρα η Μιμή δεν έχει το θεό της - με στρίμωξε στις σκάλες ρε!
  2. Τι λε ρε Βασίλη; Αν περιμένω από τη ψωλοσφυρίχτρα τη γυναίκα μου να μαγειρέψει σώθηκα!

(από Khan, 06/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζαρώνω, συρρικνώνομαι.

- Κοίτα τον ρε πως κατάντησε. Κατσίρντισε.
- Αχ που να στα λέω Δόμνα μου. Η πούτσα του Κυριάκου μου κατσίρντισε καλά-καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified