Κατά αντιδιαστολή προς το κάνω το ψιλό μου: ενεργούμαι, κάνω τα κακά μου, ρίχνω ένα χέσιμο βρε αδερφέ!

- Πολύ αργεί ο μαλάκας ο Νίκος... Τόσην ώρα στην τουαλέτα είναι; Άντε και πρέπει να φύγουμε!
- Ε, θα κάνει το χοντρό του φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά αντιδιαστολή προς το κάνω το χοντρό μου: κατουράω, (για άντρες) αρμέγω τη σαύρα μου.

- Δεν σταματάς λίγο το αυτοκίνητο να κάνω μια επίσκεψη στα χωράφια;
- Γιατί, τι έγινε;
- Ε, θέλω να κάνω το ψιλό μου, τι λες να έγινε δηλαδή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο που υποδηλώνει την ατυχία, την αναποδιά, τη γκαντεμιά.

- Λοιπόν σήμερα πήγα και αγόρασα το RX8... 26.000 ευρώ.
- Και που τα βρήκες τόσα λεφτά ρε μαλάκα;
- Έβαλα δόσεις για πέντε χρόνια...
- Καλά, κοίτα μόνο μην γίνει καμιά στραβή γιατί με τις βλακείες που κάνεις σε βλέπω να κοιμάσαι στα παγκάκια...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή που γουστάρει πολύ να παίρνει πίπες. Η ακόρεστη αυτή επιθυμία συνοδεύεται και από θαυμαστή επιδεξιότητα, με αποτέλεσμα την υπέρτατη σεξουαλική απόλαυση του παρτενέρ της...

  1. - ...και με τραβάει στην τουαλέτα και αρχίζει να μου τον μπουκώνει σαν τρελή!
    - Α, έμπλεξες με πιπόζα βλέπω! Θα φας καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ειρωνικά, ότι δήθεν στραβώνει η ψωλή από το πολύ σεξ. Κατά κανόνα χρησιμοποιείται στη φράση σιγά μη στραβοψωλιάσεις.

- Μαλάκα με κάλεσε σπίτι της σου λέω. Μένει μόνη της κιόλας, τζιτζί! Έχω να ρίξω κάτι γαμήσια... Παίζει κιόλας να έρθει και η αδερφή της το Σαββατοκύριακο και θα κοιτάξω μήπως τις γαμήσω και τις δυο μαζί...
- Ναι, κοίτα μόνο από το πολύ γαμήσι να μη στραβοψωλιάσεις! Πολλές τσόντες βλέπεις μου φαίνεται...

Διαδικασία δημιουργίας κατάγματος σε αρχαίο πέος. (από GATZMAN, 13/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον μπάτσο-ρομπότ των αμερικάνικων ταινιών «Robocop»:
ο ματατζής με χακί στολή και ποικίλο εξοπλισμό, όπως ασπίδα, γκλομπ, κράνος, περικνημίδες, επιγονατίδες, αντιασφυξιογόνα μάσκα, δακρυγόνα, χειροβομβίδες κρότου/λάμψης και/η ψεκαστήρα χημικών για επιτόπια εξόντωση των διαδηλωτών σαν κατσαρίδες. Αποτελεί αναβαθμισμένη έκδοση των μπλε ματατζήδων (στρουμφάκια).

- Τι γίνεται ρε πούστη μου, έχει γεμίσει μπάτσους το κέντρο της Αθήνας... Παντού βλέπω αραγμένες κλούβες με ρόμποκοπ...
- Τι διάολο, στη Λωρίδα της Γάζας βρισκόμαστε;
- Και πού 'σαι ακόμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη pixel (ο κόκκος στην ψηφιακή εικόνα), όπως φαίνεται στη φωτογραφία.

Όταν μια ψηφιακή εικόνα ή βίντεο πιξελιάζει, σημαίνει ότι λόγω κακής ανάλυσης διακρίνονται τα επιμέρους τετράγωνα pixels που την αποτελούν Πιξέλιασμα παρατηρείται επίσης με την υπερβολική χρήση ψηφιακού ζουμ στις ψηφιακές φωτογραφίες, στο υπερβολικό ζουμ ψηφιακών φωτογραφιών πέρα από το κανονικό τους μέγεθος, στην εκτύπωση φωτογραφιών από εκτυπωτές με χαμηλά DPI κτλ...

  1. - Ρε Νίκο τι έχει η τηλεόραση σου και πιξελιάζει; Ψηφιακό σήμα από τη Nova δεν παίρνεις;
    - Ο κώλος σου πιξελιάζει μαλάκα!

  2. - Ψηφιακό ζουμ στις φωτογραφίες να βάζεις μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, γιατί οι εικόνες πιξελιάζουν... Καλύτερα να επεξεργάζεσαι το κάδρο της φωτογραφίας στο PC αφού την τραβήξεις.

(από Cunning Linguist, 25/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φόβητρο αυτών που έχουν πάει στρατό προς αυτούς που πρόκειται να πάνε. Τους πουλάνε δηλαδή την ιστορία ότι κατά τις εισαγωγικές ιατρικές εξετάσεις σου βάζουν κωλοβυθόμετρο για να δουν αν είσαι γκέι.

- Και τι γίνεται όταν πηγαίνεις πρώτη μέρα στον στρατό ρε Τάκη; Πες μου εσύ που έχεις πάει, γιατί φεύγω σε μια εβδομάδα και αρχίζω να αγχώνομαι...
- Α, μην ανησυχείς αγόρι μου! Καταρχήν γδύνεστε όλοι μαζί οι νεοσύλλεκτοι και σας κάνουν τις ιατρικές εξετάσεις...
- Τι λες, με το που θα πάω στον στρατό θα πρέπει να ξεβρακωθώ μπροστά σε όλους δηλαδή;
- Ε βέβαια, πώς αλλιώς θα σου κάνουνε την κωλοβυθομέτρηση;
- Κωλοβυθομέτρηση; Τι είναι αυτό;;
- Α τίποτα, σου βάζουνε ένα κωλοβυθόμετρο στον κώλο για να δούνε αν είσαι πούστης...
- Τι λες ρε;! Σοβαρά μιλάς;;
- Άραξε ρε ψάρακα, σε δουλεύω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράπονα, διαμαρτυρίες, γκρίνιες. Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, συνήθως από γονείς προς/για μικρά παιδιά. Πιθανόν είναι ηχομιμητική επιφωνημάτων διαμαρτυρίας.

Εκφράσεις: κάνω μουτσουτσούνια, άσε τα μουτσουτσούνια!

  1. - Φάε Κωστάκη το φαγητό σου...
    - Δεν μου αρέσει!
    - Αυτό έχουμε, αυτό θα φας. Άσε τα μουτσουτσούνια!

  2. - Τι έχει γυναίκα το παιδί; Δεν είναι καλά; - Μπα, απλώς δεν θέλει να πάει σχολείο και κάνει μουτσουτσούνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδί που έχει εμφάνιση και τρόπους «σοβαρού» ενήλικα, πράγμα που έρχεται σε τρανταχτή αντίθεση με την παιδική του ηλικία.

- Τον είδες τον γιο της Τασούλας πώς ήρθε στο παιδικό πάρτι; Κουστουμαρισμένος και με ένα σνομπ ύφος...
- Πολύ το αντιπάθησα το μικρομέγαλο! Αλλά τι φταίει αυτό; Η μάνα του φταίει που το έκανε σαν τα μούτρα της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified