Τα R'n'B τραγούδια από αράπηδες (niggers, όπως αυτοαποκαλούνται) «καλλιτέχνες», τα οποία συνήθως αναλύουν τον ψυχισμό του έγχρωμου νεόπλουτου κάτοικου ενός αμερικανικού γκέτο την στιγμή που, γυρνώντας από την τουαλέτα του κλαμπ όπου είχε πάει για καναδυό μυτιές, αντικρύζει ημιεκδιδόμενες καλλονές να λικνίζουν τα σφιχτά και σφριγιλά τους οπίσθια στον ρυθμό κάποιου R'n'B τραγουδιού. Βλέπε και αραπησιάρικα.

- Λοιπόν στο πάρτι θα βάζω εγώ μουσική...
- Τι λες ρε μαλάκα, θα τους διώξεις όλους!
- Βρε σάλτα γαμήσου από εδώ, που μόνο αραποχαδιάρικα στο MAD ξέρεις να ακούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσωπο ρήμα που σημαίνει ότι κάτι αξίζει, είναι γαμάτο, είναι καύλα. Με αυτήν τη σημασία μερικές φορές συναντάται και ως κωλολέει.
Δεύτερη σημασία: συμβαίνει, γίνεται κάτι.

  1. - Καλά φίλε, ο ναργιλές κωλολέει!
    - Γύρνα τον κι από εδώ ρε παρτάκια!

  2. - Γεια σου Γιάννη!
    - Γειάαα... Τι λέει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαρκής κίνηση, η εγρήγορση. Η λέξη χρησιμοποιείται στον ενικό ή στον πληθυντικό, μόνη της ή σε εκφράσεις όπως είμαι στην τσίτα, βαράω τσίτες κτλ. Παράγωγο: τσιτάκιας.

  1. - Καλά, ήπια τέσσερις καφέδες σήμερα κι έχω βαρέσει τσίτες!

  2. - Ηρέμησε ρε μαλάκας! - Δεν μπορώ ρε φίλε, η μικρή δεν σηκώνει το κινητό της και είμαι στην τσίτα! Λες να μου τα φοράει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βρίσκεται διαρκώς σε υπερένταση, που είναι στην τσίτα.

- Πάμε άλλο ένα μπασκετάκι ως τα 21...
- Ρε τσιτάκια, έχουμε ξεθεωθεί να παίζουμε τρεις ώρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κάθομαι ήρεμος, δεν έχω ησυχία.

- Πώπωω, ζαλίζομαι και τα πόδια μου με έχουν πεθάνει...
- Ε βέβαια, αφού δεν έβαλες κώλο κάτω! Όλο το βράδυ χόρευες βρε Ιωάννα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τέλειος, ο απίθανος, καύλα. Λέγεται με θαυμασμό και ενθουσιασμό.

- Καύλα ο καινούριος μου υπολογιστής ε;
- Καλά φίλε, είναι γαμάτος! Γρήγορα, φέρε μπύρες και μελομακάρονα και βάλε το Heroes να παίξουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλαμβάνω κάποιον (το ρήμα δένω υπονοεί το δέσιμο με χειροπέδες). Συνήθως το ρήμα συναντάται στον λόγο μόνο με το αντικείμενό του (π.χ. τον έδεσαν) και με εννοούμενο υποκείμενο (συντακτικά και όχι μόνο μιλώντας) το οι μπάτσοι.

- Βρε μαλάκα, κρύψε καλά το μαύρο μη μας δέσουνε!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δώσει υπερθετική ιδιότητα στο προσδιοριζόμενο όνομα. Συνώνυμα: απίθανος, φοβερός, μεγάλος, πολύς κτλ.

  1. Ρε πήγες και αγόρασες αυτήν την παπαριά που διαφημίζει η τηλεόραση; Τρελή απάτη, κορόιδο σε πιάσανε φιλαράκο!

  2. Με πήρε χαμπάρι ο διευθυντής που κοιμόμουνα στη δουλειά κι έφαγα τρελό γαμήσι! Παραλίγο να με απολύσει!

  3. Τρελό παιχτρόνι ο Λιθουανός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.

Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.

Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.

  1. - Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!

  2. - Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από γερό μεθύσι, γονατίζω και κρατιέμαι από τη λεκάνη της τουαλέτας για να ξεράσω.
Συνώνυμο: προσκυνώ (τη λεκάνη).

- Τι λιώσιμο ήταν αυτό χθες ρε μαλάκα... Τό 'πιαμε το τσίπουρο όλο!
- Άσε, μόλις γύρισα σπίτι δεν την πάλευα, πήρα τη χέστρα αγκαλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified