(Από το αγγλικό peak) Όρος της μουσικής τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η κυματομορφή (waveform) ενός ήχου φτάνει σε μια κορυφή (peak) υπερβολικά υψηλής έντασης με αποτέλεσμα κατά την αναπαραγωγή να παραμορφώνεται ο ήχος.

  1. - Πώς σου φαίνεται το κομμάτι που έγραψα;
    - Καλό είναι, αλλά πρόσεξε στη μίξη να μην σου πικάρουν τα πρίμα.

  2. - Παίξε καθόλου με το equalizer γιατί πικάρουνε τα μπάσα.

Το κλιπάρισμα είναι αυτό εδώ. (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για την αργή σύνδεση του ίντερνετ ή για προγράμματα του Η/Υ, όταν αργούν πολύ μέχρι να φορτώσουν.

Βλέπε και σέρνερ.

  1. - Σήμερα το ίντερνετ σέρνεται και μού 'χει σπάσει τα νεύρα!

  2. - Τό 'παιξες το Neverwinter Nights 2;
    - Το έπαιξα μωρέ, αλλά στο PC μου σερνότανε...
    - Ε, δεν αξίζει έτσι!

Σχετικό: σέρνομαι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(α) Χουφτώνω κάποιον/ -α.
(β) Επιπλήττω κάποιον αυστηρά.

  1. - Άσε. έχω πολλά νεύρα!
    - Γιατί, τι έγινε;
    - Ένας πορνόγερος στο τρένο μου έβαλε χέρι.
    - Πίκρα...
    - Τού 'ριξα όμως ένα βρισίδι... Τον έκανα ρεζίλι σε όλο το βαγόνι!

  2. - Αυτή η μπαμπόγρια που έχετε στη δουλειά γιατί φεύγει κάθε πρωί από τις 11:00; Στις 15:00 δεν τελειώνετε;
    - Η κυρα-Βούλα; Γιατί, μήπως και όσο είναι στο γραφείο δουλεύει;
    - Καλά, και δεν της βάζει κανένας χέρι;
    - Ναι τώρα σώθηκες...
    - Σωστά, δημόσιο είσαστε, τι βλακείες λέω...

(από Khan, 28/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με εκμεταλλεύονται, μου ζητούν υπερβολικά πολλά χρήματα για κάτι. Δεν φτάνει δηλαδή που τους πληρώνω ένα σωρό λεφτά, με χουφτώνουνε κι από πάνω!

Βλέπε και πιασοκωλέ.

- Πάμε να φάμε τίποτα στο εστιατόριο του πλοίου;
- Τι λες ρε, τρελάθηκες; Θα μας πιάσουνε τον κώλο!
- Καλά λες...

Money for NOTHING (από Galadriel, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Από την φράση μου πιάνουνε τον κώλο και την γαλλίζουσα κατάληξη -λέ, η λέξη πιασοκωλέ χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι υπερβολικά ακριβό.

- Πόσο ήρθε η λυπητερή;
- 35 ευρώ ο καθένας...
- Ωχ! Πολύ πιασοκωλέ το μαγαζί...

Σχετικό: πιασοκωλείο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε παρατακτική σύνδεση με κάτι για να δείξει ότι αυτό είναι βλακεία, φλωριά, ασήμαντο, ανάξιο λόγου.

Συνώνυμα: παπαριές μανίτσα μου, μπούρου-μπούρου μαλακίες, τ' αρχίδια μου κουνιούνται.

- Απόψε θα πάω σε ένα event στο Χαλάνδρι...
- Τι event και τσου ρε Λάκη ρε σκατόφλωρε; Μίλα ελληνικά γαμώ την ώρα σου!

Στο 1.20. (από Khan, 01/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω ξύδια.

- Πού ήσουνα αχαίρευτε; Τι ώρα είναι αυτή;
- Ε, να...
- ΣΚΑΣΜΟΣ! Μιλάς κι από πάνω... Πάλι τα κοπανούσες με αυτά τα κοπρόσκυλα τους φίλους σου; Αλλά τι ρωτάω, αφού βρωμοκοπάς ούζο!
- Έλεος, μην φωνάζεις, έχω πονοκέφαλο...
- ΝΤΟΥΠ! (ο ήχος της παντόφλας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την κοπανάω: σημαίνει είτε ότι (α) το βάζω στα πόδια, λακίζω για να γλιτώσω από κάποιον επερχόμενο κίνδυνο, είτε απλώς ότι (β) φεύγω, την κάνω.

  1. - Τι έγινε χθες; Έμαθα ότι η Κικίτσα θα ήταν μόνη της στο σπίτι...
    - Ναι, και πήγα εγώ να της τον σφυρίξω επιτέλους... Μόνο που πάνω στη φάση έσκασε απροειδοποίητα ο πατέρας της ο μπαστουνόβλαχος!
    - Ωχ! Και τι έκανες;
    - Τι να κάνω, μάζεψα τα ρούχα μου όπως-όπως και την κοπάνησα από το μπαλκόνι με το σώβρακο!

  2. - Λοιπόν παιδιά εγώ την κοπανάω...
    - Κάτσε λίγο ακόμα ρε μαμούχαλε!
    - Έχω πρωινό ξύπνημα αύριο και δεν την παλεύω μία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, βάζω τα πόδια στους ώμους, την κοπανάω, το σκάω.

- Μόλις άρχισαν οι απειλές για αποβολή, οι περισσότεροι λακίσανε από την κατάληψη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τρολ, τρόλι

Έτσι λέγεται στη διαδικτυακή αργκό ο χρήστης του ίντερνετ με διάφορα απωθημένα, ο οποίος κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας μπαίνει σε forums, chat rooms ή blogs και γράφει άσχετα ή επιθετικά σχόλια με σκοπό να διαταράξει τη συζήτηση.

Ο όρος troll μάλλον προήλθε από την έκφραση trolling for suckers (= ρίχνω δόλωμα για να πιάσω κορόιδα), όπου trolling είναι μια μέθοδος ψαρέματος με πολλαπλά δολώματα από κινούμενο σκάφος. Πέρα από αυτό όμως, troll είναι και ένα κακόβουλο τέρας της σκανδιναβικής μυθολογίας, οπότε ήρθε κι έδεσε.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο; Όλο ξενέρωτα θέματα βάζεις στο blog σου τώρα τελευταία...
- Άσε με ρε, κάθε φορά που βάζω τίποτα «εθνικά ευαίσθητο», μου την πέφτουνε τα τρολ εθνίκια... Βαρέθηκα το ίδιο βιολί όλη την ώρα!

βλ. και τρολιά, τρολάρω, τρολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified