πολύ μαρκόνι έπεσε

Σε χαρτοπαίγνια μπαζών (όπως μπριτζ, βίδα ,μπελότα κ.λπ) κατά τη διαδικασία της αγοράς που προηγείται του καθεαυτού παιξίματος όπου και αποφασίζεται τί είδους συμβόλαιο θα παιχθεί (χωρίς ατού ή με ποια φυλή της τράπουλας για ατού, με πόσες μπάζες θα κερδίσει ο άξονας που θα αναλάβει εκτέλεση) αναλόγως το μπαζοπαίχνιδο , η συννενόηση για πόντους, ισχύ φύλλων για να βρεθεί αυτό που συμφέρει καλύτερα τους υποψήφιους εκτελεστές πρέπει να γίνεται νόμιμα με τον εγκεκριμένο τρόπο, ΠΑΝΩ στο τραπέζι και ΜΟΝΟ (ούτε πάνω απ' το τραπέζι, ούτε κάτω). Έτσι συνθηματικά όπως πάτημα στον κάλο του ποδιού, σπρώξιμο κάτω απ' το τραπέζι , ξύσιμο αυτιού, τρίψιμο αυτιού και μύτης, βήξιμο, λοξοκοίταγμα και λοιπά που εκτός από συναισθηματική φόρτιση από την ευφορία που πηγάζει από το παιχνίδι φέρουν και άλλες προσυμφωνημένες παγαπόντικες πληροφορίες για να την πατήσουν σα βλάκες οι του αντίπαλου άξονα - ομάδας, ανήκουν στο σύστημα "Μαρκόνι", ήτοι των πουστοκλεψιώνε ασυρμάτου τηλεπικοινωνίας προκαθορισμένου κώδικα (εκ του Μαρκόνι που ως πειραματικός φυσικός ούτε εκείνος φέρθηκε και πολύ τίμια, καθώς έκλεψε την πατέντα των ραδιοκυμάτων από τον Τέσλα και την οικειοποιήθηκε πλήρως).
Κατ' επέκταση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις όπου αθέμιτη βοήθεια χρησιμοποιήθηκε για τη διεκπαιρέωση κάποιας εργασίας - αξιολόγησης για την οποία ο υποβαλλόμενος έπρεπε να φέρει εις πέρας με τις δικές του δυνάμεις και μόνο (σχολικά διαγωνίσματα με κινητά σκονάκια ή σινιάλα ή ψιθυρίσματα, ίσως και κινητά τηλέφωνα, νοήματα στον συμπαίκτη της παντομίμας κάτω απ' τη μύτη της αντίπαλης ομάδας κ.λπ.)και συμπεριλαμβάνει κάθε είδους συνεννόηση εκεί που δεν πρέπει να υπάρχει, ούτε ως παρεμβολή για βοήθεια, διαταράσσοντας τα βάιπς, έστω για καλό των υπαρχουσών ραδιοσυχνοτήτων των παρευρισκομένων.

 

1. - Τί έγινε; Πώς τα πήγες στο τουρνουά;
- Ρε πούστη μου δε χάσαμε ούτε ένα παιχνίδι, αγοράζαμε σαν τους τρελούς, δεν αφήναμε αντιπάλους εύκολα, αφού είχαμε πόντους να μας την πούνε, αλλά, αλλά.. Πάλι κερδίσανε οι γνωστοί άγνωστοι...
- Τί διάολο, το κοκαλάκι τη νυχτερίδας έχουνε;
- Χέσε με κι εσύ... Αφού πολύ μαρκόνι έπεσε κι αυτήν τη φορά. Καλά, έτσι και τους τσακώσω, κατευθείαν στον πρόεδρο. Μα καλά, για πόσο μαλάκες μας περνάνε;;
2. - Τί να σου πω!΄Εχασες που δεν ήρθες να δώσεις αρχαία...Ένα σου λέω, μέχρι και οι πέτρες αντιγράψανε...
- Εμ..Ήθελα νά'μαι καλό παιδί και είπα να κάτσω να διαβάσω αυτήν τη φορά. Αφού δεν ήμουν έτοιμη...είπα να μην το ρισκάρω.
- Πολλή φάση, έχασες. Θα παραξενευτώ αν δεν περάσαμε όλοι ή έστω οι περισσότεροι... Πολύ μαρκόνι έπεσε, μωρ' αδερφάκι μου. Δεν ξέρω αν τον Σεπτέμβρη θα είναι η ίδια κι αν θα ξαναγίνει τέτοιο τζέρτελο.Χαλασμός! Η Καλλιόπη μας έφερνε μέχρι με κινητό τις απαντήσεις!
3. - Ψιτ! Στο 3α τί έβαλες;
- Θα σου πω μετά!
- Όλο μετά μου λες κι όλο τίποτα Με τον Τάκη πολύ μαρκόνι έπεσε κι εδώ στον ψωριάρη τίποτα; Πες μου και μένα...
- Καλά ρε πρήχτη... Δες την κόλλα από δω με τρόπο... Θα του κάνω νόημα να σου στείλει και το σκονάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Τα γυαλιά οράσεως με χαρακτηριστικούς, υπερβολικά χοντρούς και αντιαισθητικούς φακούς που συνήθως καλύπτουν περισσότερα προβλήματα όρασης από τη μυωπία (μυωπία, αστιγματισμό, στραβισμό) σε έναν ασθενή, ή υψηλή/κακοήθη μυωπία (που μπορεί να εξελιχθεί σε καταρράκτη).

Συνήθως επιβαρύνουν αυτόν που τα φοράει λόγω του βάρους του σκελετού και τον αδικούν εμφανισιακά, κάνοντάς του τα μάτια, λόγω της υπερβολικής διάθλασης της σύνθετης εσωτερικής επιφάνειας τους, να φαίνονται υπερβολικά μικρά (στους πολύ ενισχυμένους φακούς) ή γενικώς μικρότερα του πραγματικού τους μεγέθους. Τώρα πλέον με την εξέλιξη στην οπτομετρική και στην κατασκευή των γυαλιών οράσεως τίθενται υγρά φίλτρα ενισχυμένα με πολύ λεπτές στρώσεις υάλων ποικίλης προέλευσης για να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα με το ελάχιστο δυνατό πάχος φακού. Έτσι τα ματομπούκαλα είναι εν πολλοίς παρελθόν. ματομπούκαλα


Συνθ. λέξη εκ του μάτι (ματ-), δείκτη σύνθεσης -ο- και μπουκάλι (μπουκαλ- με κλητικό επίθημα α). Συνώνυμο τα πατομπούκαλα, όπου εδώ ειρωνικά αναφέρεται πως κάποιος έχει χρησιμοποιήσει για γυαλιά τους πάτους (α'συνθ.)γυάλινων μπουκαλιών (β'συνθ.) που είναι χοντροί σαν τα αντιαισθητικά αυτά γυαλιά (από το πάτος και μπουκάλι).

Δύο φίλοι σε ένα μπαρ συζητούν:
- Κοίτα εκεί πίσω, με τρόπο.
- Ναι, τί; Ωραίο γκομενάκι.
- Όχι, όχι αυτήν, τη διπλανή...
- Ποιαν; Αυτή με τα ματομπούκαλα;
- Σσσσσς! Μην καρφώνεσαι! Ναι, αυτή!. Μ' έχει σταμπάρει με τα πατομπούκαλά της... Απορώ τί να έχουν από πίσω άραγε;...
- Κουκουτσόσπορους, δε βλέπεις;

ματομπούκαλα... ...πατομπούκαλα

Got a better definition? Add it!

Published

σου το προσυπογράφω με πόδια και με χέρια

Έκφραση που ακούγεται όταν είμαστε τόσο σίγουροι για κάποιο γεγονός ή κατάσταση που χρειαζόμαστε ό,τι άκρο έχουμε διαθέσιμο - το πέμπτο των ανδρών δεκτόν - για να επικυρώσουμε με την υπογραφή μας γραπτώς, εν είδει συμβολαίου αυτά που ισχυριζόμαστε, έντονα και με τρόπο που δε χωρά αμφιβολία. Αντίστοιχες εκφράσεις είναι το "κόβω το κεφάλι μου", "βάζω το χέρι μου στη φωτιά" θυσιάζοντας μέρη του σώματος σε μορφή όρκου για ό,τι ισχυριζόμαστε ενώ εδώ την τιμή που έχουμε χτίσει στο όνομά μας που είναι ακόμα πιο σοβαρή υπόθεση για την υπόσταση μας σε περίπτωση που κλονιστεί η εμπιστοσύνη των άλλων σ'αυτό, καθώς "κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ'όνομα" που λέει και το ρητό. Διότι ανάπηρος ζεις, χωρίς κοινωνική υπόσταση όμως η ζωή είναι ανυπόφορη. Είναι η ύστατη επιβεβαίωση αληθείας που αφορά στην τιμή του ατόμου.


- Και είσαι σίγουρη μωρή πως τον είδες;
- Καλέ, ναι σου λέω! Την είχε παλαμαριάσει και της ψιθύριζε στ'αφτί...Βάζε τώρα με το νου σου τί της έλεγε.
- Ρε, τον κοίταξες καλά; Ήταν όντως αυτός; Σίγουρα δεν έχει δίδυμο αδερφό, κάποιον ξάδερφο να του μοιάζει διαβολεμένα;
- Όχι, όχι, όχι! Αυτός ήταν! Σου το ξανάπα. Ξανθός, πρασινομάτης, κατσαρομάλλης, με μύτη μεγάλη ίσια σουβλερή κι εκείνη την ελιά στο δεξί του μάγουλο! Σίγουρα αυτός ήταν, είναι πολύ χαρακτηριστικός, σαν ξένος, δεν μπορεί...
- Καταλαβαίνεις τώρα τι πάμε να κάνουμε; Να βάλουμε γιαγκίνι στα καλά καθούμενα; Πριν να της το πούμε, πρέπει να βεβαιωθούμε. Σπίτι πάμε να διαλύσουμε! Κι επειδή σε ξέρω... Λέγε. Ορκίσου! Ορκίσου ότι ένιωσες σωστά ό,τι είδες και δεν ήταν πάλι φαντασίες της αφηρημάδας σου.
- Ορκίζομαι... Να φάω τα κόκαλά μου...
- Η Βλαχοπούλου δε δεχόταν αυτόν τον όρκο. Ούτε κι εγώ, είναι γελοίος.
- Βάζω το χέρι μου στη φωτιά.
- Τίποτα πιο εκλεκτόν;
- Εεεε, κόβω το κεφάλι μου!
- Μπφ... Όλα αυτά γίνονται στο μιλητό. Δε θα ακρωτηριαστείς κι όλας...
- Ε, τότε σου το προσυπογράφω με πόδια και με χέρια! Να μην μπορώ να βγαίνω απ' το σπίτι αν είναι αλλιώς από τις ντοματιές που θα με περιμένουνε!
- Τώρα μάλιστα!... Άιντε πάμε να της πούμε το χαμπέρι, να δούμε τι θα βγει. Για να δέρνεσαι έτσι, κάτι ξέρεις εσύ...
- Δόξα σοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά της "Ελληνοφρένειας" που μπαίνει σφήνα στην κανονική ροή των βιντεακίων. Σοκάρει, σε πιάνει εξ απήνης και δεν είναι πάντα εμφανής ο λόγος που ο τιμητής - κανονιστής σατυρικός θεματοφύλακας του άστεως και της κοινωνίας το αναγράφει. Συνήθως αφορά σε οπτικό χιούμορ, καθώς συνήθως ακούγεται κατά τη διάρκεια αυτών των σφηνών μια απόκοσμη μουσική ερεβωδών ηχητικών εφέ - σα να σκρατσάρεις σε ναϊλούρα και αυτά να παίζουν χωρίς τον ήχο τους σε σλόου μόουσσιον. Κίνηση, περίσταση για γέλια (συνήθως σε πάνελ καλεσμένος ή μη), έκφραση εκτός περίστασης, ρεπορτάζ και καλά του δρόμου είναι που φριζάρουν στο γκροτέσκο σκηνικό της σουρεαλιστικής μας ζομπινίστικης παραζάλης.

Βλέπε εικόνα.

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κουβέντες σε φιλικές παρέες όπου τέρθω αλλά μέσα δεν μπαίνω, να ξέρειςονοούμενα δίνουν και παίρνουν, οι πλάκες, οι χοντράδες και ο χαβαλές, είναι και ο στερατζής (εκ του stare) που όλη την ώρα καρφώνει το συνομιλητή του ελπίζοντας σε κάτι, κυρίως να τον ψήσει για πλάκα, κάποια έξοδο που θα καταλήξει με χοντρή μαλακία και τέτοια, φέρνοντάς τον σε αμηχανία. Ο άλλος για να ξεφύγει, τινάζεται, απλανεύει το βλέμμα, ατενίζει το κενό και αναφωνεί:"Μη με κοιτάς (εμένα)",μην υπολογίζεις επάνω μου για ό,τι σκέφτεσαι, μη με υπολογίζεις για συμμορίτη, μη με νομίζεις για ρουφιάνο" (αν τον καρφώνει με την κακή έννοια) ή δεν ξέρω και γω τί άλλο άβολο (νίπτει τας χείρας του με κάτι τέτοια, κάνει το κορόιδο). Ανάλογο του "μη μου τα λες εμένα" που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί η μία έκφραση να αντικαταστήσει την άλλη κυρίως όταν ο ομιλών έχει διάθεση επίπληξης προς το συνομιλητή του. Κατά τα άλλα το πρώτο χρησιμοποιείται για ξεγλίστρημα και αποφυγή εμπλοκής κάπου, το δεύτερο για τσεκάρισμα εμπέδωσης με λίγη ειρωνεία που και που απ' αυτόν που προκαλεί το ξεστόμισμα της έκφρασης.


1.- Πω ρε μαλάκα... Κοίτα πως έγινε το παπί! Όχι ρε πούστη μου, πάλι τα ίδια! Δε νομίζω... (το βλέμμα της τίγρης πάνω στο συνομιλητή)
- Μη με κοιτάς εμένα... Δε θα του το' δινα αν δεν ήσουν κι εσύ μπροστά.
- Σίγουρα ρε;
- Σίγουρα.
- Καλά, πάμε να δούμε τί θα το κάνουμε... Θα με σκοτώσει ο αδερφός μου, σ' το λέω!
2.- Έμαθα για ένα καινούργιο στούντιο, τί να λέμε τώρα. Άλλο πράμα! Κι εκεί τα κορίτσια είναι όλα τα λεφτά. Είσαι;(το βλέμμα του συνομότη)
- Μη με κοιτάς...Καλά...Άμα είναι θα ερθω, αλλά μέσα δεν μπαίνω να ξέρεις. Θα σας περιμένω στο σαλονάκι. Σιχαίνομαι.
3.- Ήθελα να'ξερα ποιος πούστης του το'πε, από που το έμαθε!Βρε μπας και... Μωρή λούγκρα!
- Μη με κοιτάς εμένα, άσε με κάτω!Παράτα με ήσυχο! Εγώ φταίω που ο,τι κάνεις το κάνεις βούκινο στο φβ! Πολύ θέλει ο άλλος, πόσο μάλλον ο ηδονοποστίας, η κουτσομπόλα να βγάλει τη βρώμα... Μαλάκα, εσύ τα φταις ολα και μιλάς κι από πάνω! Εσύ σε έμπλεξες και ζητάς και τα ρέστα! Αφού τα ξέρεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του "εκεί που βγάζεις το ψωμί σου μη βάζεις το καυλί σου" (με το "να"' ως προτρεπτική υποτακτική κι όχι σκέτη προστακτική γίνεται πιο ρυθμικό - έμμετρο), αλλά με την ευρύτερη έννοια., να μην κάμνεις πουστιές στον ευεργέτη σου - αφεντικού σου, που σου δίνει δουλειά ρε φτωχομπινέ ψωριάρη , να είσαι δούλος να δουλεύεις, να μην εργάζεσαι, για να μη σκέφτεσαι τα χάλια της μίζερης ζωούλας σου - τώρα το αν σου δίνει και λεφτά, αυτό είναι άλλο ζήτημα (πουστιές λέγοντας:να του κλέβεις από το ταμείο, να κρατάς πρακτικά με ψεύτικα στοιχεία της επιχείρησης με σκοπό την υπεξαίρεση, να του μαμάς τη γυναίκα, την γκόμενα) και να θέτεις την κεφαλή σου στον τορβά με το πίτερο και μια εσάνς βίβερε περικολοζαμέντε, αλλά για κουτοπονηριά προς ανάκτησιν χαμένου εγωισμού κι όχι εφαρμογή μεγαλεπιβόλου σχεδίου για ανάκτηση χαμένης αξιοπρέπειας (γι' αυτό και το υποκείμενο χέζει εκεί που τρώει και δεν κάνει κάτι άλλο, φέρ' ειπείν να ξύνεται ή να φταρνίζεται , βρε αδερφέ).Τα δύσοσμα αποτελέσματα πλήττουν αμφοτέρους, αλλά λειτουργούν εις βάρος - πάντα! - του δευτέρου, που λίγο του μένει από το να τα φάει κι όλας εκτός από το να τα κάνει, εφόσον όλα τα σημεία οδηγούν σ' αυτόν. Καλή όρεξη και καλό βόλι.

1.-Ουγκ!
- Είντα "ουγκ", μωρέ μαλάκα; Τη φτόνη σου, δεν κατέεις που τηνε θέτεις και που όι;Μη χέζεις εκεί που τρώεις, δεν είπαμενε;
- Ου γκαλά τα κάκαλά μου! Τη φτόνη μου εκάτεχα, τα λιολιά μου δε μπροφύλαξα...
- Όι καημοί σου, τσ' αγιάς σου οικογένειας τα μπαλοταρίσματα, κακοκαιρίσμενε και τα κατήσια σου καμώματα, ανέ δε σε φουρτουνιάσανε!
2.- Τί είναι αυτές οι κούτες; Γιατί το γραφείο του Τάκη είναι άδειο;
- Δε τά' μαθες; Τάκης γιοκ. Πάει πια, του ήρθε ραπόρτο να ξεκουβαλήσει μέχρι το μεσημέρι...
- Μα γιατί;
- Την παροιμία:"Μη χέζεις εκεί που τρως" την ξέρεις;Ε, εκείνος δεν την ήξερε και λίγο λίγο, μουλωχτά έφτιαχνε κομπόδεμα σε βάρος όλων μας... Μπαρούτι από χτες τ' αφεντικό που τ' ανακάλυψε! Οι συνδικαλιστές να δεις... Πάντως η κοινή γνώμη εδώ είναι διχασμένη...
έκφραση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην είσαι, κρυόκωλος, μίζερος, μυγιάγγιχτος,ανέραστος, καταστροφολόγος, γκαντέμης, ψωφολόγος και πρηξαρχίδης και το παίζεις ιστορία χωρίς λόγο. Με λίγα λόγια αυτός που το ζορίζει πολύ το πράγμα, σκέφτεται πολύ και συχνά για όλους και για όλα και δεν αφήνει τη ζωή να συμβεί φυσικά και το μέλλον να έρθει. Μονίμως ανησυχεί, μεγεθύνει καταστάσεις λόγω της φοβίας του και από τις υπερβολές του καθίσταται ανυπόστατος, για να μην σχολιαστούν τα επιχειρήματά του. Ειδικά όταν θέλει να αποφύγει συναναστροφές που εκείνος εξ αρχής επιδίωξε αλλά στο τέλος του στραβώσανε και δεν ξέρει πώς να την κάνει γυριστή καλύτερα.
Έκφραση που συνδέει αυτόν τον τύπο ανθρώπου με την εύθραυστη ανεμελιά του γκέι που αν και ανυπόστατη και κοινωνικά πλεονέκτρα με αιτήματα κατοχύρωσης, δεν είναι σε θέση να τη διασφαλίσει γιατί αυτό θα βάλει ταφόπλακα στην ανεμελιά του. Είναι που είναι κανείς ανάποδος, μη γίνεται και κοινωνικά πιο ανυπόφορος απ' αυτό που ήδη είναι, παροτρύνει το λήμμα ως ειρωνική συμβουλή.


- Έλα ρε! Το ψήνεις για κάνα θέατρο το σ/κ;
- Ναι, αμέ. Για πες...
- Έμαθα για μια γαμάτη παράσταση στου Ψυρρή, με κάτι βαρεμένους που περιμένουν στην αναμονή τον ψυχανομαλιαναλυτή τους, αλλά τελικά δεν έρχεται και αποφασίζουν να ψυχαναλυθούν μεταξύ τους! Το τί γίνεται, δεν περιγράφεται! Θα ρίξουμε γέλια...
- Ωχ.. Άσε ρε... Είμαι και ψιλοάφραγκος... Είχε κι η μάνα μου μπλεξίματα με ψυχαναλυτές και δε γουστάρω. Δε νομίζω να μ'αρέσει...
- Άντε ρε, μην είσαι γκέι, δεν έχουμε πει; Η κυρα - Νούλα μπλεξίματα με ψυχαναλυτές;; Από που κι ως που ψυχολογικά η μάνα σου και ντράβαλα;
- Όχι ψυχολογικά... Γκομενικά. Είναι το βίτσιο της αυτοί.
- Α, καλά... Ο,τι να'ναι. Τέλος πάντων, εγώ σου λέω να μην είσαι γκέι κι έλα να περάσουμε καλά. Πες πως έγινε σε κάναν άλλο.
- Θα το σκεφτώ, αλλά δε σου υπόσχομαι...
- Πόσο μου τη σπας όταν μου το παίζεις ιστορία, ρε πούστη μου... Σου την κερνάω εγώ, να σου φύγει κι η έγνοια για τα φράγκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το "με αγγίζεις". Στην Κρητική εξακολουθεί να υπάρχει διαφοροποίηση ως προς τα ρήματα που συντάσσεται το αντικείμενό τους σε πτώση αιτιατική, σε σχέση με αυτά που συντάσσονται με γενική, διατηρώντας τη λεπτή νοηματική απόχρωση που υπάρχει (μου 'γγίζεις, με αγγίζεις, αλλά όχι άμεσα εμένα ως ολότητα, που όπου και να με ακουμπήσεις σε ένα μέρος του σώματος, επειδή ανήκει σε μένα, είμαι εγώ, μα αγγίζεις το πολύ συγκεκριμένο σημείο που διαφοροποιείται εκείνη τη στιγμή από το υπόλοιπο σώμα μου, επειδή έρχεται σε επαφή μαζί σου, στην προκείμενη περίπτωση). Μου' γγίζεις τη χέρα, τον πόδα, το "εργαλείο" κουλουπού...

Τα ρήματα που συντάσσονται με γενική, είναι σχεδόν εξίσου πολλά με αυτά που συντάσσονται με αιτιατική στη διάλεκτο, με τη γενική να έχει αφομοιώσει μορφολογικοσυντακτικά (στη μορφή και στη χρήση δηλαδή) την αρχαία δοτική. Άρα αυτά που στην Κρητική συντάσσονται με γενική κατά τον γενικό κανόνα στα αρχαία συντάσσονται είτε με γενική είτε με δοτική (σπανιότατα με αιτιατική, κάποια λίγα ρήματα όμως της νεοελληνικής κοινής μπορεί στην Κρητική να συντάσσονται με γενική, επειδή έτσι έχει κληροδοτηθεί μέσα στην εξέλιξη της γλώσσας από τα αρχαία και δεν έχουν περάσει από την κοινή στη διάλεκτο, εφόσον προυπήρχαν). Από τα συμφραζόμενα το αντικείμενο μπορεί να εννοηθεί ή να είναι το υπονοούμενο το ευκώλως εννοούμενο, για να μην κατονομασθεί η φράση που περιγράφει.

Είναι αξιοθαύμαστο πάντως, πως ανά την εγχώριό μας, δεν κατονομαζόταν η πράξη φάτσα -κάρτα, όπως μας ήρθε η έτοιμη αμερικανιά από την αλλοδαπήν και δη την Εσπερία την εποχή του (δυτικότροπου) εκσυγχρονισμού - και καλά - και της αλλοτρίωσης της παράδοσης. Οι παλιές ελληνικές κοινωνίες δεν είναι ότι το είχαν ως συντηρητικές και καθυστερημένες ως πράξη, άρα και ως λέξη, ταμπού (τα χωργιά βογγούσαν κάποτε από τα αλληλοκαβαλικεύματα, αφού το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα που λέει και το δημώδες), αλλά το να μην το κατονομάζουν υπόκειτο στα πλαίσια του ερωτικού παιχνιδιού, του τσαχπινισμού, του ζουζουνισμού, ώστε να μην ακούγεται βάρβαρο, επιθετικό και - φευ!- το χείριστο όλων: πεζό και φτηνό, όπως ακούγεται σήμερα που ισοπεδώνει τους μετέχοντες και επικεντρώνεται καθαρά ως τεχνικός όρος στην πράξη και μόνο, με τα "εργαλεία" να είναι απλώς υδραυλικά, ένα πράμα, μεριστικά 'λαδή κι όχι ολιστικά, ως διακριτά μέρη ενός όλου, ενός ανθρώπινου έμψυχου σώματος...

  1. - Πού' σου' να τόση να ώρα που σ' ανιμένω;
    - Ήμουνα με Νικολιό και ζγουραφίζαμε...
    - Έλα 'παέ να μου βοηθήξεις, μόνε πρόσεχε, μή μου 'γγίξεις και με μουτζαλώσεις με τσι μπογιάδες στι χέρες σου... Άμε πλύσου, πρώτα.

  2. - Έλα Κρινιώ μου, έλα μάθια μου, που σ' αποθύμηξα ούληνα τη μέρα και σε λαχταρώ. Έλα σίμωσε...
    - Όι, δε σιμώνω...
    - Γιάντα;
    - Όι δεν έρχομαι, για θέλει μου ' γγίξεις...(=γιατί θα μου το αγγίξεις/τσιγκλίσεις/χαρχαλέψεις, το "εργαλείο")
    - Έλα, τζάνε μου, μα' γω σ' αγαπώ κι ανέ δε θέλεις, δε σου 'γγίζω. Μη φοβάσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση αυτή όπου σε πιάνει στο φιλότιμο, και ψυχοπονείς κάποιον, με αποτέλεσμα να θυματοποιείς τον εαυτό σου και να τον φέρνεις σε κατάσταση χειρότερη του θύματος λόγω ενοχών που εσύ τυχαίνεις να είσαι σε καλύτερη θέση - και το θύμα ξαφνικά βρίσκεται σε ανώτερη και παριστάνει το θύτη, χωρίς όμως η αρχικά κατώτερη θέση του άλλου να είναι τέτοια εξαιτίας σου, αλλά να προϋπάρχει και να μιλάει στη συμπόνοια σου, κρούοντας τις ευαίσθητες χορδές της λύπησής σου και της ανθρωπιάς σου. Επίσης μια εκ των υστέρων εκτιμημένη αντίδραση ως εσφαλμένη, που επισύρει ενοχές η παραδοχή της ως τέτοια και που κάνει το δράστη της να μετανιώνει γι' αυτήν γιατί από αυτή εξαρτήθηκε μια ολόκληρη κατάσταση που εξελίχθηκε αρνητικά. Χρησιμοποιείται στον αόριστο συχνότερα και στον ενεστώτα (μού'ρχεται κρίμα).


1.- Πω, πω... Δεν την είδες την καημένη; Αυτή ήταν μονίμως πέρα - δώθε στη γειτονιά και γύρευε δανεικά Χρόνια τώρα έχει οικονομικά και ψυχολογικά προβλήματα, χήρα με τρια παιδι Και τώρα να ψάχνει στα σκουπίδια για να βρει κάτι να φάει... Δε μπορώ ρε, μού'ρχεται κρίμα... Πάω να της δώσω τίποτα να φάει σαν άνθρωπος...
- Τί να σου πω... Αλληλεγγύη δε λέω... Αλλά φύλαε και τα ρούχα σου. Μην της δίνεις πολύ θάρρος. Έτσι και στη δική μου γειτονιά είχαμε μια και τη βοηθούσαμε μονίμως και μια μέρα η μάνα μου γύρισε στο σπίτι χωρίς πορτοφόλι και το κατάλαβε δυο μέρες μετά. Το παράτησε η ηλίθια μπροστά της, πετάχτηκε μέχρι το περίπτερο και μετά αφηρημένη, δε το γύρεψε Μόνο τα ψιλά στην τσέπη της είχανε μείνει.... Είπαμε φιλάνθρωπος αλλά όχι και μαλάκας.
2.- Έλα ρε, τί έγινε, τί έχεις κι είσαι έτσι;
- Άσε με μωρέ γαμώτο μου... Τσακώθηκα τις προάλλες με την Αντωνία... Βέβαια εκείνη το ξεκίνησε, ως συνήθως, είναι γνωστή η παράνοιά της.... Με ξέρεις εμένα.. Κρατιέμαι, κρατιέμαι, υποχωρώ, αλλά άμα μου την πει και πολύ και τα έχω μαζεμένα την παίρνει και τη σηκώνει. Την άρπαξα και την έστησα στον τοίχο. Την κάρφωσα με το βλέμμα. Έμεινε μαλάκας. Έκλασε μέντες. Από τότε που με είδε έτσι φοβήθηκε. Εδώ και 5 μέρες έχει να με πάρει ή να μου στείλει. Ξέρω, από τη μια δεν είναι σωστό που έρχεται και ξεσπά πάνω μου τα προβλήματα από το σπίτι της, αλλά από την άλλη κι εγώ δεν έπρεπε να αντιδράσω έτσι. Μού'ρθε κρίμα.
- Έτσι έπρεπε. Όχι πισογυρίσματα τώρα φίλε. Είναι αργά να μετανιώσεις. Στο κάτω κάτω, αυτή η κοπέλα δεν είναι για σένα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρίκαρα. Τόσο όσο κι όταν μού'ρχεται περίοδος μαζί με την κακοδιαθεσία, την αβολεψιά, τους πόνους που τη συνοδεύουν ως δύσκολη κατάσταση. Ειδικά όπως όταν συμβαίνει σε απρόσμενες στιγμές που δεν μπορείς να παρέξεις τις πρώτες βοήθειες στον εαυτό σου από παυσίπονα μέχρι σερβιέτες και πρέπει να σκαρφιστείς πώς θα βρεθείς σε χώρο να το κάνεις με την ησυχία σου και πολύ περισσότερο όταν σου συμβαίνει την ώρα που έχεις μπαλαμουτιαστεί με το γκομενάκι κι είστε έτοιμοι για το κυρίως πιάτο. Εκτός από τη φρίκη, σημαίνει και το ξενέρωμα που το συνοδεύει.
Η φράση ακούγεται από άντρες που εννοούν ό,τι παρατηρούν στη γυναικεία συμπεριφορά τις δύσκολες μέρες του μήνα. Λίγη νευρικότητα, λίγη υστερία, λίγη έλλειψη ψυχραιμίας, λίγη επιθετικότητα, λίγη αντιπαθούκλα, λίγη στριγγλότητα, λίγη γκροτεσκίλα... Και που για άλλους λόγους αυτά τα συμπτώματα μπορεί να βασανίσουν και αυτούς.


- Άστα να πάνε... Κι εκεί που είχα από κάτω το γκομενάκι και γκάπα γκούπα, τσαφ! Σπάει το προφυλακτικό. Άσε δε που έχυνα σαν να μην υπάρχει αύριο και δεν μπορούσα να σταματήσω και με τίποτα. Σαρανταπέντε λεπτά παιδευόμουνα. Δεν ήμουν σε καλή μέρα και τελείωσα ανισόρροπα...
- Καλά κι όταν το κατάλαβες;
- Μού'ρθε περίοδος, κόντευα να τρελαθώ. Λίγο μετά πιο ψύχραιμος λέω "αγόρι μου ψυχραιμία, συμβαίνουν και αυτά, δε θα τρελαθείς κι όλα... Γαμιάς είσαι, φάτα τώρα"...
- Κι άμα σου σκάσει κάνα παιδί;
- Κοίτα, φτιαγμένος είμαι κι εκείνη το ίδιο κι είμαστε και σε καλή ηλικία γι' αυτό. Καλή κοπέλα είναι,λίγο μεγαλύτερη, δεν έχουμε προλάβει να γνωριστούμε και πολύ, αλλά όλα εντάξει. Εγώ είμαι μέσα. Δε θέλω να καταντήσω μπακούρι...
- Μαλάκα, σκάσε γιατί μ'αυτά π'ακούω θα μου'ρθει εμένα περίοδος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified