Ο Παναθηναϊκός.
Ο οπαδός της ομάδας του Παναθηναϊκού (ή αλλιώς: βαζελάκι)
Γαύρος: Πότε είναι το ντέρμπι με τον βάζελο;
Ο Παναθηναϊκός.
Ο οπαδός της ομάδας του Παναθηναϊκού (ή αλλιώς: βαζελάκι)
Γαύρος: Πότε είναι το ντέρμπι με τον βάζελο;
Got a better definition? Add it!
Ο Ολυμπιακός.
Ο οπαδός του Ολυμπιακού.
- Το βράδυ θα μαζευτούμε οι γαύροι σπίτι μου, να δούμε το ντέρμπι.
- Ποιοι παίζουν είπαμε;
- Ο γαύρος με τον βάζελο.
Βλ. και θρύλος, ο
Got a better definition? Add it!
Ονομάζονται κι έτσι και οι φίλαθλοι του (Μ)ΠΑΟΚ.
Σχετικά λήμματα: ΜΠΑΟΚ
Έχασε πάλι ο (Μ)ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό και τα έκαναν γυαλιά καρφιά πάλι οι βούλγαροι.
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλείται ο οπαδός του ΠΑΟΚ λόγω της γεωγραφικής θέσης της Θεσσαλονίκης (λίγο νότια της Βουλγαρίας).
(Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού προς τους οπαδούς του ΠΑΟΚ στο γήπεδο)
-Βου-βου βούλγαροι, βου-βου Βούλγαροι!!!!
Got a better definition? Add it!
Ο διαιτητής ενός αγώνα. Προφανώς λόγω του μαύρου χρώματος.
- Και εκεί που πάμε για το διπλό, σφυρίζει το κοράκι πέναλτυ. Θά' μπαινα μέσα να του χώσω τη σφυρίχτρα στον κώλο.
Got a better definition? Add it!
Ο υπερβολικά γυμνασμένος, σε αντιαισθητικό βαθμό, που για να πετύχει τέτοιο αποτέλεσμα έχει πάρει μπόλικα αναβολικά.
-Κοίτα τον πρησμένο που βγαίνει απο τη θάλασσα! Έχει ένα ύφος «εδω είμαι κορίτσια»... -Ναι, κοίτα όμως που περπατάει και σαν χεσμένος!
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτερμαν, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άριστος παίχτης (στη μπάλα, στα τυχερά παιχνίδια κλπ.)
Ο πολύ καπάτσος.
Got a better definition? Add it!
Τυρόγαλο και τυρογαλάς, συνήθως στον πληθυντικό: τα τυρόγαλα.
Ο κάτοικος της Λάρισας και ο οπαδός της ομώνυμης ομάδας.
Καλά ούτε τα τυρόγαλα δεν καταφέρατε να κερδίσετε στο ποδόσφαιρο;
Got a better definition? Add it!
Όρος που χρονολογείται από τότε που τα παιδιά έπαιζαν μπάλα στις αλάνες με πέτρες για δοκάρια.
Εξωφυλαρούχας ήταν τότε ο καημένος που δεν το κατείχε το τόπι και καμιά ομάδα δεν τον ήθελε, με αποτέλεσμα να κάθεται απ' έξω και να προσέχει τα ρούχα των υπολοίπων. Έμπαινε δε να παίξει μόνον αν κάποιος από τους καλούς χτυπούσε, ή ερχόταν η μάνα του να τον μαζέψει πριν τη λήξη του αγώνα.
Ο όρος έχει επιβιώσει στην σύγχρονη αργκό των γηπέδων και περιγράφει το παλτό, τον μόνιμο παγκίτη - συνήθως πρόκειται για άλλη μια εμπνευσμένη προσωπική επιλογή της προεδράρας στις τελευταίες μεταγραφές.
Εκτός γηπέδων, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον αιώνιο κομπάρσο, το δια βίου κοντάρι, αυτόν που τον ρίχνουν και μένει πάντα στην απόξω.
Παλιός ποδοσφαιριστής στον Hρακλή, με όχι και πολύ ταλέντο, γι' αυτό δεν τον πολυπαίζανε κι έτσι απέκτησε το παρατσούκλι «εξωφυλαρούχας», (γιατί καθόταν έξω και φύλαγε τα ρούχα). (Από το ΚΛΙΚ, άρθρο για τον τέως υπουργό Γιώργο Λιάνη)
Ο πρόεδρος έδωσε λύσεις και κάλυψε κενά σε θέσεις-κλειδιά ... Δεξιός εξωφυλαρούχας ένας τελειωμένος Σέρβος που δεν τον ξέρει ούτ' η μάνα του... αριστερός εξωφυλαρούχας ο απιθανόπουλος από το Ουζμπεκιστάν ... έχουμε πλέον μπει σε τροχιά τίτλου ...
Άσε μωρέ, να τον λυπάσαι είναι ... μια ζωή εξωφυλαρούχας ... τον καλούνε, βέβαια, στις δεξιώσεις και στα διάφορα γιατί έχουν ανάγκη τον αδερφό του, αλλά πέραν τούτου ουδέν ... ούτε γυρνάει κανείς να του μιλήσει ... κι αυτός κάθεται σε μια γωνιά και ξερογλείφεται με τα γκομενάκια ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μεταφορικά ανάπηρος. Συνήθως αυτή η λέξη χρησιμοποιείται στα γήπεδα.
Έλα σούταρε!... Ούτε τη μπάλα δεν πέτυχε ο στραβοχυμένος...
Got a better definition? Add it!