Στην αθλητική σλανγκ η κωλόγρια είναι η ομάδα του Γηραιού Ηρακλή, και οι οπαδοί της, οι γριές.
Στην αθλητική σλανγκ η κωλόγρια είναι η ομάδα του Γηραιού Ηρακλή, και οι οπαδοί της, οι γριές.
Got a better definition? Add it!
Αμφιβόλου ποιότητας λολοπαίγνιο, που χρησιμοποείται στο πλαίσιο μπαρμπαδοχιούμορ, για διάφορους λόγους, όπως λ.χ. για να χαρακτηρίσει τους Ολυμπιακούς αγώνες ως έχοντες χαμηλό επίπεδο (του κώλου) ή για να εξάρει τα όμορφα οπίσθια αθλουμένων ή για να στιγματίσει τους αγώνες ως "προάγοντες τη woke ατζέντα" των ανωμαλάκηδων, πάντα κατά τους χρησιμοποιούντες την έκφραση.
Got a better definition? Add it!
Αμφίβολης (βασικά κακής) ποιότητας σεξιστικό λολοπαίγνιο που σημαίνει τον παθητικό ομοφυλόφιλο που του αξίζει χρυσό μετάλλιο για τα ρεκόρ στις επιδόσεις του ή τον ολυμπιονίκη με χαμηλό επίπεδο (του κώλου).
Βρήκε τον εαυτό του στην ενόργανη γυμναστική και έγινε ο πρώτος κωλυμπιονίκης.
Got a better definition? Add it!