Further tags

O τίγκας, ο γυμνασμένος όσο δεν πάει. Πρέπει να υπάρχει κάποιο φροϋδικό σλιπάκι-τριπάκι ανάμεσα στο χέσιμο, στα λεφτά και στο μπόντι μπίλντιγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι εκφράσεις όπως χέζομαι, είμαι σφιχτός, σφίχτερμαν, σφιχτοκώλης, τα χρησιμοποιούμε και για τα τρία.

Πηγή: Ιησούς.

Ήταν χεσμένος στα Ευρώ, τώρα τα ξόδεψε όλα για να γίνει χεσμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Άγριος είναι ο γραμμωμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας.

Αγριάδα: η γράμμωση.

Συνήθης η συναδελφική έκφραση ''έχεις αγριέψει ρε φίλε τώρα τελευταία'', που σηματοδοτεί την πρόοδο του συγκεκριμένου αθλητή στον τομέα της μυικής διαμόρφωσης και συνάμα αποτελεί την επιβράβευση των προσπαθειών του.

- Aγόρι πως με κόβεις, δεν έχω τουμπανιάσει τώρα τελευταία;
- Nαι ρε φίλε, πήρες όγκο, αλλά όγκο είχες πάντα. Πέντε πάνω πέντε κάτω... Αυτό που θες είναι να τον δουλέψεις τον όγκο σου, να αγριέψεις λίγο, για να δείξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καλή μεταγραφή, ο παίκτης που κατευθείαν με τη μεταγραφή του καπαρώνει θέση στην βασική ενδεκάδα της ομάδας.

Θα πάρουμε κανένα ενδεκαδάτο παίκτη φέτος, ή θα τη βγάλουμε όπως πέρσι με τα...

Στο 0.40 περίπου. (από Khan, 27/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεαρός ποδοσφαιριστής του Εργοτέλη που έχει βγάλει μάτια φέτος ιδιαίτερα λόγω της καταπληκτικής του ταχύτητας. Το όνομά του έχει γίνει φέτος για τους ποδοσφαιρόφιλους συνώνυμο της ταχύτητας.

  1. - Ρε συ χάσαμε το πούλμαν, πριν λίγα δευτερόλεπτα έφυγε, ρε πούστη.
    - Τρέχα μπας και το προλάβουμε!
    - Σιγά ρε ποιος είσαι; Ο Μπολτ ή ο Κουτσιανικούλης;

  2. (Από το σήριαλ «Ευτυχισμένοι μαζί»):
    Μήτσος: - Έχω καλύτερη ιδέα ρε!
    Μάρκος: - Λέγε...
    Μήτσος: - Αντί να κυνηγάμε το κουνέλι, μπορείς να αγοράσεις άλλο, και να πεις της Εύας ότι το έπιασες. Καλή ιδέα ε;
    Μάρκος: - Ναι ρε συ. Καλή ιδέα. Γιατί, εδώ που τα λέμε, αυτό που αγόρασα πριν δεν είναι κουνέλι. Είναι ο Κουτσιανικούλης.

(από rigo21, 13/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αντί για χέρια έχει μανταλάκια. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για αθλήματα και παιδικές αθλοπαιδιές για τους διάφορους δεντηβρίσκοβιτς, που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους, ιδίως σε μπάσκετ, βόλευ, bitch volley κ.τ.ό.

- Πιάσ' τη μπάλα ρε μανταλάκια! Μανταλάκια έχεις στα χέρια σου ρε παράλjυτε;

Βλ. και παράλjυτος, παρμένο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι επίσημοι που κάθονται στις αντίστοιχες εξέδρες των ποδοσφαιρικών αγώνων. Λέγονται έτσι επειδή κάθονται ακίνητοι και σοβαροί, ενώ το πλήθος γύρω τους ωρύεται και χτυπιέται. Ο όρος παραπέμπει και στις μαρμάρινες θέσεις των επισήμων στα αρχαία θέατρα.

Δες τα μάρμαρα ρε μαλάκα! Το γήπεδο καίγεται και αυτοί κουλ! Ρε ουστ!

(από ironick, 07/04/09)Δες τα μάρμαρα ρε μαλάκα! Η εξέδρα καίγεται και αυτοί κουλ! Ρε ουστ! (από Vrastaman, 07/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά, οι λάσπες στα ποντιακά.

Στην Θεσσαλονίκη, τσαμούρια αποκαλούνται οι οπαδοί του Απόλλωνα Καλαμαριάς από τους υπολοίπους, δηλαδή από τους γύφτους, τα σκουλήκια και τις γριές.

Το παρατσούκλι προέκυψε από το γεγονός ότι εκείνα τα χρόνια (πάλι καρφώθηκα...) η Καλαμαριά ήταν εκτός Θεσσαλονίκης, και ως εξοχή ήταν τίγκα στη λάσπη. Επειδή στην Καλαμαριά ήταν και είναι τόπος που κατ' εξοχήν πήγαν κι έμειναν οι πρόσφυγες από τον Πόντο, αντί να λέμε τους οπαδούς της τοπικής ομάδας «λασπούρια», τους λέμε τσαμούρια. αατα

- Ου βρωμοσκούληκο! Σκουλήκια βρωμερά που ζείτε μες στο χώμα...
- Άι ρε σκατόγυφτε...
- Καλά ρε,τι κάφροι είστε... Είναι επίπεδο αυτό;
- Ρε, ρε... Μιλάν' όλοι, μιλάν' κι οι κώλοι. Ρε τσαμούρι, εσύ από τις μεγάλες ομάδες, τι είσαι;

Το γηπεδο του Απολλωνα οταν φτιαχνοταν - ποοοοολλη λασπη ρε παιδακι μου... (από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρόεδρος, η ομάδα και οι οπαδοί του Απόλλωνα Αθηνών.

Επειδή κάθε χρόνο, το καλοκαίρι που δεν είχε ποδόσφαιρο, νοίκιαζαν το γήπεδο της Ριζούπολης στους μάρτυρες του Ιεχωβά, για να κάνουν το ετήσιο συνέδριο.

Θα πάμε να ρίξουμε τρία μπαλάκια στους ιεχωβάδες μέσα στη Ριζούπολη.

Καλώς τα παιδιά, τρία - μηδέν...  (Αλέφαντος) (από Marco De Sade, 18/03/09)Το γήπεδο της Ριζούπολης - μετά την ανακαίνιση για τους Ολυμπιακούς (από poniroskylo, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι όπου η μία ομάδα διασύρεται εντελώς. Που αρπάζει από 3 μπαλάκια και πάνω. Που παρακαλάς -αν είναι η ομάδα σου- να τελειώσει η ξεφτίλα, αλλά όχι μόνο δεν τελειώνει, αλλά πιάνει και βροχή και δεν έχεις ομπρέλα.

  2. Η ομάδα για το άθλιο θέαμα που παρουσιάζει.

  1. Είχε ένα πορνό χτές, Μάντσεστερ - Λίβερπουλ, 1 - 4.

  2. Άστα, πορνό είμαστε χτές. Ρουφήξαμε 5 μπαλάκια.

Εδώ οι μπάλες κάνουν ουρά (από Marco De Sade, 16/03/09)Πόσες μπάλες είπαμε;   (από Marco De Sade, 16/03/09)

Βλ. και τσόντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για παρακμιακούς σφίχτερμεν και σβάρτσους, που δεν τους πάει καθόλου η σφιχτεροσύνη, αλλά τους χαλάει.

Από τον Χ. Τσέκο, που είχε αναλάβει την Εθνική ομάδα Άρσης Βαρών και τους έδινε διάφορα περίεργα σκευάσματα, που αποδείχτηκαν παράνομα. Σε μια αποθήκη του βρέθηκαν πολλές ληγμένες ουσίες, το 2004, ενώ φημολογείτο ότι πολλοί σβάρτσοι συνέχιζαν να κάνουν ουρές για να πάρουν τις ουσίες. Από τότε, όταν βλέπουμε ένα παρακμιακό μπιλντέρι χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση.

-Πώς είναι έτσι αυτός ο κακαμοίρης; Απ' τα ληγμένα του Τσέκου πήρε;

Χ. Τσέκος (από Dirty Talking, 15/03/09)Χ. Τσέκος (από Dirty Talking, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified