Selected tags

Further tags

εκ του Χουπ (Hoop): είναι το στεφάνι της μπασκέτας.

Στην διάλεκτο του πεζοδρομίου σημαίνει παίζω μπάσκετ. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις του Street BasketBall: παιχνίδι μπάσκετ σε εξωτερικό χώρο.

Σημείωση: οι μπασκέτες έχουν σιδερένιο φιλέ για να μην κόβεται.

- Πάμε μπασκετάκι σήμερα ρε μαλάκα; Έχω 2 εισιτήρια στις κεντρικές θύρες απέναντι από τα επίσημα.
- Άσε ρε μαλάκα, θα κάτσουμε μαζί με όλους τους χούπηδες... Θα πάω να καθίσω στο πέταλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ο οποίος προέρχεται από το μπασκετικό alley-oop, ή αλλιώς (στα ελληνικά), χουπ.

Οι χούπηδες ισχυρίζονται πως είναι μπασκετικοί φίλαθλοι και μιλάνε μεταξύ τους με καθαρά μπασκετικούς όρους, όπως: πικ εν ρολ, άλεϊ ουπ, τρανζίστορ, μπακ κορτ κτλ.

- Πάμε μπασκετάκι σήμερα ρε μαλάκα; Έχω 2 εισιτήρια στις κεντρικές θύρες απέναντι από τα επίσημα.
- Άσε ρε μαλάκα, θα κάτσουμε μαζί με όλους τους χούπηδες... Θα πάω να καθίσω στο πέταλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικά το μέλος ή οπαδός της ομάδας της Αθλητικής Ενώσεως Κωνσταντινουπόλεως, επειδή, σύμφωνα με τον έτερο ορισμό, ως τουρκόσπορος χαρακτηρίζεται ο μικρασιάτης ή και ο κωνσταντινουπολίτης, και η ιστορία της Α.Ε.Κ. ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη.

  1. οι παναθηναικοι ειναι λαγοι,οι αεκτζηδες τουρκοσποροι και οι Παοκτζηδες βουλγαροι (Εδώ).

  2. polu ksilo fagate xanoumakia tourkoi,vgeikate eksw apo tis thires sas!!!!!!!emeis tha katevainame oloi kai tha tis paizame tourkosporoi,flwroi tourkoi. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός της ομάδας της Α.Ε.Κ. εκ του ορίτζιναλ. Έχει μάλλον θετική χροιά αναδεικνύοντας (ενίοτε) τους οπαδούς της Κούλας ως αλήτικα τζόβενα με οριτζιναλιά ένα πράμα.

Σχετικά: φλωρίτζιναλ, αεκάκι, ΑΕΚάρας, Αεκ(ι)τζής, Κούλα, χανούμα, χανούμι, χανούμισσα, τούρκοι, τουρκόσπορος, πριγκιπέσσα.

  1. παντως η αληθεια ειναι οτι τουρκους λενε και τους αεκτζηδες, αλλα δε νομιζω να σηκωνε κανεις στη σκεπαστη τουρκικη σημαια (θα μαζευε αρκετες) παρ'ολο που στα οριτζιναλια παιζουν πολλοι αναρχοαυτονομοι (Εδώ).

  2. Τέλος να πούμε ότι ΑΕΚ θύμιζαν μόνο τα 200 οριτζινάλια που έδωσαν βροντερό παρών στο γήπεδο. (Εδώ).

  3. Ενας μόνο τόλμησε να πάρει το μέρος του Ντέμη κι έφαγε στοαυτοκίνητό του τα γιαούρτια που προφανώς δεν προορίζονταν για τονίδιο: ο Ψαριανός. Και μάλλον κατάλαβε εκείνες τις δύσκολες ώρες,όταν προσπαθούσε να μιλήσει και του ορμούσαν και τον έκραζαν απόκάτω τα οριτζινάλια, τι σημαίνει να έχεις τέτοιους συμμάχους στηνόποια προσπάθειά σου που, από τη στιγμή που δεν θα τους κάνεις τοχατίρι, θα στραφούν εναντίον σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλάγια γραμμή του γηπέδου. Την αναφέρει έτσι απλά για συντομία ο Γιώργος Γεωργίου, ακριβώς επειδή είναι άσπρη. Φυσικά όλες οι γραμμές του γηπέδου δε σχεδιάζονται με ασβέστη, αλλά με ειδική ανεξίτηλη μπογιά.

Ακροατής: - Ο Σαλπιγγίδης δεν τραβάει σέντερ-φορ ρε Γιώργο.
Γεωργίου: - Φίλε, πάρε κατσαβίδι και βίδωσε καλά στο μυαλό σου αυτό που θα σου πω. Ο Σαλπιγγίδης δεν είναι για περιοχή. Πάρ' τονα και βάλτονα στον ασβέστη. Εκείιι, να τρέχει μωρέ αδερφάκι μου.

(από HardcoreGR, 06/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω λιανά κάτι, το εξηγώ αναλυτικά ώστε να το καταλάβει ο άλλος, ειδικά αν πρόκειται για στόκο. Βλέπε επίσης το κάνω πενηνταράκια. Προέρχεται απ' τον προγενέστερο ορισμό της λέξης «νιανιά», δηλαδή του φαγητού που το αλέθουμε για να το καταπιεί ο άλλος πιο εύκολα.

Την έκφραση χρησιμοποιεί συχνά ο τρισμέγιστος Γιώργος Γεωργίου.

- Γιώργο βλέπεις να κάνουμε τίποτα φέτος στην Ευρώπη;
- Με αυτή την ομάδα; Παπάρια μάντολες.
- Γιατί ρε Γιώργο;
- Για να στο κάνω νιανιά να το καταλάβεις, άμα δεν πάρεις δύο πλάγιους να τρέχουν σα σκυλιά στον ασβέστη, δε πρόκειται να παίξεις μπάλα.

(από HardcoreGR, 06/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγώνας ομαδικού αθλήματος (ποδόσφαιρου, μπάσκετ) που έχει ξεφύγει από τα πλάνα και τις τακτικές των προπονητών και έχει αποκτήσει «μια άγρια ομορφιά» (κατά την προσφιλή έκφραση των σχολιαστών), δηλαδή το παιχνίδι έχει καταστεί άναρχο και εξελίσσεται φουλ επίθεση με ξαφνικές άμυνες, με παίκτες που δεν υπακούουν στα συστήματα των προπονητών και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες με επιθετικό χαρακτήρα κατά το δοκούν (π.χ. run-and-gun).

Συνήθως, υπό τέτοιες συνθήκες τα πνεύματα είναι οξυμένα, το παιχνίδι αναπόφευκτα καθίσταται αντιαθλητικό και οι συρράξεις μεταξύ των παικτών στον αγωνιστικό χώρο και των οπαδών στις κερκίδες, συμπληρώνουν την εικόνα του εκτραχηλισμού και της αποδιοργάνωσης.

  1. Έγινε… ροντέο το ματς στο Παπαστράτειο (εδώ)

  2. Από περίπατος έγινε… ροντέο! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέλος ή οπαδός της ομάδας Πανιώνιος. Βλ. και εδώ.

Σχετικά λήμματα: νιόνιος, Πλαταιείς.

Οι «πάνθηρες» έκαναν το μπρέικ… (Εδώ).

(από Khan, 21/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίρρημα συγγενές του ρήματος χλατσώνω. Έχει μια ποικιλία σημασιών, που μπορεί να προέρχονται από την μπασκετική σημασία του χλατσώνω, ήτοι «βάζω καλάθι χωρίς η μπάλα να ακουμπήσει στεφάνι, παρά μόνο διχτάκι», αλλά μπορεί απλώς να προέρχονται από τον ήχο χλατς, τον οποίο με λίγη φαντασία ακούμε σε πληθώρα περιστάσεων, λ.χ. κατά την σεξουαλική διείσδυση, όταν χτυπάνε διάφορα μπλιμπλίκια στον υπολογιστήρα, και αλλού.

Παρά την ποικιλία και απροσδιοριστία των χρήσεών του, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις σημασίες του επίρρηματος χλατσωτά στο απολαυστικά, και εδώ η μπασκετική, όσο και η σεξουαλική σημασία του είναι σχετικές. Όπως ένα χλατσωτό καλάθι το απολαμβάνουμε εμείς και τσούζει τους αντιπάλους, έτσι το χλατσωτά δηλώνει μια ενέργεια που γίνεται χωρίς προσκόμματα, εμπόδια για τον δρώντα, αλλά με άνεση, ενώ μπορεί και να επιφέρει τσούξιμο σε παθόντα. Συναφώς μπορεί να σημαίνει «χωρίς δισταγμό».

Πάσα (Δ.Π.): Mr Cadmus.

  1. Η χυλοπιτα ειναι η αργη και βασανιστικη απολαυση που προσφερεις σε μια γυναικα οταν στη ριχνει χλατσωτα(οπως ο Πετζα στο Σεφ εκεινο το καταραμενο 1999) (Εδώ).

  2. υποστηριξα χλατσωτα τη νομιμοποιηση της φουντας (Εδώ).

7.55 (από Khan, 14/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπίσημος μπασκετικός όρος που δηλώνει ένα αψεγάδιαστο καλάθι. Συγκεκριμένα, η μπάλα βρίσκει τόσο καλό στόχο που το διχτάκι δεν μετακινείται ούτε εκατοστό.

Η προέλευση του όρου είναι μάλλον ο ήχος τύπου «τσαφ» που, στη φαντασία των παικτών, προκαλεί ένα τέτοιο καλάθι.

Ρούφα το τσαφάκι μωρή αδερφή!

Got a better definition? Add it!

Published