Ο τύπος που πηδάει σούπερ γκόμενες.
Γαμώ υπέροχα.
Είδες ο Γιαννάκης τι θεογκομενάρα έριξε πάλι. Είναι σουπεργαμάω ο τύπος.
Την σουπεργάμησες πάλι την Ελενίτσα χθες βράδυ. Σας άκουσε όλη η πολυκατοικία.
Ο τύπος που πηδάει σούπερ γκόμενες.
Γαμώ υπέροχα.
Είδες ο Γιαννάκης τι θεογκομενάρα έριξε πάλι. Είναι σουπεργαμάω ο τύπος.
Την σουπεργάμησες πάλι την Ελενίτσα χθες βράδυ. Σας άκουσε όλη η πολυκατοικία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σκληρό μπινελίκι με τουλάστιχον τέσσερις μεγάλες κατηγορίες εφαρμογώνε:
1.
σημερα πετυχα το σταθη ψαλτη,σε γνωστη ντισκοτεκ της αθηνας. αρχισε παλι ο μαλακας να κανει εκει μεσα,τα καγκουριλικια που εκανε στα 80s,και την επεφτε στις γκομενες με το γνωστο ηλιθιο καμακι του. ε φυσικα,δεν αντεξα,του τις εβρεξα και τον πεταξαν εξω με τις κλωτσιες απο τη ντισκοτεκ μετα. και φευγοντας μας απειλησε,οτι την επομενη φορα θα μπει με μοτοσυκλετα στη ντισκοτεκ και θα τα κανει ολα λιμπα. σα δε ντρεπετε ο ασχημομουρης που ειναι σα πουστογρια.
2.
Μέρκελ, ρε πουτάνα άντε γαμήσου, πουστόγρια!!!
3.
Κάθε φορά που την βλέπω αυτή την πουστόγρια (σ.ς. την Γιάννα Αγγελοπούλου)με πιάνει ταραχή από την ασχήμια της. Κοντή, άσχημη μέσα στις πλαστικές ΚΑΙ ΜΕ ΜΙΑ ΚΕΦΑΛΑ ΣΑ ΚΑΖΑΝΙ ΑΠΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ!
4.
ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΥΣΤΟΓΡΙΕΣ ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΕΣ.... ΤΑ ΣΙΧΑΜΑΤΑ....ΕΚΕΙ ΕΚΕΙ ΣΤΗ Β ΕΘΝΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕ ΑΛΛΟ ΑΦΜ, ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΑΣ...ΑΡΗΣ ΚΑΙ ΓΑΜΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΑΣ...
5.
ΠΟΥΣΤΟΓΡΙΕΣ ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΣ ΓΑΜΑΜΕ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΤΕ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥΝΟΠΑΝΑ!!! ΓΡΙΕΣ ΕΚΕΙ ΣΤΗ Β' ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ Η ΠΟΛΗ ΚΑΘΑΡΗ!!! ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΠΑΟΚ 1926
6.
ΜΩΡΗ πουστογρια θα στειλης να καθαρισουνε τα σκουπιδια η θα συνεχιζεις να κανεις πιπες στους συνδικαλιστες;!
7.
Βέβαια καλοί μαλάκες και οι θεσσαλονικείς που δεν πήγαμε να ψηφίσουμε και αφήσαμε αυτή την αλκοολική πουστόγρια να το παίζει τώρα δημαρχίνα.
Got a better definition? Add it!
Έχει σχέση με ανέκδοτο: Ένας γύφτος πάει σε ένα όμιλο γυμνιστών. Πάει να πληρώσει ο γύφτος και η ταμίας με την φιλενάδα της βάζουν τα γέλια. Τον ρωτάνε τι γραφείς στον πούτσο σου; ΞΙΔΙ; Και απαντάει ο γύφτος, Όταν σηκωθεί γράφει «Η ΝΙΣΣΑΝ σας εύχεται κάλο ταξίδι!»
Το λέμε όταν διώχνουμε κάποιον ή τον αφήνουμε να φύγει αφού τον έχουμε γαμήσει και με ξίδι για να τσούζει. Ας πούμε όταν μια ομάδα φεύγει από το γήπεδο αφού έχει χάσει. Σε μια φάση «και τώρα / μπορείτε / να πα να γαμηθείτε». Ή όταν μια ομάδα αποκλείεται σε αγώνα νοκάουτ.
Λέμε και «πούτσα ξίδι και κοψίδι» για κάποιον που είναι βλάχος αλλά γαμάει κιόλας.
Από τον tsimpatone.
Πούτσα ξίδι και καλό ταξίδι! 3-0 τους νικήσαμε!
- Οι παίκτες του ολυμπιλαγού αποχώρησαν πριν τελειώσει το παιχνίδι.
- Πούτσα ξίδι και καλό ταξίδι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αποκαλείται έτσι υβριστικά η ομάδα του Ολυμπιακού, μέλη και οπαδοί της, λόγω του σήματος της ομάδας που είναι ο δαφνοστεφανωμένος έφηβος. Οι αντίπαλοι θεωρούν αυτό το σήμα υπερβολικά γκέι για να το αφήσουν ασχολίαστο, και έτσι σύμφωνα με το υβριστικό παρατσούκλι της ομάδας gayρος, τρέπεται και το δαφνοστεφανωμένος σε δαφνοτσιμπουκωμένος.
Got a better definition? Add it!
Αναγραμματισμένος ο όρος μουνάκι μεταξύ ανδρών με την φιλική έννοια του μπαγασάκου. Μουνάικ είναι ο μπαγασάκος που κατάφερε να «καρφώσει» το πιπίνι, αλλά φόραγε νάικ και όχι στράικ (φοράει στράικ και καρφώνει, που λέγαμε οι παλιάνθρωποι παλιά).
Προήλθε από αναγραμματισμό κατά το τσάτ με το φίλο Zakk Κάλαντα.
Zakk: μουνάικ, και μου το έπαιζες ερωτευμένος και δεν κοιτάω άλλη, αλλά το κάρφωσες το μινιόν εχτές.
Got a better definition? Add it!
Μια αρκετά εξειδικευμένη συνομοταξία ψωλιάς από τον μαγικό κόσμο της μπάλας: όταν ο παίχτης την τρώει στα arcidia του.
Για την ευρύτερη έννοια, βλ. εδώ.
- Αοοοοουουού πουτάνα μπάλα!!!
Got a better definition? Add it!
Έκφραζει, με τους ανάλογους χαρακτηρισμούς βέβαια, τα προσόντα μιας γυναίκας. Εμπνευσμένο από λαϊκο άσμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ορίζεται ως ο ομοφυλόφιλος του οποίου ο πρωκτός είναι τούνελ διπλής κατεύθυνσης, ρουφάει άγγιχτα, με ταμπλό και τρίποντα, καρφώματα και λέι-απ, ενώ προσομοιάζει και σε πουστερία.
Η παραπομπή σε μπασκέτα έχει και λαογραφικό χαρακτήρα, καθώς το μπάσκετ είναι άθλημα στο οποίο υπερτερούν οι μαύροι αθλητές, καθώς έχουν μεγαλύτερα προσόντα, ενώ η άμυνα είναι πάντα man to man.
- Ὲεεεεεεεελα Σούλη, καλέ τι ψωλαράς ήταν αυτός ο Τζο; Μου έκανε τον κώλο μπασκέτα!
- Χα χα χου χα τι μου λες χρυσό μου! Σου έκανε και κάρφωμα;
- Τι να σου πω! Καλέ μου έσκισε το διχτάκι... Εν τω μεταξύ είχε τόσο μεγάλα αρχίδια που πήγαιναν αίρμπολ και χτυπούσαν τα δικά μου.... Εν τω μεταξύ ήρθε και ένας φίλος του από το Τόγκο μετά...
- Και; Και...;
- Καλά αυτός τον είχε πιο μεγάλο... Μου πετούσε τα τρίποντα άγγιχτα από τα 7,25!
- Μμμμμμ... Ζηλεύωωωωω..... Εγώ γνώρισα έναν χθες στο glory hole, και ήταν στραβοψώλης... Με ραβέρσες σκόραρε!
Got a better definition? Add it!
πελέ (άκλιτο)
Όσο για την ετυμολογία:
Α. Όπως αναφέρει ο poniroskylo στην εδώ λίστα με τις επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά (ανεβασμένη στις 13/11/10 – απόρησα που ακόμα έλλειπε το λήμμα, εξού και ένα stimulus) ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά ετυμολογεί ως εξής:
πελέ, το = όρχις, νεότερος παραπλανητικός τύπος του μπελέ. (Η.Π. 1971)
πελέ μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις). (Η.Π. 1980)
< pelo = αρχίδι, pele = αρχίδια (πληθ.) (sic απ’ την εδώ λίστα του poniroskylo)
[Σημειώνω πως στην έκδοση του Νοεμβρίου του 2010 (ο Πετρόπουλος πέθανε το 2003) σημειώνεται σαν διόρθωση πως:
πελέ, μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις), χωρίς τίποτε άλλο -και
δίνονται επιπλέον σαν συνώνυμα τα (βλ. και σχ. του aias.ath):
μπελέ (το οποίο δεν το ετυμολογεί αλλά εικάζει σαν παραπλανητικό όρο του «μπαλά»),
φλοκοντορβάρες (τώρα γιατί όχι «φλοκοντορβάδες» απ’ το τούρκικο «torba» που έδωσε το «ντορβάς» που εννοιολογικά ταιριάζει γάντι· δεν ξέρω) και
μπαλά (που εικάζει πως προέρχεται από το «μπάλα»· (κι αυτό απ’ το ιταλικό «balla») εξάλλου είναι κατανοητότατο απ’ όλους το «μπαλάκια» που είναι... δίπλα (νταξ μάγκικα)· ακόμη κι αν θεωρηθεί εμπνευσμένο απ’ τ’ αγγλικό «balls»].
Το λεξικό της Ρομανί του Ε.Ε.Κ.Α.Α.Ε. δίνει χωρίς ετυμολογία:
«πελό»: όρχις, με πληθυντικό «πελέ», υποκοριστικό «πελορό» και ομόηχο «έπεσε».
Επιπλέον, για τον πληθυντικό «πελέ»: αχαμνά και ομόηχο «έπεσαν», «πέσανε»,
δίνοντας το παράδειγμα: «χαλά εκ τεκμάβα κάι πε πελέ»: έφαγε μια κλοτσιά στα αχαμνά του.
Επειδή δεν υπάρχει μια Ρομανί αλλά πολλές (και επειδή έχουν επηρεαστεί από τις γλώσσες των γύρω), τα «πελό -πελέ» (pelo – pele) τα βρήκα ακέραια στις: Ανατολικής Σλοβακίας, Ουαλική, Bugurdži (Σέρβικη, Μαυροβουνίου), Gurbet (Σέρβικη), Gurvari, Hungarian Vend (Ουγγρικές), Κοσοβάρικη Arli, (ευρέως) Μακεδονίτικη Džambazi, Burgenland (Αυστριακή), Dolenjski (Κροατική), Kalderaš, Lovara (Ρουμάνικες αλλά και αλλού), Prekmurski (Σλοβενική), Sepečides (Βολιώτικη και Σμυρναίικη), Sinte (Γερμανόφωνες περιοχές), Ursari (Ρουμάνικη), Sofia Erli (Βουλγάρικη) και με μικροπαραλλαγές στις Βόρειας Ρωσίας και Λιθουανίας(σαν pêlo), Κριμαίας (σαν penlo), Λατβίας (σαν pelò) και Romungro (γύρω απ’ τα Καρπάθια σαν peele) –οι περιοχές αναφέρονται ενδεικτικά, μια και καθεμιά απ’ τις Ρομανί είναι άλλη λιγότερο κι άλλη πολύ περισσότερο εξαπλωμένες κι αλλαχού.
Β. Όμως οι Γιαννιώτες το χρησιμοποιούν κάργα, όπως το «αρχίδια», σαν τοπικό ιδιωματισμό. Δεν γνωρίζω αν το πήραν από τους ομιλούντες τη ρομανί ή το αντίστροφο (το θεωρώ ελάχιστα πιθανό –εξού και το βασικότερο stimulus). Όμως, λόγω … Αλή πασά, έψαξα και βρήκα το (πολύ κοντινό στο «μπελέ») πολυσήμαντο τούρκικο «bel» που, εκτός από τα ανατομικά «μέση», «λαγόνια», περιοχή νεφρών, σημαίνει και «αχαμνά», «σπέρμα», «σπερματικό υγρό» κ.ά..
Τώρα αν η λέξη της Ρομανί έχει ετυμολογία τούρκικη ή το αντίστροφο ή και οι δυο τους μια άλλη, δεν το ξέρω, ούτε το υπονοώ, ούτε το αποκλείω. Δεν είμαι ο ειδικότερος για να αποφανθώ και διατηρώ (για όλα) κάθε επιφύλαξη. Κάνω απλώς μια πρόταση που αν ο (γνώστης της τουρκικής) Πετρόπουλος δεν ανέφερε το «μπελέ», δεν θα μου περνούσε απ’ το φτωχό μυαλό μου (άσε που συχνότατα το –π αρέσκεται ν’ αλλάζει με το –μπ).
Πάντως, πιστεύω πως η εν λόγω μάνα μάλλον μοιάζει τη μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ οπότε και εξού.
1.α.
- Οι επιθέσεις πιστεύω ότι θ' αρχίσουν μόλις δουν να φτιάχνουμε ένα υποτυπώδες στράτευμα...τώρα μόνο από χαλβάδες «κινδυνεύουμε»...σαν αυτόν που επιτέθηκε στο Ναύαρχο με 40 στρατιώτες για να πάρει 20 μονάδες σίδερο και τα πελέ του Ναύαρχου!!! (Μιλούν για διαδικτυακό παιχνίδι).
- Ε βρε Bull με τα πελέ σου! ….Bull άσχετο. Τον Κιάσσο τον βρίζετε ακόμα η ηρέμησαν τα πράγματα;
- Ποιόν;;;;;; Δεν υπάρχει παίκτης μ' αυτό το όνομα στον ΠΑΣ!!!!!!!!! όσο για τα πελέ...έτσι τα λέμε εμείς εδώ για να μην είμαστε χυδαίοι...
- Και εδώ (Σέρρες) ψιλοχρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη αλλά όχι συχνά. Αν και το λέμε πελιέ. Να ακούγεται λίγο πιο χωριάτικο…
1.β.
…- Στην όλη φάση του Άρη μου άρεσε που πήγε στην κερκίδα με τα παγανέλια και έδειχνε τα πελέ του, μακάρι σε αυτό το τσαμπουκά που κουβαλάει να τον ακολουθήσουν και άλλοι.
- Ναι ρε παιδιά, τους έδειξε τα πελέ του αλλά και εμείς θα μπορούσαμε να κερδίσουμε αν παίζαμε 11 εναντίον 11. Οπότε πήραμε και εμείς τα πελέ μας...
1.γ.
…-Την κακολόγησες τόσο πολύ την Αθήνα α…., που αυτή θα σ' εκδικείται, να ξερς. Σ' λέει... δε σε αρεγε εδώ τόσο καιρό ε, αϊ σύρε τώρα εκεί, πότε ολόκληρος να μουλιάζεις και πότε τα πελέ σ να ξεπαγιάζεις
-Τ ο κρύο μ' αρέει ορέ... Φοράς ό,τι θες παραπάν και τα πελέ τα ζεσταίνσ.....
- Ικιόν τον καύσωνα δε μπόρεγα, ...τα πελέ ς τότε....δεν έχς πως να τα στραγγάς απ’ τον ίδρωτ…
(όλα απ’ το δίχτυ και ενδεικτικώς γιαννιώτικα)
2.α. …Όσο ο ίδιος ο Έντι Γκόρμλεϊ δεν ξέρει τι θα δει μέσα στο γήπεδο από την ομάδα του, τόσο θα πηγαίνει στα τυφλά η Μπρέι και θα γίνει καμιά κηδεία ολκής που θα κλάψει η μάνα του Πελέ…
2.β. Έχω παρατηρήσει ότι το σε διαφορετικές ώρες κατα την διάρκεια της ημέρας τρέχει καλύτερα η σύνδεση. Γενικά κλαίει η μάνα του Pele με τις ταχύτητες !!!...
2.γ.
- Δεν θέλω να μιλήσω γιατί θα γίνεται ρόμπα περί βοήθεια διαιτησίας. Απλά θυμήσου το 2005 το πέναλτι που κέρδισε ο Παπαδόπουλος μέσα στο Καραϊσκάκη που έκλαιγε η μάνα του Πελέ μετά από αυτό…
2.δ. - Ο Σεφτσένκο έκλαιγε μετά, λολ - Και η μάνα του Πελέ έκλαιγε με αυτά που έβλεπε!!...(αναφέρονται στον αγώνα ποδοσφαίρου Oυκρανία - Ελλάδα 0-1 που η Ελλάδα προκρίθηκε στο Μουντιάλ)»
(όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται πιθανότατα από την τεχνολογία και συγκεκριμένα από την ηλεκτρική σκούπα η οποία, όπως έλεγε η παλιά διαφήμιση, «η σκούπα Philips ρουφάει την σκόνη».
Το ρούφηγμα προϋποθέτει δύο ικανές και αναγκαίες συνθήκες. Την είσοδο αντικειμένου βαθιά εντός μιας κοιλότητας και την ταυτόχρονη παραγωγή ήχου.
Το λήμμα βρίσκει εφαρμογή σε πολλά πεδία της κοινωνικής μας ζωής.
Ποδόσφαιρο: Αναφέρεται σε τερματοφύλακα με ειδική ικανότητα να τρώει γκολ ακόμη και από σουτ που δείχνουν να πηγαίνουν έξω ή από σουτ με κατεύθυνση προς το σώμα του ή γενικότερα σουτ εύκολα αποκρούσιμα.
Όταν κάποιος τερματοφύλακας το ρουφάει το γκολάκι, ακολουθεί ποικιλία απροβλέπτων και διόλου κολακευτικών αντιδράσεων από την εξέδρα. Συνήθως όταν ένας τερμαρής ρουφάει ένα γκολάκι, ρουφάει και δεύτερο καθώς καταρρακώνεται ψυχολογικά. Ο ρούφους τερμαρής ενίοτε κατηγορείται ότι τα έχει αρπάξει από τον αντίπαλο.
Αφροδισιακά: Αναφέρεται στη παθιασμένη γυναίκα που δεν αρκείται στον παθητικό ρόλο, παίρνει την τύχη στα χέρια της, διεκδικεί όλο το μερίδιο της ηδονής και το ρουφάει το πέος (πραγματικό ή αντίγραφο). Σε αυτή την περίπτωση ο παραγόμενος ήχος διαφέρει ανάλογα με την κοιλότητα ρουφήγματος. Ο δε ο φορέας της ρουφούμενης οντότητας, απλά απολαμβάνει το θέαμα και την αίσθηση και δέχεται την όλη κατάσταση αδιαμαρτύρητα. Συνήθως, όταν κάποια ξεκινήσει το ρούφηγμα δεν το σταματάει, φεύγουν οι αναστολές της, το αναζητεί διαρκώς και γίνεται περιζήτητη από τον ανδρικό πληθυσμό καθώς ... τη ρουφήχτρα πολλοί εμίσησαν, το ρούφηγμα όμως ουδείς.
Το λήμμα προϋπήρχε της εφεύρεσης της ηλ.σκούπας, με περιπαικτική όμως και υποτιμητική διάθεση. Βλέπε ρούφα τ' αυγό σου
- Τι έγινε φιλαράκι; Πάλι χάσατε;
- Τι να κάνεις με τον μαλάκα που μπλέξαμε. Δεν είδες πως τα ρουφούσε τα γκολάκια; Άσε φίλε, πιασμένος ήταν.
Got a better definition? Add it!