Selected tags

Further tags

Στην γυμναστηριακή αργκό παίζω σημαίνει απλά εκτελώ άσκηση ή χρησιμοποιώ κάποιο όργανο. Η πιθανότητα χρήσης του «παίζω» αυξάνει εκθετικά με την ποσότητα μυϊκής μάζας του μποντέου.

- Φιλαράκι παίζεις στον πάγκο ή μπορώ να τον χρησιμοποιήσω;
- Μόλις τελείωσα, όλος δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπασκετικός όρος σχετικά εξειδικευμένος. Στο μπάσκετ μια ομάδα έχει οκτώ δευτερόλεπτα για να περάσει την κεντρική γραμμή του γηπέδου, αλλιώς σφυρίζεται αλλαγή της μπάλας από τον διαιτητή. Ενίοτε πέφτει πολλή πίεση από τους αμυντικούς της αντίπαλης ομάδας στους κοντούς γκαρντ που κατεβάζουν την μπάλα πριν φτάσει στην κεντρική γραμμή. Τότε ένας ψηλός της επιτιθέμενης ομάδας σπεύδει σε βοήθεια των κοντών γκαρντ, παίρνει την μπάλα, ή και σκρινάρει ταυτόχρονα με το σώμα του, και την ξαναπασάρει στον κοντό γκαρντ αφού έχει χρησιμεύσει με τον μεγάλο όγκο του ως σκαλοπάτι. Λέμε τότε ότι ο συγκεκριμένος ψηλός γίνεται σκαλοπάτι.

- Πιέζει ασφυκτικά τώρα σε όλο το γήπεδο η Σιένα. Ευτυχώς, όμως, ο Μπατίστ γίνεται σκαλοπάτι για τον Παναθηναϊκό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπασκετικός όρος που σημαίνει ό,τι και το ενδεκαδάτος στο ποδόσφαιρο. Δηλαδή είναι ο πρωτοκλασάτος παίχτης που βρίσκει χώρο στην πρώτη βασική πεντάδα της ομάδας μπάσκετ. Χρησιμοποιείται συχνά για περιπτώσεις που ένας παίκτης είναι πενταδάτος σε μία ομάδα αλλά όχι σε άλλη κι έτσι δεν ξέρεις τι θα σου βγει. Ιδίως μεταξύ Εθνικής ομάδας και συλλόγου.

- Είναι απορίας άξιον πώς ο Βελίτσκοβιτς πενταδάτος στην Εθνική Σερβίας του Ίβκοβιτς σκουπίζει τον πάγκο της Ρεάλ, και μάλιστα ενώ της κόστισε πολλά λεφτά η μεταγραφή του.

Από ενδεκαδάτος πενταδάτος ο Ζαγοράκης! (από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρέως λεξικογραφημένη σημασία του αφορά στον ξεροκέφαλο βλάκα κεφάλα, αγγλιστί thickhead.

Ενίοτε όμως σημαίνει και το κάτω κεφάλι, δηλαδή το πέος. Κυρίως στην φράση γυμνάζω τον χοντροκέφαλο ή τον γυμνάζει τον χοντροκέφαλο, όπου η ειρωνική τροπή αφορά στον τετρακέφαλο ή στον δικέφαλο μυ, και σημαίνει ασφαλώς ότι ο γυμνάζων τον χοντροκέφαλο γαμεί.

  1. - Τι θα γίνει μανάρι μου; Πότε θα γυμνάσουμε τον χοντροκέφαλο;
    (Κούγκαρ προς κουγκαρόθυμα).

  2. - «Τον χοντροκέφαλο τον γυμνάζεις καθόλου;», και άγγιξα την σφιχτή του άτριχη κοιλιά.
    - «Τι εννοείς χοντροκέφαλο;»
    - «Γαμάς κανένα μουνάκι;»
    - «Ότι κάτσει...»
    - «Και.. πως πάει το χρηματιστήριο;»
    Τώρα άγγιξα την πούτσα του…
    - «Σταμάτα!», μου είπε. «Δεν πάω με άντρες!» (Με τον Πάνο τον οικοδόμο).

  3. Σε αυτό το φόρουμ νομίζω όταν λέμε γυμνάζει εννοούμε κυρίως για μυϊκή ομάδα. μπορεί να τον έδειχνε να μ@μ@ει και με την ίδια λογική να λέγαμε γυμνάζει τον «χοντροκέφαλο» . Δεν έχει να κάνει με BodyBuilding όμως. (Εδώ).

Στο 0.10. (από Khan, 06/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αδύνατος, ο κοκαλιάρης, που δεν έχει ίχνος μυ πάνω του.

Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στα γυμναστήρια από τους πολύ γυμνασμένους (τούμπανα) για να χαρακτηρίσουν τους κακομοίρηδες αδύνατους, που σηκώνουν λίγα κιλά και οι οποίοι τους χαλάνε την αισθητική.

- Κοίτα τον ρε πώς είναι, τον καχεξία. Ούτε 20 κιλά δε βάζει στη μπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιτραπέζια αντισφαίριση (πιγκ-πογκ), ψείρα (chop) καλείται το κοφτό χτύπημα με φάλτσα που μετά την αναπήδηση του μπαλαq, το φέρνουν προς το φιλέ. Η ψείρα είναι αντιθεαματική σε σχέση με ένα καρφί (διαγώνιο ή στην ευθεία) και δείχνει αμυντικό, επιφυλακτικό και καιροσκοπικό παίξιμο. Θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει και σαν την πουστιά του αθλήματος.

Ψειριάρης λοιπόν, είναι ο παίχτης που κάνει κατάχρηση της τεχνικής του χτυπήματος-ψείρα και προκαλεί την απαρέσκεια των θεατών, οι οποίοι, μη αντέχοντας άλλο, τον απειλούν ότι θα τον ψεκάσουν με ψειρόσκονη.

- Γαμώ τις ψείρες του, πάλι το κέρδισε το σετ με σόρυ ο ψειριάρης, το βρωμόχερό του μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο, την υδατοσφαίριση και τη χειροσφαίριση είναι η εστία καθεμιάς από τις αντίπαλες ομάδες, το γκολπόστ, και συνεκδοχικά το ίδιο το γκολ.

Στην σεξοσλάνγκ είναι μεταφορικώς ό,τι και το γκολ, το σκοράρισμα και το μπαλάκι, δηλαδή η ευτυχής (για τον εραστή) κατάληξη της σεξουαλικής πράξης με εκσπερμάτιση. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν υπάρχει προβληματισμός για το αν θα μπορέσει ο εραστής να πετύχει περισσότερα του ενός τέρματα, το οποίο καθορίζεται από διάφορους ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες.

- Ευτυχώς, είχα ρίξει πριν μια στρατηγική μαλακία και δεν ήμουν κοκοράκι. Ωστόσο, δεν κατάφερα να ρίξω πάνω από δύο τέρματα, οπότε μπορεί και να ήταν μαλακία η μαλακία.
- Αχ, εσείς τα νιάτα!... Στην ηλικία μου ένα τέρμα το πολύ... Μέχρι να σηκωθώ ξανά, μάτια μου γλυκά, που λέει κι ο Πρωκτοκώλογλου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Αιτιατική (αλλά κατ' επέκταση και άλλες πτώσεις) του ονόματος του ποδοσφαιριστή Βασίλη Τοροσίδη αναγινώσκεται νοερώς από slavophiles ως το ρωσσίδι, οπότε σημαίνει γυναίκα ρωσσικής καταγωγής. Είναι σύνηθες σλανγκικό φαινόμενο να χρησιμοποιείται όνομα ποδοσφαιριστή για να σημάνει γυναίκα. Η διαφορά είναι ότι ενώ ο καραπιάλης και ο βαμβακούλας σημαίνουν μπαζοειδείς γυναίκες με χαμηλό κέντρο βάρους και άφθονη τριχοφυία, ο τοροσίδης σημαίνει ευειδέστατο ουκρανάιζερ με ψηλό ανάστημα και λείο άτριχο δέρμα.

@Γερμανός μεταφραστής - Δεν δίνει χτυπήματα στον γούγλη. Το άκουσα προφορικά και μάλλον έχει μικρή διάδοση.

- Η γνώμη μου είναι ότι αν θες ορίτζιναλ τοροσίδη με φινέτσα και ρωσσική κουλτούρα πρέπει να σεξομεταναστεύσεις στην αγία Πετρούπολη. Εδώ μας φτάνουν όλες οι βλαχάρες.

(από Khan, 08/05/11)Με την πρώτη ματιά οι δύο εικόνες φαίνονται πανομοιότυπες, αλλά ο προσεκτικός παρατηρητής θα προσέξει ορισμένες ανεπαίσθητες διαφορές. (από Khan, 08/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του βόθρος και θρύλος. Λέγεται έτσι η ομάδα του Ολυμπιακού ή οπαδός της από αντιπάλους.

  1. vothrilos kai vazelia exoun katastrepsei to podosfairo katalavete to (Εδώ).

  2. ο ακατανομαστος βοθρυλος κερδισε με 2 γκολ οφσαιντ και του δωσε και ανυπαρκτο πεναλτυ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Προέλευση: ποδόσφαιρο + φέος (=γάρο)

Το τσιγαριλίκι (ή και περισσότερα) που πίνει ένας οπαδός όταν είναι στο γήπεδο. Η κατάποσή του συνήθως γίνεται ή στην αρχή ή στο ημίχρονο του αγώνα. Οι πιο σκληροπυρηνικοί μπορεί να το σκάσουν και όταν σκοράρει η ομάδα τους, ώστε να νοιώσουν τη κάβλα πιο έντονα στην εξέδρα.

*Σε σοβαρές κερκίδες μπορεί κάποιος να το ακούσει και σαν ''γηπεδικό σκανάκι'' ή ''τρίφυλλο βαρβάτο και ωραίο''.

- Τσακάλια, έχουμε μόνο έναν ποδοσφέο για σήμερα, να τον στρίψουμε τώρα;
- Άραξε ρε στο ημίχρονο, ας πιούμε τώρα τις μπύρες που μπάσαμε γιατί μετά θα γίνουν κάτουρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified