Selected tags

Further tags

Συντομογραφία της έκφρασης «πίτσα, μπύρα, μπάλα», της αδιαίρετης και ομοουσίου Αγίας Τριάδας που κατέρχεται ως επιφοίτηση στις αντροπαρέες (κυρίως) τις Τριτοτετάρτες τη χειμερινή σεζόν (βλ Champions League), αλλά συχνά και το καλοκαίρι, σε περιόδους Euro & Mundial. Ορκισμένοι εχθροί του «π.μπ.μπ.» είναι οι γκόμενες (πιασμένες και αδέσμευτες) και οι διανομείς πίτσας.

- Πω, πω, ζέστη αδερφάκι μου, πάμε καμιά παραλία για ποτάκι…
- Ρε μάγκα, είσαι τρελός, έχουμε κανονίσει π.μπ.μπ. με τους άλλους, έχει ματσάρα Ακτή Ελεφαντοστού – Σαουδική Αραβία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπάσκετ (σε αυτό που παίζεται στις γειτονιές, όχι αυτό με τους χορηγούς) λέγεται όταν κάποιος κερδίζει ένα παιχνίδι χωρίς να δεχτεί ούτε έναν πόντο από τον αντίπαλό του (χωρίς δηλαδή να του πάρει την «παρθενιά»).

Σύμφωνα με τους άγραφους νόμους είναι ξεφτίλα για κάποιον να χάσει χωρίς έστω να πάρει την παρθενιά του άλλου (να βάλει δηλαδή τουλάχιστον ένα καλάθι).

Βλέπε και παρθένα.

- Σήμερα έπαιξα με τον Νίκο ένα μπασκετάκι στα 21 και τον πήρα παρθενιά!
- Σοβαρά;
- Ναι, 21-0, του τα χλάτσωνα από παντού!
- Α τον ρεζίλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά άγγιχτος σημαίνει άθικτος, απείραχτος, που δεν αγγίχτηκε. Ειδικά στο μπάσκετ, άγγιχτο είναι το καλάθι που μπαίνει χωρίς να ακουμπήσει στεφάνι (και συνοδεύεται και από ένα απολαυστικό χλατς! των διχτυών, δες και χλατσωτό). Εννοείται ότι είναι μαγκιά να βάλεις το καλάθι άγγιχτο και ότι τα καλάθια με ταμπλό είναι για τα παιδάκια...

(από αυτό το blog)
[...]Έπαθα πλάκα, αλλά νόμιζα ότι ήταν απλά κωλόφαρδος. Του ξαναδίνω πάσα, ξαναβαράει από το κέντρο και το στέλνει πάλι μέσα άγγιχτο! Αυτό έγινε συνολικά δέκα φορές, και το σκορ ήταν 20-0.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπάσκετ, χλατσώνω σημαίνει βάζω καλάθι χωρίς η μπάλα να ακουμπήσει στεφάνι, οπότε το διχτάκι κάνει ένα ωραίο χλατς! που είναι υπέρτατη πώρωση!

Από το χλατσώνω παράγεται και το επίθετο χλατσωτός, που χαρακτηρίζει τα καλάθια (καλάθι χλατσωτό). Συνώνυμο: άγγιχτος.

  1. (σε παιχνίδι μπάσκετ)
    - Πάσα!
    - Χλάτσωσέ το αγόρι μου!
    (ΧΛΑΤΣ!!)
    - Έεετσι!!

  2. (από αυτό το blog)
    [...]Όταν συνήλθαμε, αποφασίσαμε να τον αφήσουμε να παίξει μαζί μας ένα μονό στα 21. Μάλιστα, τον πήρα και στην ομάδα μου, επειδή οι άλλοι δεν τον ήθελαν με τίποτα. Με το που του δίνω την πρώτη πάσα, βαράει ένα τρίποντο από το κέντρο του γηπέδου και μπαίνει μέσα χλατσωτό! Έπαθα πλάκα, αλλά νόμιζα ότι ήταν απλά κωλόφαρδος.

yo yo yo!! (από jesus, 06/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε αθλητή (συχνά ποδοσφαιριστή) μεγάλης ηλικίας, ξοφλημένο, με κακή φυσική κατάσταση -ή σε παντελώς άγνωστο.

- Με τα σαπάκια που έφερε φέτος ο πρόεδρας , πάμε σούμπιτοι για Β' εθνική.
- Άσε ρε, ενώ πέρυσι με το σαπάκι τον Αμπαλίνιο σαρώσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ομάδα που συνέχεια χάνει σε κάποιο αγώνισμα από κάποια άλλη με τέτοια συχνότητα ώστε αναπτύσσονται μεταξύ τους πελατειακές σχέσεις και η ομάδα-πελάτης δεν μπορεί να περάσει από το μαγαζί της άλλης χωρίς να της τυλίξει μερικά γκολάκια για το σπίτι...

Πελάτης είναι επίσης κάποιος που χάνει μονίμως από κάποιον άλλον σε κάποιο αγώνισμα ή σε οτιδήποτε μοιάζει με αγώνισμα (τάβλι, πρέφα, κολτσίνα κτλ...).

  1. - Το πήραμε το πρωτάθλημα φιλαράκο...
    - Κάτσε πρώτα να νικήσετε τον Ηρακλή στην έδρα του...
    - Έλα ρε, αφού τις έχουμε τις γριές για τον χαβαλέ... Πελάτης είναι ο Ηρακλής!

  2. - Πάμε ένα μονό μπασκετάκι;
    - Αφού πελάτης είσαι ρε μαλάκα, έχω βαρεθεί να κερδίζω!
    - Καλάαα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

το, [ουσ.] Όργανο μέτρησης ποδοσφαιρικών ικανοτήτων. Ο όρος προέρχεται από τον συνδυασμό της παραδοσιακής μονάδας μέτρησης «καντάρι» (ξέρει πολλά καντάρια μπάλα) και του ονόματος του Πάολο Μοντέρο, μυθικού δρεπανηφόρου άρματος από την Ουρουγουάη που έκανε καριέρα στη Γιουβέντους και του οποίου οι ικανότητες ισοδυναμούν με 1 unit στο καντερόμετρο (χωρίς μονάδες).

  1. - Τι λέει ο Σέρβος χαφ του Βηταεθνικού;
    - Τι να πει ρε! τον βάλανε στο καντερόμετρο και έγραψε αρνητικά ψηφία.

  2. - Άκου να δεις φίλε, καλός ο Πελέ δε λέω, αλλά μπροστά στον Ντιέγκο δεν πιάνει μια. Ο κοντός όπου κι αν έπαιξε έσπασε τα καντερόμετρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμυντικός άμπαλος, ο οποίος δεν τη βρίσκει με τίποτα και γενικώς δεν κόβει ούτε με βαλέ. Σε αντιστάθμισμα της παντελούς έλλειψης τεχνικής, διαθέτει εξαιρετική ικανότητα στο να κόβει στα δύο τους αντιπάλους επιθετικούς. Τα τάκλιν του αποτελούν ταμπλώ-βιβάν βγαλμένα από τις ταινίες του Κόναν και του Στήβεν Σηγκάλ.

Διάσημα δρεπανηφόρα: Μοντέρο, Κολοτσίνι, Καλιτζάκης.

- Ρε συ αυτός ο κωπηλάτης, το 4, είναι καλός;
- Μπα... σκοράρει αρνητικά στο καντερόμετρο, αλλά είναι σωστό δρεπανηφόρο.

(από stolis, 17/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός του άμπαλου, του παντελώς άσχετου ποδοσφαιριστή ο οποίος αποτυγχάνει ακόμα και να έρθει σε επαφή με την μπάλα.

- Τι κριάρι είναι αυτός ο αμυντικός ρε! Μιλάμε δεν τη βρίσκει με τίποτα.

Δες και δεντηβρίσκοβιτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αποδίδεται στην ενοχλητική ή ευεργετική (ανάλογα με την θέση του παρατηρητή) συνήθεια διαιτητών ποδοσφαίρου (κυρίως), να μην καταλογίζουν παραβάσεις προφανείς, ου μην και εξώφθαλμες.

Η χρήση του πρέπει να περιορίζεται εξ' ορισμού σε χρόνους παρελθοντικούς (αόριστο, υπερσυντέλικο, σπανιότερα παρακείμενο), καθώς σε χρόνο ενεστώτα δύναται να υπάρξει σύγχυση με πιθανό χαρακτηρισμό ομοφυλοφιλικών τάσεων, σχετικών με το σημαντικότερο project της νέας ελληνικής γλωσσολογίας ( βλ. και σχετικό λήμμα την τρίζει την όπισθεν)

- Πέναλτι ρε μαλάκα, ρεεεεεεε;
- Μη χαλάς σάλιο αδερφέ, ο τύπος έχει καταπιεί το στραγάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified